ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΓΙΑΣ (1765-1834)
Γράφει ο Αυγερινός Ανδρέου
(Ο μιερός προδότης των Ελλήνων)
Εμείς οι Έλληνες δεν έχουμε μόνο τιμημένους και δοξασμένους. Έχουμε και προδότες. Ο Θανάσης Βάγιας στα Γιάννενα, ο Πήλιος Γούσης στο Σούλι, ο Νενέκος στον Μοριά… Ο Θανάσης Βάγιας γεννήθηκε το 1765, στο χωριό Λέκλη, μεταξύ Τεπελενίου και Αργυροκάστρου της Βορείου Ηπείρου. Ο πατέρας του έμπορος στην Πόλη και φίλος του τυράννου των Ιωαννίνων Αλή-πασά, ο οποίος τον διόρισε επικεφαλής της αλβανικής φρουράς και των υπηρετών του παλατιού του. Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του αναφέρει ότι ο άθλιος αυτός Έλληνας με μαστίγιο κτυπούσε τους σκλάβους Έλληνες, όταν δούλευαν στο κτίσιμο του Κάστρου των Ιωαννίνων. Υπηρέτησε τον Αλή πασά μέχρι το τέλος. Η άσκηση της εξουσίας του ήταν παράλληλη εκείνης της κυρά-Βασιλικής. Στις αρχές του έτους 1822 καταλύεται η εξουσία του Αλή-πασά στα Γιάννενα. Ο ίδιος σκοτώνεται και το κεφάλι του φθάνει στην Πόλη, πεσκέσι στον Σουλτάνο. Η κυρά-Βασιλική, ο Θανάσης Βάγιας και άλλοι αξιωματούχοι αιχμαλωτίζονται από τον Χουρσίτ-πασά και οδηγούνται στην Πόλη. Εκεί διέμεναν μέχρι το 1827.
Ο Θανάσης Βάγιας το 1829 ήρθε στην ελεύθερη Ελλάδα. Το 1831 ο Καποδίστριας τον διόρισε επιστάτη του προτύπου Αγροκηπίου της Τίρυνθας. Ζώντας αργότερα αφανής στα Γιάννενα, πέθανε στο χωριό του, την Λέκλη το 1834. Το έγκλημα του Γαρδικίου: Ο Αλή-πασάς είχε παλαιούς ανοικτούς λογαριασμούς με τους Γαρδικιώτες. Η μητέρα του Χάμκω και η αδελφή του Χαϊνίτσα είχαν προπηλακισθεί και κακοποιηθεί από τους Γαρδικιώτες το 1768 ή λίγο αργότερα, όταν ο Αλή ήταν ένας ασήμαντος ληστής της περιοχής. Ωστόσο, ορκίσθηκε τότε εκδίκηση να κάψει το Γαρδίκι. Στις αρχές του έτους 1812 στρατιωτικό σώμα εστάλη να υποτάξει το Γαρδίκι και το Αργυρόκαστρο. Στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις συνεφωνήθη 75 μπέηδες και μεταξύ αυτών ο Μουσταφά-πασάς, ο Ντεμίρ Ντοστ και ο Σάλι Γκόκα, να μεταβούν ως όμηροι στα Γιάννενα. Λίγες ημέρες μετά ο τύραννος τους φυλάκισε και μετά τους απαγχόνισε! Μετ’ ου πολύ, ο Αλή και τα στρατεύματά του ξαναπάτησαν το Γαρδίκι. Εστάθμευσε στον πύργο της Σένδρας, όπου λειτουργούσε κάποιο πανδοχείο. Από αυτόν τον λόφο φαινόταν το Γαρδίκι.
Τους εξαπατά όλους ο δόλιος Αλή, τους φέρεται σαν πατέρας, φιλικά και στοργικά και τους «μαντρώνει» στο Πανδοχείο για συζητήσεις. Κλείνει την μοναδική είσοδο και διατάζει τους στρατιώτες του να σκοτώσουν όλους τους Γαρδικιώτες (600-700 άτομα). Οι στρατιώτες απειθούν, δεν αποφασίζουν να διαπράξουν ένα στυγερό τέτοιο έγκλημα. Ο Θανάσης Βάγιας και οι δικοί του υποτακτικοί προσφέρονται να σκοτώσουν το πλήθος. Η αιματοχυσία που ακολούθησε δεν περιγράφεται. Οι πυροβολισμοί σταμάτησαν, όταν τίποτε δεν εκινείτο στον ευρύτερο χώρο. Την ίδια ώρα άλλοι δολοφόνοι εισήλθαν στο Γαρδίκι, έσυραν και εβίασαν τις γυναίκες προ της Χαϊνίτσας (η Χάμκω είχε αποβιώσει παλαιότερα). Την σφαγή του Γαρδικίου περιγράφει ο Πουκεβίλ, που περιηγήθη σχεδόν ταυτόχρονα την περιοχή και ο CLAUDE FAURIEL (Δημοτικά Τραγούδια της Συγχρόνου Ελλάδος, Παρίσι 1824). Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης έγραψε ένα πολύστιχο ποίημα (167 στίχοι), αναφερόμενο στη σφαγή των Γαρδικιωτών από τον Θανάση Βάγια, τον οποίο εκλαμβάνει ως «Βρυκόλακα».
