Γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου
Ιέ μου, Ιέ μου, αόρατε εχθρέ μου και πρωταγωνιστή των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών δελτίων ειδήσεων! Λένε και τι δε λένε, για σένα, Ιέ μου! Αν και, εδώ που τα λέμε, για λόγους σκοπιμότητος τα παραλένε. Ωστόσο εμείς καθ’ εκάστην, ώρα Ελλάδος έξι, μετά μεσημβρία περιμένουμε εναγωνίως τ’ αποτελέσματα των ιατρικών της εξετάσεων. Η δημοσιογράφος στο δευτερόλεπτο, πριν ξεκινήσει η υπό της τριάδος ενημέρωση, διακόπτει την μετά του προσκεκλημένου στο παραθυράκι της τηλεόρασης συνομιλία της. «Με συγχωρείτε», του λέει ευγενικά, «μεταφερόμαστε τώρα στο υπουργείο υγείας, όπου ξεκινά η ενημέρωση. Θα συνεχίσουμε μετά». «Ευχαρίστως», απαντά εκείνος. Κι εμείς μετά το «παρακαλώ» και το «ευχαρίστως» σε άκρα του τάφου σιωπή με τα μάτια προσηλωμένα στις οθόνες μας κι όλο αυτιά ακούμε πόσα τα κρούσματα, οι διασοληνωμένοι, οι από τις ΜΕΘ εξελθόντες, οι ιαθέντες, οι καταλήξαντες πόσοι. Ανεβαίνει, κατεβαίνει, έχει οριζοντιωθεί, θα… ή όχι ακόμα η καμπύλη; Ύστερα, όπως κι εσύ γνωρίζεις, Ιέ μου, σειρά έχουν οι δημοσιογράφοι, των οποίων κοινός παρονομαστής των ποικίλου είδους ερωτήσεων είναι το ζητείται ελπίς, όπερ μεθερμηνευόμενο σημαίνει ως πότε «παλικάρια» θα ζούμε αμπαρωμένοι στα κελιά εμείς κι ο φόβος του θάνατου μαζί. Τελικά τα μέτρα!
Ποια είναι τα μέτρα; Τα μέτρα κοινό παρονομαστή έχουν κι αυτά το μένουμε σπίτι. Ιδιαίτερα εσύ παππού και γιαγιά. Και όχι baby siting. Θα μου πεις λίγο δύσκολο. Ναι, αλλά τι να κάνουμε; Και πλένουμε συχνά τα χέρια μας, πο-λύ σχο-λα-στι-κά! Κι όσο εσύ, Κοροναϊέ μου, κυκλοφορείς έξω, εμείς θα είμαστε μέσα. Συμπερασματικά: μένουμε σπίτι, πλένουμε συχνά τα χέρια μας και κρατάμε αποστάσεις ενάμισι με δύο μέτρα. Όσο για τις μάσκες, ισχύει το της Πυθίας: ήξεις, αφήξεις ουκ, εν πολέμω θνήξεις. Αυτά και άλλα πολλά επανειλημμένως σαν καλοί μαθητές στα on line μαθήματά μας ακούσαμε και ως πολίτες συνειδητά φερόμενοι ευλαβώς τηρήσαμε.
Ποτέ ωστόσο, Ιέ μου, δεν αισθανθήκαμε ενωμένοι τόσο κι αλληλοεξαρτώμενοι οι λαοί στον πλανήτη Γη! Μαζί του στην αρρώστια, στον θάνατο μαζί. Αλληλοεξοντωνόσαστε! Το ένα χέρι μολύνει το άλλο και τα δυο το πρόσωπό του. Στεριές και θάλασσες, λίμνες, ποταμούς μεγάλους και μικρούς, χλωρίδα και πανίδα, τίποτε δεν άφησε που να μη τ’ ακούμπησε μιαρό το χέρι μας. Έτσι, λένε, γεννήθηκες, Ιέ μου, εσύ, κι άλλοι απ’ τ’ αδέρφια και ξαδέρφια σου ιοί. Κι αυτό μας το χρωστάς. Στο λέω, για να σ’ απαλλάξω απ’ τις τύψεις σου για τις χιλιάδες ζωές που αλύπητα θερίζεις ως Χάρος δρεπανοφόρος. Ωστόσο υπό την απειλή σου, Ιέ μου, κατανοήσαμε επιτέλους πως κοινή είναι η τύχη που όλους μας ενώνει και κοινό το μέλλον μας το αόρατο. Και κάτι ακόμα: ποσώς ενδιαφερόμενοι για το οντότητός μας πεπερασμένο και μεριμνώντες υπερβαλλόντως για τα περιττά, μεγάλαυχοι δεν είχαμε εντρυφήσει τόσο στα πράγματα και στα περί της ουσίας της υπάρξεώς μας. Πού καιρός γι’ αυτά τα ευτελή και μηδαμινά! Ώσπου ήρθες εσύ, κι από χρόνο άλλο καλό!
Εκτός απ’ το να μετράμε τους αμέτρητους νεκρούς σου – ακριβώς γι’ αυτό – χρόνο και να σκεφτούμε έχουμε και να προβληματιστούμε για τον φθαρτό και μηδαμινό μας εαυτό κι ας πήγαμε ψηλά πολύ! Ως και στο φεγγάρι φτάσαμε! Πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει όπως έγραψε ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη από θαυμασμό για τα επιτεύγματα του ανθρώπου. (Πολλά είναι τα φοβερά, μα τίποτε δεν υπάρχει φοβερότερο απ’ τον άνθρωπο). Κι ήρθες εσύ, ένα ενδοκυτταρικό παράσιτο, που δεν μπορείς από μόνος σου να ζήσεις, να μας δείξεις πόσο τίποτα είμαστε μπροστά στο δικό σου αόρατο τίποτα. Κι αυτό σου το χρωστάμε.