Αυτή τη φορά δεν ήταν στο βήμα. Ούτε στο πάνελ. Κι όμως, ήταν ανάμεσά μας. Με έντονο το αποτύπωμα της σκέψης και του έργου του. Με ολοφάνερη την επιβεβαίωση των δικαΐκών και επιστημονικών προταγμάτων του, με διακριτή την αύρα της προσωπικότητας και της ζωής του.
Και βέβαια ήμασταν όλοι εκεί. Η Άννα, ο Αλέξανδρος, φίλοι και συνεργάτες του, συνάδελφοι και μαθητές του. Όπως εκεί ήταν και ο Κώστας Σημίτης. Εκεί και η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας μαζί με ομοτέχνους της.
Οφείλουμε χάριτες λοιπόν στο Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία για την πρωτοβουλία του να τιμήσει την μνήμη του Γιώργου Παπαδημητρίου δέκα χρόνια μετά. Και η μνήμη αυτή τιμήθηκε. Τιμήθηκε με τον τρόπο που υπαγόρευε ο αστικός πολιτισμός και επέτρεπε η συναισθηματική φόρτιση. Τιμήθηκε από ανθρώπους που γνώρισαν, ήξεραν, αξιολόγησαν και εκτίμησαν το έργο και την σκέψη του. Τιμήθηκε από ανθρώπους του Πανεπιστημίου, της Δικαιοσύνης, της Πολιτικής. Και τιμήθηκε στον χώρο που του άρμοζε, στην αίθουσα της Γερουσίας στη Βουλή των Ελλήνων. Ιδίως, όμως, τιμήθηκε από τη νέα γενιά, από τους μαθητές του, που, ερήμην του, υπήρξε μέντοράς τους.
Κι ήταν αναγκαίο και εξόχως παρήγορο, ιδίως σήμερα, «που καριέρες μυθικές το ήθος πειρατεύουν», να ξαναθυμηθούμε τον λόγο του, να αφουγκραστούμε την νηφάλια σκέψη του, να εστιάσουμε στο δόκιμο της επιστημοσύνης του.
Κι ήταν διπλά αναγκαίο αυτός ο λόγος να ξανακουστεί σε μια, φορτωμένη μνήμες και ιστορία, αίθουσα της Βουλής των Ελλήνων, εκεί δηλαδή που σήμερα οι θεσμοί δοκιμάζονται, οι αξίες ευτελίζονται και οι συνειδήσεις λοιδορούνται.
Γιατί η ιστορική μνήμη είναι μια συνεχής υπόμνηση, καθημερινή επιβεβαίωση ή διάψευση, εκείνος ο αδιόρατος μικρός αστερίσκος στο σταυροδρόμι του αύριο. Μ’ άλλα λόγια η μνήμη είναι πολιτισμός. Κι αυτή η μνήμη (πρέπει να) είναι ζωντανή. Να προκαλεί. Να ενθαρρύνει.
Για τον Γιώργο Παπαδημητρίου, καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου στο εν Αθήνησι Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, νομικό σύμβουλο του Πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, Βουλευτή Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, μίλησαν και συνέθεσαν το πορτραίτο του, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Χρήστος Στυλιανίδης, Επίτροπος Ανθρωπιστικής Βοήθειας και Διαχείρισης Κρίσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο Κώστας Μενουδάκος, Πρόεδρος Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και επίτιμος Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Μιχάλης Πικραμένος, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και αν. Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ και ο Τάσος Γιαννίτσης, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην Υπουργός.
Ακούσαμε, λοιπόν, τον Κύπριο Επίτροπο να ξετυλίγει τις μνήμες της πληγωμένης πατρίδας του μέσα από το όραμα της για ενωμένη Ευρώπη. Για την συμφωνία του Ελσίνκι, για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ χωρίς την επίλυση του εδαφικού και πολιτικού της προβλήματος, για την συνταγματοποίηση της ΕΕ. Για την αθόρυβη και συστηματική προσήλωση του Γιώργου Παπαδημητρίου που δεν έκρυβε τις διαφορές αλλά συνέθετε τις αντιθέσεις. Για την αγάπη του για το νησί, για την μελαγχολική διαπίστωση του ότι Ελλάδα και Κύπρος δεν ευτύχησαν, ιστορικά, να γνωρίσουν και να γευτούν τους καρπούς της Αναγέννησης.
