
Γράφει ο Γιώργος Πριόβολος*
Μπορεί έτσι να λειτουργήσει μια χώρα;
Από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, η Ελλάδα μοιάζει να ζει διαρκώς σε ρυθμούς σκανδάλων. Ονόματα και υποθέσεις που άλλοτε προκαλούν σοκ κι άλλοτε κούραση: Κοσκωτάς, Ζίμενς, Νοβάρτις, γερμένα υποβρύχια, εξοπλιστικά, τηλεοπτικές άδειες, βοσκοτόπια, υποκλοπές κλπ κλπ
Σαν μια ατελείωτη σειρά από επεισόδια που παίζονται ξανά και ξανά με άλλους πρωταγωνιστές αλλά το ίδιο σενάριο.
Καταγγελίες, προανακριτικές και εξεταστικές επιτροπές, πολιτική εκμετάλλευση και τελικά,λήθη ή ατιμωρησία.
Αυτή η διαρκής ενασχόληση με τα σκάνδαλα ,ή με ό,τι βαφτίζεται ως τέτοιο, έχει διαβρώσει όχι μόνο την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος, αλλά και την ίδια τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Η σκανδαλολογία χρησιμοποιείται συχνά όχι για την κάθαρση, αλλά ως όπλο πολιτικής φθοράς των αντιπάλων, ως άλλοθι για την απουσία ουσιαστικής πολιτικής και, κυρίως, ως μέσο αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης από τα πραγματικά προβλήματα.
Πάνω στον πυρήνα των πολιτικών ( εξωτερική πολιτική, άμυνας,παιδείας, εργασίας,υγείας )δεν υπάρχει ουσιαστικά κανείς ουσιώδης διάλογος…να φανούν οι άλλες πολιτικές πειστικές προτάσεις.
Και αναφέρομαι βεβαίως στα αστικά κόμματα που κόπτονται να γίνουν χαλίφηδες στην θέση του χαλίφη.
Η Δικαιοσύνη, όταν παρεμβαίνει, με το υπάρχον νομικό πλαίσιο, καθυστερεί τόσο πολύ, ώστε είτε οι υποθέσεις ξεχνιούνται είτε καταλήγουν να κρίνονται στα μάτια της κοινής γνώμης και όχι στις αίθουσες των δικαστηρίων. Το τίμημα είναι βαρύ.
Υπονομεύεται η αξιοπιστία των θεσμών και διαμορφώνεται μια γενικευμένη αίσθηση “όλοι ίδιοι είναι” , ένα κλίμα που δηλητηριάζει τη δημοκρατία και ενισχύει τον λαϊκισμό.
Το ερώτημα, λοιπόν, παραμένει: μπορεί να λειτουργήσει έτσι μια χώρα; Η απάντηση είναι απλή και σκληρή.ΟΧΙ.
Δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρότητα, ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή όταν το πολιτικό σύστημα στροβιλίζεται διαρκώς γύρω από σκιές και σκανδαλολογικά επεισόδια.
Δεν μπορεί να υπάρξει εμπιστοσύνη των πολιτών όταν αισθάνονται ότι η αλήθεια θυσιάζεται στον βωμό του θεάματος ή του κομματικού συμφέροντος.
Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα δεν είναι λιγότερη διαφάνεια , αλλά το αντίθετο.
Να είναι περισσότερη, ουσιαστική και αμερόληπτη. Όχι επικοινωνιακή σκανδαλολογία, αλλά πραγματικός θεσμικός έλεγχος, ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, λογοδοσία και το πιο δύσκολο, πολιτική ωριμότητα για να μη γίνεται κάθε υπόνοια αφορμή για πόλεμο λάσπης.
Δυστυχώς, στη χώρα μας, τα εκάστοτε κόμματα της αντιπολίτευσης συχνά, σχεδόν πάντα εργαλειοποιούν κάθε σκάνδαλο ,υπαρκτό ή κατασκευασμένο, για να πλήξουν επικοινωνιακά την εκάστοτε κυβέρνηση, πριν ακόμη υπάρξει δικαστική διερεύνηση ή αποδείξεις.
Αντί να συμβάλλουν στην εδραίωση της θεσμικής νομιμότητας, προτιμούν να ρίχνουν “λάδι στη φωτιά”, προσβλέποντας στο πολιτικό κόστος των αντιπάλων.
Έτσι, η σκανδαλολογία καταλήγει να είναι όχι μέσο κάθαρσης, αλλά εργαλείο πόλωσης και τελικά αυτοκαταστροφής για το ίδιο το πολιτικό σύστημα.
Ακόμη πιο ανησυχητικό όμως είναι το φαινόμενο της πολιτικής αντιπαράθεσης και εκμετάλλευσης πάνω σε τραγωδίες. Μεγάλες πυρκαγιές, πλημμύρες, χιονοθύελλες, καταστροφές και ανθρώπινες απώλειες μετατρέπονται σε πεδία φθηνής πολιτικής σύγκρουσης. Το να παρακολουθεί κανείς την αντιπαράθεση στη Βουλή ή στα τηλεοπτικά παράθυρα, μετά το ναυάγιο του “Σάμινα”, τις μεγάλες φωτιές στην Πελοπόννησο,τη φωτιά στο Μάτι, τη φονική πλημμύρα στη Μάνδρα και αρκετά άλλα με κορύφωση, το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, προκαλεί θλίψη και οργή.
Εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει σεβασμός, αυτοκριτική, συνεννόηση και ουσιαστική θεσμική βελτίωση, βλέπουμε κοκορομαχίες, κατηγορίες, ανταλλαγή “ευθυνών” και μηδενικό αποτέλεσμα. Και αυτό δεν είναι απλώς πολιτικά ανεύθυνο , είναι εθνικά επικίνδυνο.
Ήρθε η ώρα να πούμε ένα μεγάλο “φτάνει πια”. Να απαιτήσουμε αλλαγή πολιτικής κουλτούρας, με λιγότερες κορώνες και περισσότερη σοβαρότητα.
Με λιγότερη λάσπη και περισσότερη αλήθεια. Με λιγότερη υποκρισία και περισσότερη ευθύνη. Αν δεν αλλάξουμε πορεία τώρα, κάθε επόμενη κρίση,φυσική, θεσμική ή ανθρώπινη θα μας βρίσκει όλο και πιο διχασμένους, όλο και πιο ανήμπορους.
Όμως μπορούμε να αλλάξουμε; Αρκεί να το θελήσουμε, πρώτα ως πολίτες και έπειτα ως πολιτικό σύστημα.
Δυστυχώς ΔΕΝ ΒΛΕΠΩ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ…
* Ο Γιώργος Πριόβολος είναι οικονομολόγος -διδάκτωρ κοινωνικών επιστημών.