Λαογραφικά Λιχνίσματα. Τα τσιουρέπια της πεθεράς
Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
Είναι αλήθεια πως ένα από τα μεγαλύτερα βάσανα που είχε κάθε οικογένεια ήταν το θηλ’κό. Γραμμάτιο έλεγαν πως είχαν. «Τον έφαγε τον πατέρα η ξενιτιά να μασ’ την προίκα, ζεματίστ’κε στον κάμπο, κόντεψε να αφήσ’ τα κοκαλάκια τ’ εκεί». Ώσπου τη μάζευε. Κι άρχιζε η διαδικασία του παντρολογήματος. Είχαμε τα γαμπροδιαλέγματα. Ποιον θα πάρ’ η κοπέλα, μην της τύχ’ και κανένα παλιοσκούτ’… Ο καθένας και η καθεμιά έδιναν τη συμβολή τους. «Να βρεις ένα παιδί καλό, “με έχος”, σίγουρη δ’λειά και νάχ’ καλή κατάντια απ’ τους δ’κούς τ’ , να ζήσεις αρχόντ’σσα και κυρά».Κι άμα τολμούσε κάποιος/α να φέρει αντίρρηση και να πει «έχει καιρό ή κοπέλα να διαλέξ’» άκουγε τον ανήκουστο. «Λάρωσε, λάρωσε είπα.
Μην πάθουμε σαν την άλλ’ που δεν τον ήθελε τον Κώστα, γιατί δεν είχε μαλλιά στο κέφάλ’. Εκεί που χρειάζονταν είχε και παραείχε μαλλιά. Τούφες ολόκληρες. Φλοκάτ’ έφτιαχνε. Αλλά την έπιασε τυφλοβδομάδα, τρομάρα της».
Και τη δουλειά αναλάμβανε η προξενήτρα. Αυτή έπαιρνε την εντολή από τον πατέρα της κοπελιάς να βρει τον κατάλληλο γαμπρό. Κι άρχιζε το έργο της. Έπιανε τον πατέρα του γαμπρού. «Αχ, τι να σ’ πω. Νύφη με μεγάλη προίκα. Τού ‘φεξε τ’ γιόκα σ’. Νύφ’ καρποστάλ’, άσε το β’ζί πούχ’ αμέτρητο».Όσο μικρότερες ήταν, τόσο μεγαλύτερο βάρος έφευγε από τις πλάτες του πατέρα τους. Και φυσικά όσο μεγαλύτερο ήταν το κομπόδεμα, τόσο πιο περιζήτητες νύφες γινόντουσαν. Για το λόγο αυτό μάτιαζαν τον ομορφονιό οι δικοί τους… Τα υπόλοιπα ήταν δουλειά της προξενήτρας…
Στο θέμα μας. Η Βασίλου, χαδιάρα κοπέλα, είχε φτάσει στην ηλικία της παντρειάς. Όλα τα μέλη της οικογένειάς της το είχαν κατά νου το πρόβλημα. Και μιλάμε για εκτεταμένη οικογένεια. Πάππος, γιαγιά, παιδιά, μπαρμπάδες όλοι/ες σ’ ένα σπίτι. Δεν τελεσφόρησαν μερικές προσπάθειας και ο πατέρας κατέληξε στην προξενήτρα του χωριού, τη θεια Χρήσταινα. Έδωσε –πήρε κι αυτή, έταξε «λαγούς με πετραχήλια», αλλά δεν βρήκε τον κατάλληλο στο χωριό, τον ικανό που θα ανταποκρίνονταν σε μια τέτοια κατάσταση. Κατέφυγε σε διπλανό χωριό. Βρήκε «έναν λεβέντη, ένα καρποστάλ’, ψωμωμένο και νταβραντισμένο». Τον Γιώργο. Είχε κάνει και λίγο στην Αθήνα ο Γιώργος, ήταν δηλαδή ξεπεταγμένος, είχε μάθει και για το έχος της Βασίλου, ήταν και λίγο πονηρούλης… Τα μέτρησε, λοιπόν, τα ξαναμέτρησε και είπε το ναι.
Το ανακοίνωσε η προξενήτρα και καθόρισε ημερομηνία άφιξης του γαμπρού στο σπίτι.
Ετοιμασίες χίλιες δυο. Μόνο που ο αφέντης του σπιτιού θα έλειπε, γιατί του είχε φύγει ο τζομπάνος και δεν μπορούσε να τα αφήσει μόνα τους τα ζωντανά. Έμεινε στο βουνό. Ήρθε και η πολυπόθητη ημέρα. Αφίχθη ο γαμπρός. Χαρές, πανηγύρια, γαστρίσματα και τραπεζώματα. Όλοι ευχαριστημένοι με τον Γιώργο. «Τι καλό παληκάρ’. Μια χαρά θα πορέψ’ η Βασίλου μαζί τ’». Τα έλεγαν και τα πίστευαν. Μόνο που ο Γιώργος ξεπεταγμένος όπως ήταν στρίμωξε τη νύφ’ σε μια γωνιά. Του υποσχέθηκε λοιπόν… «Το βράδυ Γιωργή, όταν όλοι θα κοιμούνται». Και συνέχισε. Θα έχω τα ποδάρια απόξω απ’ την κουβέρτακαι θα έχω βγάλει τα τσιουρέπια. Αυτό ήταν.
Το άκουσε η πεθερά και πονηρή, όπως ήταν έβαλε το κρεβάτι της στην είσοδο του δωματίου. Ξετσιουρεπιασμένη περίμενε. Ο Γιωργής πήγε, έκανε τη δουλειά του και ξαναγύρισε στο κρεβάτι του κατενθουσιασμένος από την «επίδοση» που είχε η Βασίλου στην ερωτική συνεύρεση.
Την άλλη ημέρα το πρωί είδε τη Βασίλου μουτρωμένη. «Γιατί δεν ήρθες;» τον ρώτησε. Πώς και δεν του ήρθε κόλπος. Ζουρλάθηκε, όταν κατάλαβε τι είχε γίνει.«Έκοψε πέρα» κι «από δω παν’ οι άλλοι». Στο δρόμο συνάντησε τον κουνιάδο που χαράματα ξεκίνησε για το βουνό να φέρει αρνί για να το ψήσουν και να ευχαριστήσουν τον γαμπρό.Το είχε στις πλάτες του το αρνί. «Ρε γαμπρέ κάτσε να ψήσουμε το αρνί. Μετά φεύγεις». Ανένδοτος ο γαμπρός. Σε μια στιγμή απελπισίας είπε ο κουνιάδος. «Κάτσε, εμένα μού τετοιώθηκε η μανούλα να φέρω το αρνί από το βουνό και σύ φεύγεις;» Και πήρε την απάντηση: «Ας μην έβγαζε τα τσιουρέπια. Ας κρατιόταν». Κι έκανε ένα φευγιό, άλλο πράμα…