Ακούσαμε τον Κώστα Μενουδάκο, φιλήσυχα και απλά, να εστιάζει στην υβριδιακή κατάκτηση του Περιβαλλοντικού Δικαίου, στην διακριτή σφραγίδα του Παπαδημητρίου στην νομολογία του ΣτΕ. Στο πως η Επιθεώρηση του Περιβαλλοντικού Δικαίου «Νόμος και Φύση» γεννήθηκε, με έμπνευση του Παπαδημητρίου, όχι στα αμφιθέατρα της Νομικής ή στα δρύινα γραφεία του ΣτΕ, αλλά σένα ουζερί της Θεμιστοκλέους. Κι αν σήμερα μοιάζει να είναι σχεδόν αυτονόητη η ευαισθησία ως προς το περιβάλλον και την προστασία του, την δεκαετία του ’90 η επιστημονική προσέγγιση σχεδόν απουσίαζε, τότε αχνόφεγγε η (και) συνταγματική θωράκιση της στο νομολογικό κεκτημένο του ΣτΕ. Και ο Παπαδημητρίου ήταν εκεί.
Ακούσαμε τον Μιχάλη Πικραμένο, ομότεχνο του τιμώμενου και οιονεί συνταγματικό Δικαστή, να ξεδιπλώνει την σκέψη και τον λόγο μέσα από το επιστημονικό έργο του Παπαδημητρίου διαχρονικά, από τα πρώτα βήματά του ως επιμελητή στην Νομική Σχολή του Αριστοτελείου, δίπλα στον Αριστόβουλο Μάνεση, ως την πλέον δημιουργική θητεία του στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Κι αυτό το έργο υπήρξε μεστό, καινοτόμο. Ανέδειξε με ευαισθησία και επιμονή πτυχές και εκφάνσεις των θεμελιωδών αρχών του πολιτεύματος, τις δομές και την λειτουργία τους. Ανέδειξε με ακρίβεια τις παθογένειες ενός συστήματος, ενός έθνους, ενός κρατικού μορφώματος. Ιχνηλάτησε πεδία – πρόκληση για την επιστήμη του Συνταγματικού Δικαίου παράλληλα με την υποδειγματική δικαΐκή πρακτική, ιδίως ενώπιον του ΣτΕ.
Κι ακόμα ακούσαμε τον Τάσο Γιαννίτση να μιλά ως πολίτης, ως ομότεχνος, ως φίλος. Να θυμίζει πως η ίδρυση και λειτουργία της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου φέρουν την σφραγίδα και την υπογραφή του Παπαδημητρίου. Πως η Επιτροπή Βιοηθικής φέρει την σφραγίδα και την υπογραφή του Παπαδημητρίου. Πως η θεσμική κατοχύρωση και ενίσχυση του ρόλου των ανεξάρτητων αρχών φέρουν την σφραγίδα και την υπογραφή του Παπαδημητρίου. Να επαναλαμβάνει, σχεδόν μονότονα, πως οι δημοκρατικοί θεσμοί σένα σύγχρονο κράτος δικαίου, στο έργο του Παπαδημητρίου, συνιστούν στοίχημα και ύψιστο διακύβευμα της μεταπολίτευσης, πως αποτελούν αυτόνομο πόλο λειτουργικής ισχύος στο Πολίτευμα, πως αυτοί οι θεσμοί είναι καχεκτικοί, πως κινδυνεύουν.
Κοντολογίς, την περασμένη Πέμπτη στην αίθουσα της Γερουσίας της Βουλής των Ελλήνων νοιώσαμε μια χειροποίητη εκδήλωση μνήμης και αναφοράς. Μια κατάθεση ψυχής ανθρώπων που συνεχίζουν το έργο του και διαφυλάσουν τρυφερά μια σχέση ζωής.
Αν έπρεπε να διαλέξω κάτι από όσα άκουσα ή έμαθα θάταν η αποστροφή του Χρήστου Στυλιανίδη στο τέλος της παρέμβασης του : «ο Παπαδημητρίου ήταν ένας άρχοντας».
Υ.Γ.: Ας μου επιτραπεί μια προσωπική αναφορά. Θυμάμαι πάντα, με αγάπη, έντονα δύο στιγμές. Η πρώτη πριν σαράντα, σχεδόν, χρόνια, σέναν νοτισμένο τούρκικο μαχαλά της Κομοτηνής, στον «Φάνογλου», όπου πρωτοετής φοιτητής πήγα με τον Δάσκαλό μου. Κι εκεί, μακριά απ’ το αμφιθέατρο, πρωτόμαθα για τις μειονότητες και τα ατομικά δικαιώματα της βιοτής. Και τι σημαίνει να είσαι πολίτης του κόσμου. Η δεύτερη πριν δέκα χρόνια, όταν πήγα στην Αθήνα να τον δω και να τον χαιρετήσω πριν το ταξίδι του στην Αμερική. Βρεθήκαμε στο «Φίλιον», είχε τα σημάδια της αρρώστιας πάνω του αλλά και μια δίψα για ζωή. Όταν χαιρετηθήκαμε κι απομακρύνθηκα με φώναξε και με χαιρέτησε με το χαμόγελο και το νεύμα του. Βούρκωσα. Ήξερα πως δεν θα το ξαναδώ…