Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου
«Φιλογενέστατε κύριε Πανούτζε Νοταρά
Πεπληροφορημένοι περί των αξιολόγων προτερημάτων σου και περί τον προς την πατρίδα ζήλον σου, και ειλικρινούς ήθους σου κοινή γνώμη σε εκλέγομεν μέλος της Εθνικής Βουλής παραστατικόν της Πελοποννήσου. Ου ένεκα και σπεύδομεν ευχαρίστως να σοι το αναγγείλωμεν, έρρωσο.
Εν Άργει τη ιε΄Δεκεμβρίου αωκά…»
Aλληλογραφία της Οικογένειας Νοταρά
στην Επανάσταση του ΄21
Στον ταραχώδη ελληνικό βίο τα κόμματα είχαν κυρίαρχη θέση και σημασία. Στηδιαμόρφωση αυτή επέδρασσε καίρια η επέκταση του εκλογικού δικαιώματος. Στην Ελλάδα η καθολική ψηφοφορία θεσπίστηκε και επικράτησε ιστορικά το 1844, όταν, μαζί με το σύνταγμα του 1844, ψηφίστηκε και ο εκλογικός νόμος περί καθολικής ψηφοφορίας (των ανδρών). Ως δε χαρακτηριστικά διατύπωσε ο μέγιστος Σβώλος «η ψηφοφορία νομικών δεν απείχε της καθολικότητος» έτσι ώστε να «δύναται, αληθώς, να θεωρηθή ότι η νομοθέτησις ίσου εκλογικού Δικαίου παρ΄ ημίν από του 1844 και η συνταγματική του καθιέρωσις από του 1864 υπήρξαν υπό τινα άποψιν, πρώιμοι σταθμοί της πολιτικής μας εξελίξεως», ενώ η θέσπιση της καθολικής ψηφοφορίας θεωρήθηκε «πολιτική χειραφέτησις ολοκλήρου σχεδόν του λαού και απελευθέρωσις της μεγίστης παραγωγικής μάζας».
Είναι δε προφανές ότι τα ελληνικά κόμματα του 19ου αιώνα αναπτύχθηκαν με βάση τη δυνατότητά τους να επανδρώσουν και να διαχειρίζονται τους πρωτόλειους κρατικούς μηχανισμούς στηριζόμενα στην «διαπραγματευσιμότητα» της ψήφου, δηλαδή στην «ιδιότητα» της να προσφέρεται έναντι ανταλλαγμάτων που αντιπροσφέρουνοι υποψήφιοι Βουλευτές και, κυρίως, οι νικητές των εκλογών μετά την εγκατάστασή τους στην κυβέρνηση.
Αυτή η ανάπτυξη των πελατειακών σχέσεων, στην οποία συνέτεινε αποφασιστικά η θέσπιση της, οιονεί, καθολικής ψηφοφορίας, επέδρασε καθοριστικά στον χαρακτήρα και την μορφή των πρώτων ελληνικών κομμάτων τα οποία πόρρω απείχαν από τα αντίστοιχα κόμματα«φιλελεύθερα-στελεχών» ή «εργατικά- μαζών».
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι κατά την περίοδο της επανάστασης του 1821, αν και με άλλη μορφή και σε διαφορετικές συγκυρίες, υβριδικά εμφανίστηκαν υποτυπώδη « κομματικά» μορφώματα, ήτοι «κόμματα» με αναφορά στον ξένο παράγοντα: «Ρωσικό», «Αγγλικό», «Γαλλικό».
Με τις εκλογές το 1910 αναπτύχθηκαν, ουσιαστικά, τα πρώτα «ταξικά κόμματα»και σηματοδοτείται η νέα περίοδος που τελειώνει με την δικτατορία της 4ηςΑυγούστου 1936. Αυτή ακριβώς την περίοδο μάλιστα από τον Ελευθέριο Βενιζέλο εξαγγέλλεται και ιδρύεται το νεοπαγές «Κόμμα των Φιλελευθέρων», με την σύσταση και ανάπτυξη των πρώτων τοπικών οργανώσεων υπό μορφή Λεσχών κατά μίμηση των αγγλικών κομμάτων, Συντηρητικού και Φιλελεύθερου. Το κόμμα των Φιλελευθέρων υπήρξε ο πρώτος βιώσιμος και δη μακρόβιος ελληνικός κομματικός μηχανισμός που ανέπτυξε στοιχειώδη, για την εποχή, οργανωμένη πολιτική και κομματική δραστηριότητα και σε μη προεκλογικές περιόδους (βλ. Γρ. Δαφνής, Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα 1821-1961,Αθήναι 1961).
