Η Πόλις και ο πολιτισμός
Άρθρο του Νίκου Μπιλανάκη
Η «αστική συρρίκνωση» αποτελεί ένα πολυδιάστατο φαινόμενο κατά το οποίο ολόκληρες πόλεις ή ακόμα και τμήματα πόλεων, εξ αιτίας της οικονομικής, κοινωνικής και δημογραφικής απομείωσης τους, παρουσιάζουν φαινόμενα παρακμής και υποβάθμισης ενώ άλλα φαινόμενα επίσης εμφανίζονται, όπως κλειστά καταστήματα, εγκαταλελειμμένα κτήρια, αύξηση της ποσότητας και παλαιότητας του διαθέσιμου κτηριακού αποθέματος τους, υποβαθμισμένο αστικό τοπίο, δραματική μείωση του πληθυσμού. Η Άρτα αν και δεν παρουσιάζει πλήρως το παραπάνω φαινόμενο, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί μια «συρρικνούμενη πόλη». Και ο βασικός τρόπος πολιτικής αντιμετώπισης του προβλήματος αυτού -που οδηγεί τον γνωστό αοιδό να τραγουδά «Που πήγαν όλοι»- είναι η υιοθέτηση πολιτικών που αυξάνουν το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της, που εξυψώνουν τη ποιότητα της αστικής ζωής τους και διαμορφώνουν μια ελκυστικότερη πόλη, όπως υπεδείκνυα και άλλοτε, στο άρθρο μου «Στρατηγικές εξαστικοποίησης και εκσυχρονισμού της Άρτας», στην Ηχω της Άρτας στις 1/7/21.
Καθώς πάντως μπαίνουμε βαθειά στον 21ο αιώνα, οι πόλεις αλλά και οι αντιλήψεις μας για της ζωή μέσα σ’αυτές μεταβάλλονται ολοκληρωτικά! Και δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με τις πόλεις μας μόνο και μόνο όταν αυτές αντιμετωπίζουν προβλήματα, όπως όταν καταπίπτουν σε «συρρικνούμενες πόλεις»! Οφείλουμε να ασχολιόμαστε με τις πόλεις μας γιατί πλέον αντιλαμβανόμαστε ότι οι πόλεις επιρρεάζουν τις ζωές μας που διάγουμε εντός τους. Ότι «η πόλις μας ακολουθεί». Ότι ακόμα και σε καινούργιους τόπους και αν πάμε, «στην πόλη αυτή θα φτάνουμε». Αλλά για να ασχοληθούμε, οφείλουμε να γνωρίζουμε το τι και το πως.
Να γνωρίζουμε κατ’αρχήν ότι ναι μεν όλα αλλάζουν και οι πόλεις αποτελούν μήτρα νέων ιδεών, αλλά από την άλλη ταυτοτικά χαρακτηριστικά και ιδιοσυστασιακές τομές του κοινωνικού σώματος, διατηρούνται. Ζητήματα ανάμεσα στις πληθυσμιακές ομάδες που την έστησαν ή που αργότερα συνέβαλλαν στην ανάπτυξη της και διαχρονικές δυσλειτουργίες, ζητήματα ανέχειας και ποικίλης ασυμβατότητας μεταξύ τους, διατηρούνται ή εντείνονται όπως έχουν κληρονομηθεί από το παρελθόν. Η πόλη έχει μνήμη, ψυχικά ρήγματα, ιστορικές αναδιπλώσεις και επανασυσπειρώσεις που την χαρακτηρίζουν. Η πόλη της Άρτας χρόνια τώρα ανασαίνει και υπάρχει. Θεαματικά ή υπόγεια. Και έτσι θα συνεχίσει!
Το ιστορικό κέντρο της πόλης, η οδός Σκουφά και οι πάροδοι της που περικλείονται από τον κύκλο που σχηματίζουν οι οδοί Αμβρακίας και Βασιλέως Κωνσταντίνου, σύμβολο, ιδέα και παρακαταθήκη μιας εποχής που η Άρτα έσφυζε από ζωή και ήταν γεμάτη με καφενεία, μαγαζιά και γραφεία, αστούς που συνυπήρχαν με επήλυδες, εμπόρους με φαντάρους, και επαίτες με αγρότες. Ενός κέντρου με καταγεγραμμμένο ακόμα σε παλαιές φωτογραφίες τον παλμό του, μέρος μιας συλλογικής αφήγησης θαυμασμού που εκεί επιτελούνταν μια σειρά δημόσιων λειτουργιών: εμπορικών, επικοινωνιακών, πολιτισμικών, πολιτικών. Που τα τελευταία χρόνια όμως γεμίζει σημεία που χάσκουν, με κλειστά μαγαζιά και παγωμένες προσόψεις, ένα δυστοπικό κέντρο αποτέλεσμα της σταδιακής οικονομικής και κοινωνικής αποσάθρωσης των τελευταίων χρόνων. Αυτό το κέντρο χρειάζεται μια ολική επαναφορά. Ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που να προϋποθέτει ιεράρχηση και ενορχήστρωση αστικών επεμβάσεων, με διάρκεια και ωρίμανση στο χρόνο. Ένα σχέδιο που στο τέλος του θα φέρει όμως την επαναδιευθέτηση των σχέσεων των πολιτών, που τώρα βασίζεται στην έλλειψη σεβασμού και ενσυναίσθησης και στην αδυναμία να φτιαχτεί η από κοινού βίωση της πόλης με σεβασμό και απλή απέριττη ευγένεια.
