Η ΥΓΕΙΑ ΩΣ ΕΝΝΟΜΟ ΑΓΑΘΟ

Του Βαγγέλη Σακέλλιου

Δικηγόρου

Πριν λίγες μέρες, με την ιδιότητα του νομικού παραστάτη, συνόδεψα τα μέλη της διοίκησης του «Συλλόγου Εργαζομένων στο Γενικό Νοσοκομείο και τα Κέντρα Υγείας νομού Άρτας» στην Εισαγγελέα Πρωτοδικών Άρτας. Ήταν μια συνάντηση που επιτακτικά ζήτησαν οι φίλοι του Σωματείου και για την οποία η Εισαγγελική λειτουργός εξ αρχής «έτεινε ευήκοον ους».
Στην Εισαγγελέα κατατέθηκε αναλυτικό υπόμνημα των εργαζομένων, σχετικό με την υπολειτουργία του νοσοκομείου μας, τις σοβαρές ελλείψεις ιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού και τον συνακόλουθο επαπειλούμενο κίνδυνο για την υγεία των ασθενών. Είχε προηγηθεί έντονη διαμαρτυρία του Σωματείου, ευρύτατη κοινοποίηση του θέματος στην Αρτινή κοινωνία, ενημέρωση φορέων στο Εργατικό Κέντρο. Και βέβαια είχαν ενημερωθεί η διοίκηση του ΓΝΑ, η 6η ΥΠΕ και το Υπουργείο Υγείας.

Ωστόσο, η παράσταση ενώπιον της Εισαγγελικής Αρχής διεκδικούσε κάτι παραπάνω από τον συμβολισμό της. Απαιτούσε την εγρήγορση των Εισαγγελικών αντανακλαστικών ως προς την προστασία του έννομου αγαθού της δημόσιας υγείας που, ελλείψεις και στρεβλώσεις πολλών χρόνων, έθεταν εν αμφιβόλω και σε δοκιμασία.
Μαζί με το υπόμνημα κατατέθηκαν αναλυτικές και επώνυμες αναφορές Διευθυντών/ιατρών της Χειρουργικής Κλινικής, της Παθολογικής, της Πνευμονολογικής και του Ακτινολογικού Εργαστηρίου του ΓΝΑ, στις οποίες και καταγράφηκαν τόσο οι συνθήκες εργασίας ιατρών και νοσηλευτών, όσο και ο (μεγάλος) αριθμός ασθενών και νοσηλευομένων που δέχεται και εξυπηρετεί το νοσοκομείο. Παράλληλα επισημάνθηκαν οι (σοβαρές) ελλείψεις (κυρίως ιατρών) που θέτουν σε δοκιμασία της εύρυθμη λειτουργία Κλινικών και Τμημάτων.
Οι ελλείψεις αυτές, πάντα σε συνδυασμό με τον δυσανάλογο μεγάλο αριθμό ασθενών και νοσηλευομένων και τις ιδιαίτερες συνθήκες πίεσης που οι ιατρικές πράξεις εξ ορισμού προδιαθέτουν, ξανάφεραν δραματικά στο προσκήνιο το έννομο αγαθό της δημόσιας υγείας, τον βαθμό της προστασίας του, τους κινδύνους φαλκίδευσης του .

Ειδικότερα :
Απ’ τον συνδυασμό των άρθρων 21 § 3 και 22 § 5 του Συντάγματος συνάγεται ότι το Κράτος και οι οργανισμοί κοινωνικών ασφαλίσεων υποχρεούνται να παρέχουν στους πολίτες και στα ασφαλιζόμενα πρόσωπα υπηρεσίες υψηλού επιπέδου, οι οποίες πρέπει να καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες διάγνωσης και θεραπείας των σχετικών παθήσεων, τις χειρουργικές επεμβάσεις, εφόσον απαιτούνται, ως και γενικώς τις ανάγκες νοσηλείας των ασθενών/πολιτών.
Η υποχρέωση αυτή υπόκειται σε νομοθετικούς περιορισμούς, υπό τον όρο όμως ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν οδηγούν στην ανατροπή του δικαιώματος στην προστασία της υγείας.
Η Ελληνική έννομη τάξη έχει διαμορφώσει πλούσια και ενδιαφέρουσα νομολογία ενστερνιζόμενη πλήρως και χωρίς δισταγμούς τα Συνταγματικώς υπαγορευόμενα καταδεικνύοντας την σπουδαιότητα του έννομου αγαθού της υγείας και την απόλυτη προτεραιότητα προστασίας αυτού (βλ. ενδεικτικά Ολομέλεια Συμβουλίου της Επικρατείας 1187/2009), χωρίς κατ’ αρχήν, να θεσπίζεται κρατικό μονοπώλιο παροχής υπηρεσιών υγείας.
Αν ανατρέξουμε την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 1397/1983, δηλαδή στο εμβληματικό νομοθέτημα του ΠΑΣΟΚ με το οποίο ιδρύθηκε το Εθνικό Σύστημα Υγείας (Ε.Σ.Υ.), θα διαπιστώσουμε ότι κύριο μέλημα του νομοθέτη ήταν οι υπηρεσίες υγείας να παρέχονται ισότιμα σε κάθε πολίτη ανεξάρτητα από την οικονομική, κοινωνική και επαγγελματική του κατάσταση, μέσα από ενιαίο και αποκεντρωμένο εθνικό σύστημα υγείας με την οικονομική αρωγή του Κράτους. Μαυτό τον τρόπο διασφαλίζονταν η απρόσκοπτη πρόσβαση κάθε πολίτη (ιδίως του οικονομικά ασθενούς) στις δομές της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας περίθαλψης και υγείας προς έμπρακτη υποστήριξη του δημόσιου έννομου αγαθού της υγείας.