Εξαίρεση-εντυπωσιακή και αξιέπαινη-αποτέλεσε το ΚΚΕ που προέκυψε το 1920 μετά την ίδρυση της Γ΄ Διεθνούς, ως εξέλιξη του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος. Είναι δε, το πρώτο κόμμα στην Ελλάδα που πέραν των ιδεολογικών και πολιτικών αρχών εισήγαγε και την έννοια του μέλους και δεν περιόρισε τη δραστηριότητά του στην προσέλκυση ψηφοφόρων, αλλά επιδίωξε σταθερά να συσπειρώσει λαϊκές μάζες στην προσπάθεια υλοποίησης των πολιτικών του στόχων (βλ. Άγγελος Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης ΚΚΕ και αστισμός στον μεσοπόλεμο, εκδ. Θεμέλιο 1999).
Η δόμηση του μετεμφυλιακού κράτους στην Ελλάδα, μετά την στρατιωτική ήττα και πολιτική απαγόρευση του ΚΚΕ , χαρακτηρίστηκε από ένα νέο θεσμικό πλαίσιο στο οποίο και εντάχθηκε η λεγόμενη «περιστασιακή νομοθεσία», κατά τον ευφυή χαρακτηρισμό του συνταγματολόγου Αριστόβουλου Μάνεση.
Περιβλήθηκε τον τύπο ψηφισμάτων της Αναθεωρητικής Βουλήςκαι το νομοθετικό αυτό πλέγμα δεν καταργήθηκε ούτε καν μετά την ψήφιση και έναρξη ισχύος του Συντάγματος του 1952, και καθ΄ όλη, σχεδόν, την διάρκεια ενός καθεστώτος «αστυνομευόμενης δημοκρατίας».
Ορθώς ολόκληρη, σχεδόν, η περίοδος μέχρι και τη δικτατορία του 1967 χαρακτηρίστηκε ως περίοδος « μειωμένης συνταγματικότητας» και ως περίοδος κατά την οποία τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών «τελούσαν εν αναστολή».
Το πρώτον ο Συνταγματικός Νομοθέτης του 1975 οριοθετεί και ταυτοποιεί τη νομική έννοια του κόμματος. Το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος με τη λακωνική διατύπωσή του προβλέπει ότι: «Έλληνες πολίται, έχοντες το δικαίωμα του εκλέγειν, δύνανται να ιδρύουν ελευθέρως και να μετέχουν εις πολιτικά κόμματα, η οργανώσις και η δράσις των οποίων οφείλει να υπηρετή την ελεύθεραν λειτουργίαν του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Πολίται, μη αποκτήσαντες έτι το δικαίωμα του εκλέγειν δύνανται να μετέχουν εις τα τμήματα νέων των κομμάτων».
Η Συνταγματική πρόνοια του άρθρου 29 παρ.1 εδ΄ ΒΣ, ότι δηλαδή η οργάνωση και η δράση των κομμάτων οφείλει να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, αναμφίβολα επιβάλλει ένα πρόσθετο περιορισμό ιδεολογικού χαρακτήρα στην οργάνωση και δράση των πολιτικών κομμάτων. Κι ήταν αυτή ακριβώς η διάταξη που προκάλεσε την έντονη κριτική της αντιπολίτευσης κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες και τις συζητήσεις για το Σύνταγμα του 1975 (βλ. αγορεύσεις Βουλευτών Αθ. Κανελλόπουλου, Λ. Κύρκου, Χρ. Πρωτοπαππά, Απ. Κακλαμάνη, Χ. Φλωράκη στα Πρακτικά της Β΄ Υποεπιτροπής του Συντάγματος).
Το ίδιο το Σύνταγμα δεν προσδιορίζει νομικά τον όρο «ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος» και έτσι συνιστά ο όρος αυτού γενική και αφηρημένη έννοια που διακρίνεται τόσο για τον ιδεολογικό και πολιτικό της χαρακτήρα όσο και για την ασάφειά της, με την ως άνω σιβυλλική διατύπωση.