Επιπρόσθετα να συμβεί ένας «εξευγενισμός» (gentrification) της πόλης, μια προσπάθεια να μεταβληθεί το ταξικό πρόσημο ορισμένων γειτονιών της (όπως των επονομαζόμενων ως «Φαβέλες» της Άνω Πόλης ή τα Γύφτικά). Να ξανακερδηθούν αυτές οι γειτονιές και να πάψουν να αποτελούν τον χωρικό διαχωρισμό κοινωνικών ομάδων – φτωχών εσωτερικών μεταναστών από τα Ορεινά στις αρχές του 20ου αιώνα, φτωχών έγχρωμων μεταναστών στις αρχές του 21ου αιώνα ή φτωχών Ρομά. Οι περιοχές αυτές με κτίσματα «από πλίθες και τάβλες και ντενεκεδες και καλάμια, όσα ισιώσανε και σκάψανε και φυτέψανε και στολίσανε κι ασβεστώσανε για περισσότερο χώρο, για λιγότερο κόπο καθημερινό, για δροσιά το καλοκαίρι και θαλπωρή το χειμώνα, τέλος-τέλος και για κάποιο κέφι τους», να ενσωματωθούν στον αστικό ιστό της πόλης και να ομογενοποιηθούν χώροι που μέσα από την πολεοδομία του φόβου μετατράπηκαν σε ταξικά και κοινωνικά ομοιογενείς νησίδες. Να επέμβουμε επίσης στις πολλές συνοικίες της πόλης που πλημμύρισαν με τις πολυκατοικίες της αντιπαροχής, που πύκνωσαν και υποβάθμισαν τις γειτονιές αλλά κατάφεραν να στεγάσουν ευρύτατα κοινωνικά στρώματα χωρίς να δημιουργήσουν κοινωνικά γκέτο, εγκλωβισμένα σε ένα κύκλο απομόνωσης. Να στηρίξουμε τις οικογένειες που έχουν απομείνει σε αυτές τις πολυκατοικίες, που είδαν στην εποχή της κρίσης την τιμή των διαμερισμάτων τους να καταρρέει και τώρα καταλήγουν να συγκατοικούν με μετανάστες. Η Άρτα ήταν και μπορεί να ξαναγίνει μια ιδιαίτερα ζωντανή πόλη. Που να συντηρεί τον δημοκρατικό πολιτικό πολιτισμό της, να στεγάζει μια πολύχρωμη, δραστήρια και ανθηρή καθημερινή ζωή και να ευνοεί τις συναντήσεις, τις ωσμώσεις και τις προοπτικές εκείνες που αντιμάχονται τον διαχωρισμό, την ιδιώτευση, τις διακρίσεις.
Να επανεξετάσουμε την διάκριση αστικού κέντρου και περιφερειακών οικισμών που συμβαίνει στην Άρτα, προσεγγίζοντας και εξετάζοντας αυτά τα ζητήματα με την σκοπιά και τα εργαλεία της προαστιοποίησης, της πολεοδομικής πολιτικής και της «κοινωνιολογίας του χώρου». Να προσεγγίσουμε το οικοσύστημα της Άρτας με σχέδιο. Ως πόλης που σταδιακά στο κέντρο της θα αποσύρονται τα αυτοκίνητα, θα ενισχύονται οι αστικές συγκοινωνίες προς την περιφέρεια, θα καθιερώνεται το ποδήλατο ως ένα πρότυπο μέσο μετακίνησης, ενώ το πράσινο στον άρτια σχεδιασμένο και οργανωμένο δημόσιο χώρο θα συντηρείται και δεν θα αφήνεται σιγά-σιγά μέσα στον χρόνο να οδεύει προς την διάλυση (όπως συμβαίνει με το Παραλίμνιο Πάρκο).
Να εμπλουτίσουμε τους δημόσιους χώρους μας με την δημιουργία σύγχρονων γλυπτών έργων, εμβληματικών μιας νέας εποχής. Δίπλα στα αγάλματα του Τσολιά του ‘17 του Βαλάκα, του Μακρυγιάννη και του Ναπολέοντος Ζέρβα να υποδεχθούμε καινούργια εικονικά και ανεικονικά γλυπτά, αναδεκνύοντας όχι μόνο τη δέσμευση μας στο παρελθόν αλλά και τις προσδοκίες ενός οραματικού μέλλοντος. Τα γλυπτά αυτά, οι Πινακοθήκες μας ιδιωτικές και δημόσιες, το (ανύπαρκτο) πολυδύναμο Πνευματικό Κέντρο της πόλης, τα (ανύπαρκτα σήμερα) υπαίθρια θέατρα μας, οι (ανύπαρκτες) κινηματογραφικές αίθουσες, τα υψηλής ποιότητας αντίγραφα έργα της αρχαιότητας μας που είναι (σήμερα) αποκλεισμένα στα Μουσεία, τα υπέροχα Βυζαντινά μνημεία μας, όλα αυτά δεν αποτελούν elements decoratifs μιας μουσειακής ιστορικότητας αλλά πολιτισμικές και κοινωνικές πραγματικότητες μιας πόλης που αναπαραγάγει και βελτιώνει την δική της ζωή, τον δικό της πολιτισμό!