Το Ε.Σ.Υ. του ΠΑΣΟΚ, να μην κρυβόμαστε, ουσιαστικά προικοδότησε τον χάρτη της υγείας στην χώρα μας, με σπουδαία (Πανεπιστημιακά) νοσοκομεία στην περιφέρεια, με νέα και σύγχρονα, για την εποχή τους, νοσοκομεία σε πολλές περιοχές, όπως π.χ. στην Άρτα, με τα πρώτα (υποστελεχωμένα αλλά πολύτιμα) Κέντρα Υγείας στην επαρχιακή ενδοχώρα.
Η φιλοσοφία και εν γένει η διάρθρωση του Ε.Σ.Υ., παρά τις αγκυλώσεις, τις παθογένειες, τις αβλεψίες, άντεξε στον χρόνο. Οι περιοδικές τροποποιήσεις του αρχικού νομοθετήματος, ήτοι του ιδρυτικού νόμου 1397/1983, ιδίως με τους ν. 1471/1984, 2166/1993, 2955/2001, 3808/2009, 4999/2022 κ.λ.π. δεν έθιξαν τον σκληρό πυρήνα του νομοθετήματος ούτε και αμφισβήτησαν την αρχιτεκτονική του.
Ωστόσο, ο κίνδυνος αφυδάτωσης και οιονεί αποδυνάμωσης και φαλκίδευσης του δημόσιου έννομου αγαθού της υγείας είναι ορατός.
Αν και η εφιαλτική περιπέτεια της πανδημίας κατέδειξε ηχηρά τις αντοχές του Ε.Σ.Υ. και την ποιότητα των υπηρεσιών του, σε αντίθεση με τις αντικειμενικές αδυναμίες των δομών ιδιωτικής υγείας, εν τούτοις ενθαρρύνεται και ενισχύεται ποικιλότροπα η ανάπτυξη φορέων και δομών του ιδιωτικού τομέα, όπου βέβαια πρόσβαση θα έχουν μόνο «οι έχοντες και κατέχοντες» κατά πλαγία παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 21 § 3 και 22 § 5 του Συντάγματος και άρθρου 1 Ν. 1397/1983.
Όμως το έννομο αγαθό της υγείας είναι δημόσιο αγαθό και προστατεύεται απόλυτα, χωρίς διακρίσεις και εξαιρέσεις.

Η ενίσχυση του Ε.Σ.Υ., μέσα από ανθρώπινους πόρους και υποδομές, υπακούει σε Συνταγματική επιταγή. Η πρόνοια του Κράτους, πέραν των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων που σήμερα κυριαρχούν και επιβάλλονται, είναι η στοιχειώδης υποχρέωση της Πολιτείας προς τους πολίτες.
Το δικαίωμα των πολιτών είναι πρωτογενές, δεν τελεί υπό αίρεση ή επιφύλαξη. Η διακινδύνευση αυτού του δικαιώματος, μέσα από ελλείψεις ιατρικού/νοσηλευτικού προσωπικού, ανεπάρκεια και υπολειτουργία υποδομών, νομικά είναι αξιολογήσιμη και ποινικά ελεγκτέα. Η υπεράσπιση αυτού του δικαιώματος δεν αφορά μόνο την αγωνία του «Συλλόγου Εργαζομένων στο Γενικό Νοσοκομείο και τα Κέντρα Υγείας Άρτας» που ύψωσε φωνή διαμαρτυρίας και αγωνίας. Η παράσταση στην Εισαγγελέα Πρωτοδικών Άρτας δεν μπορεί να είναι μόνο συμβολική. Διεκδικεί την αυτονόητη νομική θωράκιση ενός κοινωνικού δικαιώματος, την περιφρούρηση ενός δημόσιου έννομου αγαθού όπως αυτό της υγείας, ίδιου και ίσου προς όλους μας, πλούσιους και φτωχούς. Ιδίως φτωχούς.