Λαογραφικά Λιχνίσματα
Η προίκα και η τρύπα
Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
Γνωστό είναι πως διαλύονταν γάμος, για την μη καταβολή του υπολοίπου της προίκας που συμφωνήθηκε, για το είδος της ραπτομηχανής, για το χρόνο καταβολής της (προ ή μετά το γάμο), για… χίλια δυο για. Η προίκα ήταν το βάρος το ασήκωτο του γονιού κι όλης τελικά της οικογένειας. Πατέρας και γιοι ξενιτεύονταν, «να μάσουν τα χρήματα της προίκας», ένα και δυο ακόμα χρόνια. Και η θυγατέρα «ακαρτέρει κι ακαρτέρει μέσα στο σπίτ’», τραγουδώντας και υφαίνοντας στον αργαλειό, να φτιάξει τα ρούχα που μαζί με τα μετρητά συναποτελούσαν την προίκα. Το μέγα δηλαδή οικογενειακό πρόβλημα!
Συνακόλουθο της προίκας ήταν το πανωπροίκι που λειτουργούσε ως γιατρικό όταν η νύφη δεν ήταν «άμωμη, άσπιλη, αγνή παρθένα». Κι ακόμα να πούμε πως αν δεν υπήρχε προίκα -σπανιότατο φαινόμενο- ή τέλος πάντων αν η προίκα ήταν μικρή -(για την πεθερά πάντα μικρή ήταν) τότε η νύφη «ήταν για τα λούσματα». Από το πουθενά έπεφταν βροχή τα «κοσμητικά» επίθετα. Άχρηστη, ανεπρόκοπη, σουλτούκω, δευτεράτζα! Το βαρύτερο όμως ήταν «κακομοιριασμένη». Κάποτε μία εγκυμονούσα απέβαλε. Την αιτία δεν διαπίστωσε ο γιατρός ούτε καν επιλήφθηκε κάποιος τέλος πάντων γιατρός. Η γνωμάτευση έγινε στο πεζούλι της εκκλησίας μεταξύ κουτσουμπολιού και κακεντρέχειας. «Αχαΐρευτο το τραΐ, κακομοιριασμέν’ και η γίδα, πού να βγει το κατσίκ’;» Τόσο απλά και με πολλαπλή αξιοπρέπεια!
Μιλάμε για τη δεκαετία του 50. Το Τζουμέρκο σιγά σιγά άρχιζε να συμμαζεύει τα υπάρχοντά και να συμμαζεύεται μετά τη δεκαετία των επιδρομέων και του εμφύλιου σπαραγμού. Τα σπίτια «φτου κι απ’ την αρχή», γιατί τα είχαν κάψει οι τότε επιδρομείς και σημερινοί «σύμμαχοί» μας, οι πληγές επουλώνονταν και η κοινωνική ζωή άρχισε να ρολάρει. Συνοικέσια, γάμοι, γεννήσεις, δειλά δειλά πανηγύρια και χοροστάσια. Οι προξενήτρες στο έργο και οι άντρες στο όργο (όργωμα) ή στην ξενιτιά. Βέβαια η εσωτερική μετανάστευση δεν ήταν έντονη για τα Τζουμέρκα γιατί λειτούργησαν τα Δασικά έργα. Φράγματα και αναδασώσεις. Μικρά τα μεροκάματα αλλά είχαν σχεδόν μόνιμη τη δουλειά. Και το οικογενειακό εισόδημα το συμπλήρωνε η οικόσιτη οικονομία. Η γιδούλα, τα κατσικάκια, οι κοτούλες και η όποια παραγωγή από τα χωραφάκια.
Λίγοι, πολύ λίγοι αυτοί οι μετανάστες, οι οποίοι μάλιστα θεωρούνταν πολύξεροι, ενημερωμένοι για τα πάντα και οι έχοντες άποψη «επί παντός επιστητού». Αυτός ήταν και ο Γιάννης. Πολυταξιδεμένος, άνθρωπος κυρίως της πρωτεύουσας, υπεράνω όλων των άλλων των «γηγενών», των μονίμων δηλαδή κατοίκων του χωριού, που δεν είχαν πάει ούτε καν στην πρωτεύουσα του νομού, υπερείχε πάντων ως προς τους τρόπους συμπεριφοράς και διαφοροποιούνταν στην ομιλία. Στη λαλιά μιμούνταν τους Πειραιώτες, στη δε συμπεριφορά διακρίνονταν από την ευγένεια και τους αγνούς και πραγματικούς τρόπους. «Σπαθί ο λόγος του, είχε μπέσα, τιμούσε τη φιλία». Ήταν από όλους αγαπητός.
Και όχι μόνο. Εξαιρετικός υποψήφιος γαμπρός. Με όλα τα προσόντα. «Παλληκάρ’ κοσμογυρισμένο», έτσι τον είχαν χαρακτηρίσει. Περιζήτητος… Έδωσαν, πήραν οι προξενήτρες, φουρλάτισαν ένα καλοκαίρι, τελικά κατάφεραν να τον παντρέψουν.
Η τυχερή νύφη ήταν η Αλεξάνδρα. «Καλή κοπέλα, απ’ τον κόρφο της μάνας της και με μεγάλο βυζί». (Το βυζί ήταν η προίκα). Η προίκα όμως που υποσχέθηκε ο πεθερός -είπαμε ποια να πρωτοαρπάξει τον Γιάννη- ήταν υπερβολική. Δόθηκε το μεγαλύτερο μέρος προ γάμου και θα εξοφλούνταν μετά τον γάμο. Και έγινε ο γάμος όμως το ζεύγος για έναν μήνα δεν συνευρέθη. Μαύρα μαντάτα έφτασαν όταν το έμαθε το γεγονός ο πατέρας της νύφης. Αποφάσισε να μιλήσει στον γαμπρό φοβούμενος μήπως ήταν μουλαΐμκο.
Τον κάλεσε και του τα είπε. Τότε ο Γιάννης με την Πειραιώτικη προφορά και τη μπεσαλίδικη συμπεριφορά απάντησε. «Άκου να σου πω πεθερέ. Αν δεν ταχτοποιηθεί η προίκα, δεν εννοώ να χαλάσω της Αλεξάνδρας την τρύπα».