Ωστόσο, μια πρώτη απάντηση συνυφαίνεται αναγκαστικά με μια ουσιαστική θεώρηση των κοινωνικών και πολιτικών δεδομένων μέσα στα οποία καλείται να εφαρμοστεί το Σύνταγμα , μέσα από μίαΘεμελιώδη αντίφαση: η λειτουργία του πολιτεύματος μέσω των συνταγματικών θεσμών και κανόνων, όπως η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, η ανάδειξη Βουλής από γενικές εκλογές και η εξάρτηση της κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της Βουλής κ.λ.π εμπεριέχει ένα δυναμικό στοιχείο: το «ενδεχόμενο να καταστούν πλειοψηφία και να διεκδικήσουν την εξουσία μέσα από τις υπάρχουσες θεσμοθετημένες διαδικασίες» δυνάμεις που αντιστρατεύονται τον δημοκρατικό χαρακτήρα του Πολιτεύματος (βλ.Γ. Δρόσος, Η νομική θέση των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα, εκδ. Α. Σάκκουλα 1982).
Ούτως ειπείν την ατελή «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» διαδέχτηκε, με εκλογές, η ναζιστική ιδεολογία με τον κυρίαρχο εκφραστή της, ενώ στα καθ΄ ημάς η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ γνώρισε θηριώδη εκλογικά ποσοστά συμμετέχοντας νόμιμα στις εθνικές εκλογές.
Όμως ο κίνδυνος δολιοφθοράς και προσβολής του δημοκρατικού πολιτεύματος δεν ελλοχεύει (μόνο) στηνπαράνομη και ποινικώς ενδιαφέρουσα δραστηριότητα εκείνων που αποβλέπουν στην υπονόμευσή του, αλλά και στην αξιοποίηση των νόμιμων δυνατοτήτων που τους προσφέρονται με αφετηρία τα περιθώρια που παρέχουν οι θεσμοί με την συμμετοχή τους στις εθνικές εκλογές.
Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δηλαδή η κυβέρνηση, δηλαδή το κράτος, ακόμα και για μικροκομματικούς υπολογισμούς ως προς το ενδεχόμενο επίτευξης αυτοδυναμίας, προσφεύγει σε διαδικασίες πρόληψης, σε μεθόδους άμυνας: διώκει τους αντιπάλους ως επικίνδυνους επειδή δεν μπορεί, προς το παρόν, να τους διώξει ως ενόχους, αφού εν προκειμένου δεν μεριμνά μόνο ο ποινικός νομοθέτης με την άσκηση δίωξης και τον ποινικό κολασμό αλλά, κατά πρώτο λόγο και ανενδοίαστα ο κοινός νομοθέτης, προσπαθώντας να εμποδίσει πολιτικές πράξεις κατ΄ αρχήν νόμιμες, όπως δηλαδή η πρόθεση συμμετοχής στις εθνικές εκλογές.Αυτή όμως η «απαγορευμένη νομιμότητα» αναιρεί στην ουσία κάθε έννοια συνταγματικής νομιμότητας , γι΄ αυτό και η διατύπωση του άρθρου 29 παρ. 1 εδ΄Β του Συντάγματος παραμένει νομικά απροσδιόριστη και ομιχλώδης, ακόμα και αν πρόκειται για την μέριμνα του να αποτρέπει την χρήση συνταγματικών θεσμών και δικαιωμάτων από πολιτικά κόμματα που είναι ή θα μπορούσαν να είναι απειλητικά για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Ανήκω στην μειοψηφία των νομικών (και του Αρείου Πάγου) που πιστεύουν ότι η ρήτρα του άρθρου 29 παρ. 1εδ΄Β του Συντάγματος δεν μπορεί να αποτελέσει πηγή ούτε για διεύρυνση ούτε για περιστολή των δικαιωμάτων που έχουν τα πολιτικά κόμματα και των οποίων η έκταση προσδιορίζεται από το Σύνταγμα και τους νόμους.
Η προληπτική απαγόρευση κομμάτων, χωρίς να έχει αποτυπωθεί αμετάκλητα ο χαρακτήρας τους ως εγκληματική οργάνωση με απόφαση της ποινικής δικαιοσύνης, αυτοαναιρεί a priori την νομικοτεχνική τους υπόσταση.
Τα ναζιστικά μορφώματα της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ και των επιγόνων της οφείλουμε να τα καταδικάσουμε πολιτικά, με την ψήφο και την σθεναρή εναντίωση μας. Ο προληπτικός εξοστρακισμός απλώς…« ξορκίζει» τον φόβο. Δεν τον καταπολεμά. Τρανό παράδειγμα η αντοχή του απαγορευμένου ΚΚΕ τα μετεμφυλιακά χρόνια της υστερίας και των διώξεων.