Η Σφαγή της Δράμας στις 29 Σεπτεμβρίου 1941
Από την αφήγηση πολεμιστή του Αλβανικού Μετώπου;
Γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου
«Στις 28 του Σεπτέμβρη απόγευμα καθόμαστε με τον αδερφό μου στην πλατεία της Δράμας κι έρχεται ένας φίλος του και του λέει: «Απόψε θα γίνει». «Τι θα γίνει;» ρωτάω. «Τίποτε», πετιέται ο Αριστείδης και μου λέει». Το είχαν κρυφό, επειδή ήμουν αντίθετος σε τέτοιες άσκοπες ενέργειες.Την άλλη μέρα αχάραγα ξεσηκώθηκαν οι κομμουνιστές και σκότωσαν τον πρόεδρο του Δοξάτου, τον αγροφύλακα και έναν χωροφύλακα. Και ξεσηκώθηκε όλη η μεραρχία του Σιράνη και όποιον έβλεπαν στο δρόμο τον σκότωναν. Τότε θυμήθηκα το περιστατικό στην πλατεία. Στα πευκάκια του Κορύβολου σκότωσαν δύο χιλιάδες. Τους έβλεπα απ’ το παράθυρο του σπιτιού μου. Το απόγευμα ο στρατός άρχισε να βγάζει τον κόσμο από τα σπίτια του προς την πλατεία. Μας κατέβασαν στον κεντρικό δρόμο της αγοράς. Οι περισσότεροι Πόντιοι, Θράκες, Εβραίοι ήξεραν τη βουλγαρική, όμως κανένας δεν τόλμησε να πάει μπροστά στα πολυβόλα να τους μιλήσει. Βλέποντας πως οι Βούλγαροι κάθισαν με τη σκανδάλη στο χέρι από τη μια άκρη της πύλης του δικαστηρίου μέχρι την άλλη, έτρεξα μπροστά στα πολυβόλα. «Γιατί θέλετε να μας σκοτώσετε; Τι κάναμε;» τους λέγω στα βουλγάρικα που τα ήξερα. Τότε επενέβη ο εισαγγελέας και μου λέει: «Πες τους όλοι οι άνδρες να περάσουν κάτω. Μόλις μου είπε να περάσουν οι άνδρες, πρόλαβα και γύρισα κοντά στην οικογένειά μου να τους αποχαιρετήσω.
Ήμουνα σαν νεκρός. Είχε παγώσει το αίμα μου. Προχωρήσαμε όλοι οι άνδρες απέναντι απ’ τα δικηγορικά γραφεία. Εγώ με τον αδερφό μου ο ένας δίπλα στον άλλο. Βλέπουμε να έρχονται έξι-εφτά αυτοκίνητα με βουλγαρικό στρατό. Στο πρώτο ήταν ο αξιωματικός που διέταξε πυρ. «Σιτσκιτέ κουρσούμ», «Όλοι από σφαίρα», «Σκοτώστε τους», δηλαδή. Με τη διαταγή αυτή και πρόταση του χεριού στην σκανδάλη, πρόλαβα κι έπεσα. Κουλουριάστηκα κάτω. Τράβηξα και τον Αριστείδη. Όσοι ήταν όρθιοι σκοτώθηκαν. Το αίμα τους είχε φτάσει μέχρι την πλατεία. Τους ζωντανούς μας κατέβασαν στην πλατεία. Εκεί ήταν το κομαντάτσικο, δηλαδή η Ανωτέρα Διοίκηση της Χωροφυλακής. Με τον σκοπό κι έναν μυστικό με πολιτικά μας ληστεύανε. Ό,τι είχαμε από λεφτά, χρυσαφικά και ό,τι άλλο πολύτιμο μας τα παίρνανε και τα ρίχνανε στη σκοπιά.
