Ιστορίες με κρυπτοχριστιανούς στην Τουρκία*
Με λένε Ελένη…
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Αεροδρόμιο της Αγκύρας, το 199… Με τον ιερομόναχο Κύριλλο της Μονής …. είμαστε στο χώρο αναχωρήσεων του αεροδρομίου της Αγκύρας. Προερχόμαστε από ταξίδι στην αγία Καππαδοκία, όπου λίγοι ήσαν οι τουρίστες – προσκυνητές και τα έχουμε λίγο χαμένα, βλέποντας το πλήθος και την ποικιλία των φυλών και των ενδυμασιών. Πηγαίνουμε στην Τραπεζούντα, στο κέντρο του ποντιακού Ελληνισμού. Μέσα σε αυτό το ανώνυμο πλήθος, που ζαλίζεται κανείς βλέποντας το πλήθος να τρέχει σα σε ζαλισμένο κοπάδι για να προλάβει την πτήση ο π. Κύριλλος πέρασε απαρατήρητος. Ψηλός, ξερακιανός, με μακριά μαύρη γενειάδα, φορούσε το αντερί του, το ράσο του και ένα μαύρο πανωφόρι, λόγω της εποχής. Ήταν προχωρημένο φθινόπωρο. Πολλοί από τους ταξιδιώτες ήσαν γενειοφόροι και αρκετοί φορούσαν ιμάτια και κελεμπίες… Ήσαν πολλοί και οι αστυνομικοί που γύριζαν σε όλο το χώρο του αεροδρομίου οπλισμένοι σαν αστακοί…
Στην οθόνη αναχωρήσεων των πτήσεων του αεροδρομίου είδαμε τους αριθμούς των γκισέ που πρέπει να πάμε για να παραδώσουμε τις βαλίτσες μας και να πάρουμε την κάρτα επιβίβασης. Περιμέναμε με υπομονή στην ουρά έως ότου φτάσαμε μπρος στη συνοδό εδάφους, μια καλοκαμωμένη νέα κοπέλα, με όμορφο πρόσωπο, μελαχρινή, με γαλάζια μάτια. Πρώτος πέρασε ο π. Κύριλλος. Ήμουν πίσω του. Έδωσε το διαβατήριό του και έβαλε τη βαλίτσα στη ζυγαριά. Η κοπέλα άνοιξε το διαβατήριο και τον κοίταξε επίμονα στα μάτια. Κάποια στιγμή τα βλέμματα συναντήθηκαν. Του είπε στα αγγλικά, σε χαμηλό ευγενικό τόνο:
– Είστε Έλληνας…
– Μάλιστα, της απάντησε κοφτά ο π. Κύριλλος.
– Και Πόντιος; Τον ξαναρώτησε
– Μάλιστα, της απάντησε πάλι ο π. Κύριλλος, αυτή τη φορά απορημένος.
Η κοπέλα με το ίδιο θερμό πάντα χαμόγελο συνέχισε τις ερωτήσεις.
– Ξέρετε ποντιακά;
– Μάλιστα, της απάντησε μονολεκτικά ο π. Κύριλλος.
Τότε του μίλησε στα ποντιακά.
– Θέλω μια χάρη πάτερ, να μου διαβάσετε μιαν ευχή, να με ευλογήσετε.
Ξαφνιάστηκε ο π. Κύριλλος.