Προηγείται πλούσιο εισαγωγικό σημείωμα του μεγάλου ποιητή: «…Είναι αναντίρρητον ότι, αν τη στιγμή εκείνην, καθ’ ην ο Αλής διέταξε το πυρ, ο αλιτήριος εκείνος δεν επρόσφερε την μιαιφόνον χείρα του, ο τύραννος, βλέπων πάντας τους περί αυτόν ρίπτοντας καταγής τα όπλα και αποποιούμενους να υπακούσωσιν, ήθελε μεταμεληθή και δώσει την χάριν. Τοιαύτης γνώμης είναι και ο Πουκεβίλλος. Αλλά το αίμα εχύθη ποταμηδόν. Ως πρόβατα κλεισμένα εντός τοιχοκλείστου τετραγώνου, εσφάγησαν ανηλεώς από πρώτου μέχρι τελευταίου επτακόσιοι περίπου Γαρδικιώται. Η σκιά της Χάμκως έπιε μέχρι κόρου την εκδίκησιν, την οποία θνήσκουσα είχεν αφήσει κληροδότημα εις τον υιόν της. Τώρα και φονείς και σφάγια κοιμώνται τον αυτόν ύπνον! Ο Βεζίρης, φοβούμενος μήπως αι επερχόμεναι γενεαί λησμονήσωσι το λαμπρότερον των κατορθωμάτων του, επρόβλεψεν εν καιρώ να το διαιωνίση, στήσας λίθον εις τον τόπον της σφαγής, εφ’ ης εχάραξεν Ελληνιστί και Τουρκιστί το ανδραγάθημά του. Ήτο περιττόν• δεν λησμονούνται τοιούτοι θρίαμβοι!…».
Ο βρυκόλακας:
– Πες μου τι στέκεσαι, Θανάση, ορθός, / βουβός σα λείψανο στα μάτια εμπρός; / Γιατί, Θανάση μου, βγαίνεις το βράδυ; / Ύπνος για σένανε δεν είν’ στον Άδη; / Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί… / Βαθιά σ’ ερίξανε μέσα στη γη… / Φεύγα, σπλαχνίσου με! Θα κοιμηθώ. / Άφες με ήσυχη ν’ αναπαυθώ. Το κρίμα πόκαμες με συνεπήρε. / Βλέπεις πώς έγινα. Θανάση σύρε. / Όλοι με φεύγουνε, κάνεις δε δίνει / στην έρμη χήρα σου ελεημοσύνη. / ……… / – Μέσα στου τάφου μου τη σκοτεινιά / κλεισμένος ήμουνα τέτοια νυχτιά, / κι εκεί που έστεκα σαβανωμένος / βαθιά στο μνήμα μου συμμαζωμένος / Έξαφνα επάνω μου μια κουκουβάγια / ακούω που φώναζε: «Θανάση Βάγια, / σήκου κι επλάκωσαν χίλιοι νεκροί / και θα σε πάρουνε να πάτ’ εκεί.» / Τα λόγια τ’ άκουσα και τ’ όνομά μου. / Σκάνε και τρίβονται τα κόκαλά μου. / Κρύβομαι, χώνομαι όσο μπορώ / βαθιά στο λάκκο μου, μη τους ιδώ. / «Έβγα και πρόβαλε, Θανάση Βάγια, / έλα να τρέξομε πέρα στα πλάγια. / Έβγα, μη σκιάζεσαι, δεν είναι λύκοι. / Το δρόμο δείξε μας για το Γαρδίκι»…».
Πρόβλημα στη μελέτη της δράσης του Θανάση Βάγια, δημιουργούν τρεις στίχοι του τραγουδιού του Αθανασίου Διάκου: Αφού ο Ομέρ Βρυώνης προσπαθεί να του αλλάξει φρόνημα και πίστη, ο Διάκος ανθίσταται. Στη συνέχεια λέει: «Α’ θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες, / μόνον εφτά ’μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε, / όσο να φθάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας». Όποιος στιχούργησε το τραγούδι αυτό παρασύρθηκε από τη φιλία του Ανδρούτσου με τον Βάγια, από την εποχή που ο πρώτος υπηρετούσε στον Αλή πασά. Όταν σκοτώθηκε ο Διάκος ο Θανάσης Βάγιας, ποτέ δεν βοήθησε τους Έλληνες και υπηρετούσε ακόμη ως μίσθαρνο όργανο τον τύραννο της Ηπείρου. Παρατηρούμε, επίσης, ότι η αναφορά αυτή για τον Θανάση Βάγια μόνο σε μία παραλλαγή του τραγουδιού του Διάκου υπάρχει.