Η ψυχαγωγική μας δραστηριότητα!
Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
«Μαθηταί τινες εξεδραμον και εισχώρησαν εις το υπόγειον του κ. Αν… ένθα υπήρχε εν βαρέλιον οίνου. Αφού ήπιαν τον σκασμό, άφησαν ανοικτό τον πίρο του βαρελιού με αποτέλεσμα διακόσια πενήντα κιλά οίνου να χυθεί, να πάει κατά διαόλ’. Άπαντες αποβάλλονται επί Οκταήμερον…»
Ήταν μια από τις εξαιρετικές αποβολές που «έφαγα» ως μαθητής του Γυμνασίου και η αιτιολογία, εμένα και τους υπόλοιπους, μας συνοδεύει στη ζωή μας. Πέρα από το σκεπτικό της αποβολής που είναι πρωτόφαντο και πρωτότυπο, η όλη υπόθεση έχει μεγάλη σημασία καθόσον άπτεται του θέματος που ονομάζεται «ψυχαγωγία των μαθητών» σε παλιότερες εποχές. Άρα, μας ενδιαφέρει απόλυτα η περιγραφή.
Ας μην φανταστεί κανείς ότι υπήρχαν κέντρα ψυχαγωγίας. Ακόμη «η περιήγησις» εις τα καφενεία του χωριού απαγορεύονταν για τους μαθητές, για πολλούς λόγους. Ουδείς καταστηματάρχης επρόκειτο να σερβίρει μαθητές, δεν είχαμε ούτε δραχμούλα και ακόμα και «η θέασις» μαθητών εις τα μαγαζιά σήμαινε πάραυτα αποβολή. Τουλάχιστον τετραήμερη. Υπό τας συνθήκας αυτάς εκ των ενόντων έπρεπε να οργανώσουμε και την ψυχαγωγία μας και μάλιστα με «άκρα μυστικότητα».
Η μυστικότητα ήταν δεδομένη, γιατί τους πάντες είχαμε αντιπάλους. Για ένα μόνο ζήτημα άπαντες συμφωνούσαν. Μόνο, όταν διαβάζαμε. Τότε ήμασταν τα καλύτερα παιδιά, προκομμένα και με φιλότιμο.
Για τους λόγους αυτούς οργανώναμε τα διάφορα μαζώματα πολύ σπάνια σε σπίτια, αλλά στο προαύλιο από τα εξωκλήσια και σε χώρους εν πάση περιπτώσει όχι μόνο απομονωμένους, αλλά και δυσπρόσιτους, θα έλεγα. Η έφοδος θα γινόταν οπωσδήποτε από κάποιο γονιό και ίσως η όλη επιχείρηση-διασκέδαση-πάρτι, με τους όρους μας φυσικά κινδύνευε να τιναχτεί στον αέρα. Κορίτσια; Απαγορεύονταν καθολικώς. Δεν ήταν η αποβολή που έπαιρνε, ήταν και ότι θα γινόταν σουργούνι σ’ όλο το χωριό. Επομένως τα κορίτσια απείχαν… Τα είδη πρώτης ανάγκης ποτήρια κλπ. τα παίρναμε από το σπίτι μας. Τα κλέβαμε δηλαδή.
Σε μια τέτοια κρασοκατάνυξη, έτσι χαρακτηρίστηκε από τους μεγάλους, είχα πάρει κάμποσα ποτήρια από το σπίτι μου, υπολογίζοντας πως θα τα επέστρεφα με τη λήξη της «ψυχαγωγικής μας δράσης». Τα σπάσαμε όμως και γι αυτό κάνα δυο μέρες άκουγα τη γιαγιά μου που φώναζε. «Πού θα βρω εγώ ποτήρια να ρίξω βεντούζες; Ποιος σατανάς τα πήρε, που να κουλαθεί…» Τότε κατάλαβα και την άλλη χρήση των ποτηριών.Τα ποτήρια ως μέσον αντιμετώπισης του κρυολογήματος και των σφαϊών. Για φαγητά και επιδόρπια ούτε λόγος. Κάποιος θα έκλαιγε τις ντοματούλες του από το χωραφάκι του, που «αφαιμάχθηκαν από τους σατανάδες» ή κανένα κομμάτι τυρί που κάποια μάνα το έσκουζε… «Ούχ κι ήθελα να φτιάξω την πίτα. Έχουμε γιορτή μεθαύριο. Τι θα βγάλω εγώ στο τραπέζ’».
Αρκεί να μπορούσαμε να το «απαλλοτριώσουμε» και ουδόλως υποχωρούσαμε. Ό,τι και να ήταν. Κοτόπουλο, κοψίδια, ταψί ολόκληρο στη γάστρα κρέας με πατατούλες, τα πάντα έμπαιναν στη διαδικασία της απαλλοτρίωσης! Υπηρετούσαμε ή τέλος πάντων εξυπηρετούσαμε κοινό τρόπον τινά αγαθό. Ψυχαγωγία. Αυτού του είδους. Άλλες εποχές, άλλα ήθη κι άλλα μέσα. Ούτε ουφάδικα υπήρχαν ούτε ξενυχτάδικα κι ούτε -το σπουδαιότερο- δραχμούλα τσακιστί.
Η αγροτική κοινωνία το πρόβλημα της ψυχαγωγίας το έλυνε εκ των ενόντων. Αυτοσχεδιάζοντας ή αυτοεξυπηρετούμενοι. Τώρα, αν μερικοί έφερναν και κανένα δίσκο μικρό των σαρανταπέντε στροφών με κάνα τραγούδι -μάγκικο κατά κανόνα- από την πρωτεύουσα ε, το λέγαμε άπειρες φορές και φυσικά δεν το βαριόμασταν ποτέ. Αν υπήρχε και κανένα γραμμόφωνο, άστα να πάνε. «Κουφαίνονταν» οι ρεματιές…
Τέτοια «κουφαμάρα» παραλίγο να πάθουν οι χωριανοί μου από μια «σπουδαία» ψυχαγωγική δραστηριότητά μας στο προαύλιο από ένα εξωκκλήσι του χωριού. Και κάποιος αποφάσισε «να κάνει το ντου». Είχαμε φτιάξει εξαιρετική κατάσταση, ακόμη και φωτισμό «εγκαταστήσαμε» με τις λαμπάδες της εκκλησίας. Επάνω στο τσακίρ κέφι έφτασε φωνάζοντας και απειλώντας θεούς και δαίμονες! Εμείς όσοι παρέμειναν δεν πρόκαναν δηλαδή να σκαπετήσουν χωθήκαμε κάτω από την Αγία Τράπεζα. Ούτε που του πέρασε από το μυαλό. Καθάρισε τον τόπο, έκανε τον σταυρό του και μονολόγησε. «Συχώρα τους Αγία μου Παρασκευή. Παιδιά είναι!»
Συχώριο, άλλου είδους είναι αλήθεια πήραμε. Αφού «χειροτονηθήκαμε» κατάλληλα από τις μανάδες μας….