– Πού κοπέλα μου να σου την διαβάσω; Δεκάδες άνθρωποι συνωστίζονται στα γκισέ, μπορεί να μας δουν. Είναι και η αστυνομία… Ο π. Κύριλλος μου είπε αργότερα πως δεν σκεφτόταν τον εαυτό του για τις συνέπειες. Εκείνος ήταν ταξιδιώτης, η κοπέλα ήταν τουρκάλα…
– Θα πάμε λίγο πιο πέρα σε εκείνο το άδειο γκισέ και λίγη ώρα θα κάνουμε. Σας παρακαλώ…
Το ύφος της παρακλητικό. Σχεδόν έκλαιγε από την επιθυμία της ευλογίας. Άφησε τη θέση της και πήγε πιο πέρα χωρίς να τον αφήσει από τα μάτια της και με το βλέμμα της να τον παρακαλεί. Ο π. Κύριλλος πήγε κοντά της. Έβγαλε από την τσέπη του αντεριού του ένα εγκόλπιο ευχολόγιο και ένα μικρό Σταυρό ευλογίας. Της διάβασε σύντομη ευχή και με την πλάτη στο πλήθος την ευλόγησε με τον Σταυρό μέσα από τον πανωφόρι. Το πρόσωπο της κοπέλας φωτίστηκε. Έμοιαζε με μικρό παιδί, που του έκαμαν ένα πολύτιμο δώρο, δώρο ζωής. Λάμποντας από χαρά γύρισε στη θέση της, έδωσε το διαβατήριο και την κάρτα επιβίβασης στον π. Κύριλλο. Πριν απομακρυνθεί την ερώτησε στα ποντιακά:
– Πώς σε λένε κοπέλα μου, για να σε μνημονεύω σε κάθε Θεία Λειτουργία; Και εκείνη του απάντησε:
– Με λένε Ελένη…
Κάνοντας ότι την χαιρετά της άφησε ένα μικρό φάκελο και προχώρησε… Ήρθε η σειρά μου να εξυπηρετηθώ. Πάντα με μιαν έκφραση χαράς, αλλά χωρίς κουβέντα με εξυπηρέτησε. Απλώς κοιταχτήκαμε στα μάτια. Είμασταν και οι δύο ευτυχισμένοι. Εκείνη για την αναπάντεχη ευλογία, εγώ για την ύπαρξη στο αεροδρόμιο της Αγκύρας μιας Ελένης.
Καθώς περιμέναμε να επιβιβαστούμε στο αεροπλάνο δεν μπορούσα να συγκρατήσω τον εντυπωσιασμό μου από την κρυπτοχριστιανή και από το ότι ο π. Κύριλλος πέρασε από τον έλεγχο αγιωτικά αντικείμενα.
– Πάτερ μου, εντύπωση μου έκανε το πώς πέρασες από τα μηχανήματα του αεροδρομίου τον σταυρό και το ευχολόγιο. Είδα πως έχεις μαζί σου και εικονίτσες… Πιστεύω πως μιαν πρέπει να έδωσες και στην Ελένη…
– Δεν έκρυψα τίποτε στον έλεγχο. Ούτως ή άλλως θα τα εύρισκαν… Σχεδόν με έγδυσαν… Όταν με πήγαν στον επικεφαλής της ασφάλειας του αεροδρομίου του εξήγησα ότι είναι παλιά αντικείμενα χωρίς αξία και για δική μου χρήση. Τίποτε από τα όσα έχω μαζί μου δεν περιέχει μέταλλο. Και ο Σταυρός είναι ξύλινος…Τις εικονίτσες μου επέτρεψε να τις πάρω. Σε προηγούμενα ταξίδια μου στην Τουρκία μου τις είχαν κρατήσει. Είναι και σε τι αστυνόμο θα πέσει κανείς, αλλά και με πόση πίστη προσεύχεται…
Περιμένοντας να επιβιβαστούμε μας πλησίασε ένας γύρω στα πενήντα σχετικά κοντός παχουλός κύριος, με γυαλάκια και στρογγυλό πρόσωπο και ευχάριστος στην όψη και στους τρόπους. Μίλησε στον π. Κύριλλο απ’ ευθείας ποντιακά.
– Πάτερ μου πόντιος είσθε; Από πού η καταγωγή;
– Μάλιστα, του απάντησε ο π. Κύριλλος. Οι γονείς μου γεννήθηκαν στα Κοτύωρα (Ορντού) και μωρά πήγαν στην Ελλάδα. Αυτοί γλύτωσαν από τη σφαγή. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μου άφησαν στον Πόντο το βιός τους και προ πάντων την καρδιά τους…
– Εσύ από πού είσαι; Τον ρώτησε ο π. Κύριλλος.