Ήρθε και η σειρά μου. Μόλις άδειασε το πορτοφόλι μου και είδε ο μυστικός που μας έκανε την έρευνα ότι είχα την Αγία Επιστολή με πολλές εικόνες – μας τις έστελναν στο Μέτωπο της Αλβανίας – μου λέγει στα βουλγάρικα: «Κρίμα. Εσύ είσαι πολύ χριστιανός». Δηλαδή πηγαίνανε με πρόγραμμα να μας εκτελέσουν. Τότε απευθύνθηκα στον εισαγγελέα, που ήταν στο μπαλκόνι της Δημαρχίας: «Κύριε εισαγγελέα, αυτοί όλοι είναι χριστιανοί. Λίγοι είναι κομμουνιστές», του λέω. Κι εκείνος δίνει διαταγή τους χριστιανούς και τους Αρμένηδες να μας χωρίσουν. Επειδή κατάλαβα τι είπε, μοίρασα σε όλους αυτά που είχα, για να τους γλυτώσω και πέρασα εγώ πρώτος αντίκρυ. Ήρθαν και καμιά τριανταριά που θα μας άφηναν να πάμε στα σπίτια μας. Αλλά έβλεπα ένας-ένας φεύγανε και πήγαιναν με τη φάλαγγα και έμεινα εγώ με τον Αριστείδη.
«Τι θα κάνουμε, Λεωνίδα;» μου λέει. «Ο Θεός είναι μεγάλος», του είπα κι ακολουθήσαμε κι εμείς τη φάλαγγα. Μας πήγαν στο Γυμνάσιο Αρρένων, να μας εκτελέσουν νύχτα και να μας ρίξουν στον χείμαρρο που κατέβαινε απ’ το Φαλακρό. Εγώ να μην μπορώ να κλείσω μάτι. Σκεφτόμουν τι μας περίμενε. Εν τέλει έρχεται ένας υπάλληλος του ταχυδρομείου και μας λέει: «Μην φοβάστε. Δε θα πάθετε τίποτα. Ήρθε διαταγή από τη βασίλισσα ότι θα δοθεί χάρη, γιατί γέννησε αγόρι, τον Συμεών Βόρι, και το κίνημα ήταν κομμουνιστικό».Το πρωί έναν-έναν μας έβγαζαν έξω. Μετά ήρθε η Ασφάλεια με έναν προδότη καπνεργάτη. Στεκόταν στην πόρτα και έκανε νόημα ποιοι ήταν κομμουνιστές και ποιοι δεν ήταν. Τους κομμουνιστές τους κρατούσαν και τους εθνικόφρονες τους άφηναν. Τότε πήρα το δρόμο για την Αγια Τριάδα, όπου ήταν το σπίτι μου.
Πηγαίνοντας αντάμωσα το περίπολο. Με βλέπει μέσα στα αίματα και με ρωτά. «Άνοιξε η μύτη μου και δεν είχα μαντήλι να τα σκουπίσω», του είπα, ενώ ήταν από εκείνους που σκοτώθηκαν στην αγκαλιά μου. Στην Αγια Τριάδα αντάμωσα την οικογένειά μου και μείναμε στο σπίτι του Αριστείδη καμιά τριανταριά μέρες. Δεν με άφηνε να φύγω. «Κάτσε να είμαστε μαζί, αφού ξέρεις τα βουλγαρικά», μου είπε. Οι Βούλγαροι μας έδιναν τριακόσια γραμμάρια* μπομπότα και τίποτε άλλο.
Ευτυχώς είχαμε κάποιους πελάτες απ’ το ταχυδρομείο και κάτι αστυνομικούς της αγρονομίας. Τους φτιάχναμε δωρεάν παπούτσια και μας έφερναν διάφορα τρόφιμα στη μαύρη αγορά. Μετά από αυτό το χρονικό αρχίζει το δράμα της ομηρίας μου στα βουνά της Ροδόπης, προς τη Φιλιππούπολη».
*Ένα δράμιτης οκάς,τότε μονάδας μέτρησης της μάζας, ισοδυναμούσε με 3 γραμμάρια.