– Είμαι από την Τραπεζούντα. Η γιαγιά μου ήταν Ρωμιά. Θεός σχωρέστη… Και η μάνα μου αισθάνεται ρωμιά κι ας είναι ο πατέρας μου Τούρκος. Τα ποντιακά τα ξέρει από τη μάνα της, ξέρει και την ιστορία της… Μη με ρωτήσεις το πώς και το γιατί και οι δυο παντρεύτηκαν Τούρκους,
Ο π. Κύριλλος δεν θέλησε να δώσει συνέχεια στην τραγωδία του βίαιου γάμου Τούρκων με κορίτσια που με τη βία κράτησαν κατά την καταστροφή του 1922 και τον ρώτησε, με το θάρρος που του έδωσε με τα όσα του είπε:
– Εσύ πώς αισθάνεσαι; Ρωμιός, Τούρκος,…;
– Αισθάνομαι πάτερ μπερδεμένος. Είμαι Τούρκος, αλλά έρχονται στιγμές που νιώθω Ρωμιός. Ψυχική διέξοδος για μένα ήταν η Γερμανία. Ξενιτεύτηκα εκεί, σπούδασα, παντρεύτηκα Γερμανίδα, έγινα Γερμανός πολίτης, τα παιδιά μου τα έκαμα να νιώθουν Γερμανοί και είναι χριστιανόπουλα, στη θρησκεία της μητέρας τους. Όσο ζουν οι γονείς μου έρχομαι στην Τραπεζούντα μια δυο φορές το χρόνο και τους βλέπω, εδώ ως Τούρκος… Όσο μπορώ περνώ στην αφάνεια για να μην προκαλώ τις υπηρεσίες εδώ και στη Γερμανία…
Συζητώντας προχωρήσαμε στο αεροπλάνο και πια δεν ξανασυναντηθήκαμε… Φτάσαμε στην Τραπεζούντα, κάναμε το προσκύνημά μας στις Μονές Σουμελά και Βαζελώνος. Υπό την παρακολούθηση των γκρίζων λύκων πήγαμε να προσκυνήσουμε και στην Αγία Σοφία, αλλά δεν μας άφησαν να μπούμε, επισκεφθήκαμε ό,τι ελληνικό έχει απομείνει στην καρδιά του ποντιακού Ελληνισμού και δια μέσου Κωνσταντινούπολης επιστρέψαμε στην Ελλάδα.
Πέρασε περίπου ένας χρόνος από το ταξίδι μας στην Καππαδοκία και στον Πόντο. Ένα απόγευμα μου τηλεφώνησε ο π. Κύριλλος.
– Κάθεσαι; με ρώτησε.
– Να καθίσω πάτερ μου, του είπα και πράγματι το έκαμα.
– Ποιος ή μάλλον ΠΟΙΑ βρίσκεται στην Αθήνα;
– Πάτερ μου δεν ξέρω, δεν μπορώ να σκεφθώ…
– Είναι η Ελένη!
– Ποια Ελένη;
– Η Ελένη του αεροδρομίου της Αγκύρας. Το χαρούμενο κορίτσι με τα γαλανά μάτια και με το γλυκό χαμόγελο. Η κρυπτοχριστιανή…
Έμεινα άφωνος από την έκπληξη. Όχι ότι την είχα βγάλει από το μυαλό μου, αλλά θεωρούσα απίθανο να ξανασυναντηθούμε…
– Πώς έγινε αυτή η ευχάριστη έκπληξη πάτερ μου;
– Όταν της ζήτησα να μου πει το όνομά της και μου απάντησε Ελένη, της έδωσα, όπως είδες, ένα μικρό φάκελο. Μέσα είχε ένα χάρτινο εικόνισμα, και την κάρτα μου, με το τηλέφωνό μου. Χθες λοιπόν μου τηλεφώνησε και μου είπε πως είναι στην Αθήνα και πως θέλει να μας συναντήσει.
– Μετά χαράς, του είπα, νιώθοντας μια ψυχική αγαλλίαση.
Με τον π. Κύριλλο συναντηθήκαμε στο ξενοδοχείο που έμενε η Ελένη, καθίσαμε σε έναν καναπέ της αίθουσας υποδοχής και την περιμέναμε. Σε λίγο κατέβηκε. Τώρα, χωρίς τη στολή της, ήταν μια κομψά και σεμνά ντυμένη γυναίκα, που, όπως μας είπε, της είχαμε αποτυπωθεί στο μυαλό και στην καρδιά της… Μετά τον θερμό χαιρετισμό και την έκφραση της χαρά της, μας είπε για την ιστορία της και για το πώς βρέθηκε στην Αθήνα.
– Της γιαγιάς μου τους Ρωμιούς γονείς της δολοφόνησαν οι Τούρκοι και εκείνην δωδεκάχρονη την παντρεύτηκε σαν θήραμα ο Τούρκος παππούς μου. Έκαμαν τη μητέρα μου, που ξέροντας την ιστορία της μητέρας της δεν ήθελε να παντρευτεί με Τούρκο. Είχε φτάσει στα σαράντα, όταν πριν πεθάνει ο παππούς μου την πάντρεψε με καλοστεκούμενο ηλικιωμένο συγγενή του και έκαμαν εμένα. Η γιαγιά μου πρότεινε και η μητέρα μου δέχτηκε μωρό κρυφά να με βαπτίσουν, ενώ ήμουν τυπικά μουσουλμάνα, όπως και εκείνες. Μου έδωσαν το όνομα Ειρήνη, που τόσο έλειψε στη γιαγιά μου… Όταν ο παππούς και ο πατέρας μου πέθαναν και εγώ ήμουν στο πανεπιστήμιο η μητέρα και η γιαγιά μου είπαν την αλήθεια και μου συμπλήρωσαν ότι τώρα που ξέρω μπορώ να κρίνω ελεύθερα το ποια είμαι. Διάλεξα να είμαι κρυφά Ρωμιά, όπως εκείνες. Πήγα από τον Πόντο στην Άγκυρα για να σπουδάσω και βρήκα τη δουλειά. Διάβασα πολλά για την Ελλάδα και την Ορθοδοξία. Εκεί βέβαια δεν είχα καθόλου ευκαιρίες να συναντήσω ιερέα και όταν σας είδα πάτερ μου σκίρτησε η καρδιά μου. Ζήτησα την ευλογία σας, λέγοντας μέσα μου να κάνω αυτό που επιθυμεί η ψυχή μου. Η κάρτα σας με διευκόλυνε να πάρω τις αποφάσεις μου…
– Και οι προσευχές μου, της είπε ο π. Κύριλλος. Σε κάθε προσευχή μου ήσουνα παρούσα αγαπητή Ελένη. Και ποιες είναι οι αποφάσεις σου κόρη μου;
– Έψαξα και βρήκα εργασία σε ελληνική εταιρεία. Το ότι σπούδασα αγγλική φιλολογία, η καταγωγή μου και οι γλώσσες που ξέρω με διευκόλυναν. Η γιαγιά μου πέθανε. Ελπίζω κάποια στιγμή να έρθει και η μητέρα μου, που τώρα είναι μόνη της και να μείνουμε μόνιμα στην Ελλάδα… Να μην αισθανόμαστε μόνο και να το κρύβουμε, αλλά να δηλώνουμε περήφανες που νιώθουμε και είμαστε Ρωμιές…
Μιλήσαμε πολλή ώρα ακόμη, μέχρι που βράδιασε και δειπνήσαμε μαζί. Χωρίσαμε, αλλά μείναμε σύμφωνοι σύντομα να ξανασυναντηθούμε…-
*Οι ιστορίες είναι αληθινές. Ο γράφων είναι στις περισσότερες αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυράς. Τις υπόλοιπες τους τις διηγήθηκαν κληρικοί, που τις έζησαν. Πάνω στα πραγματικά γεγονότα πλέκεται η μυθοπλασία.