Λαογραφικό Μουσείο Πολυγύρου - Μια θαυμαστή κιβωτός λαϊκού πολιτισμού

της Παναγιώτας Π. Λάμπρη
http://users.sch.gr/panlampri/

Όταν ταξιδεύουμε, εκτός από τα τοπία, τα οποία ελκύουν αμέσως το βλέμμα μας, πάντα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η επίσκεψη σε χώρους που σε κάνουν να νιώσεις την αύρα κάθε τόπου. Μάλιστα, αν έχεις τη χαρά να επικοινωνήσεις και με άτομα που τον κατοικούν, τότε μπορείς να πεις πως έχεις, αν όχι πλήρη, πάντως μια ικανοποιητική αντίληψη γι’ αυτόν. Διότι οι τόποι, όπως και οι άνθρωποι, κρατούν καλά κρυμμένα τα μυστικά τους, τα οποία χρειάζεται χρόνος, για να τ’ αποκαλύψεις, αν αυτό βέβαια το καταφέρεις.

Μια προσπάθεια αποκάλυψης κάναμε κι εμείς κατά την παραμονή μας στον όμορφο Πολύγυρο Χαλκιδικής, όπου, πέραν άλλων αξιόλογων εμπειριών, είχαμε τη χαρά να επισκεφτούμε και το Λαογραφικό Μουσείο του, το οποίο πραγματικά εντυπωσίασε, τόσο εμένα όσο και τον σύντροφό μου. Έτσι, σκέφτηκα να γράψω λίγα λόγια γι’ αυτή τη σπουδαία κοιτίδα λαϊκού πολιτισμού, την οποία ανεπιφύλακτα συστήνω να επισκεφτούν όσοι εξακολουθούν να τιμούν τα έργα του λαού και τα αξιολογούν ως σημαντική παρακαταθήκη, η οποία συνδέει ως ομφάλιος λώρος το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον. Βέβαια, κι εκείνοι που με σκεπτικισμό τα αντιμετωπίζουν, θαρρώ πως μόνο ωφελημένοι θα βγουν από μια περιήγηση σ’ ένα μουσείο σαν κι αυτό.

Το Λαογραφικό Μουσείο Πολυγύρου άνοιξε για το κοινό το 1998, λειτουργεί με τη φροντίδα και την αγάπη των μελών του Εθελοντικού Ομίλου Γυναικών Πολυγύρου και τη Δημοτική Επιχείρηση Πολυγύρου και φιλοξενείται στην ανακαινισμένη διώροφη κατοικία του Αθανασίου Καραγκάνη (1896-1988), την οποία κληροδότησε στον Δήμο για την ίδρυση Λαογραφικού και Ιστορικού Μουσείου. Ο ίδιος υπήρξε εκπαιδευτικός (χημικός), πολιτικός και συνιδρυτής της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Χαλκιδικής, χρημάτισε δήμαρχος Πολυγύρου από το 1951 έως το 1967, ενώ το Μουσείο τον τιμά με χώρο, στον οποίο υπάρχουν εκθέματα που αφορούν σ’ αυτόν.
Φτάνοντας, λοιπόν, στο Μουσείο, διαβήκαμε την αυλόθυρα και κατευθυνθήκαμε στο ισόγειο, όπου μας καλωσόρισε ως οικοδέσποινα η Χριστίνα Παυλίδου, υπάλληλος του Δήμου. Μετά τους αναγκαίους χαιρετισμούς και τις συστάσεις, η Χριστίνα μάς μίλησε για τον χώρο και τα εκθέματά του, τα οποία είναι κειμήλια που πρόσφεραν οι κάτοικοι και οι πολίτες του Πολυγύρου, προκειμένου να συγκροτηθεί το Μουσείο, το οποίο θα μας αποκάλυπτε σταδιακά τον λαογραφικό πλούτο του τόπου.

Στο ισόγειο, όπου πρώτα βρεθήκαμε, εκτίθεται πλήθος αγροτικών εργαλείων διαφόρων χρήσεων, καθώς και παραδοσιακές ενδυμασίες. Στον πρώτο όροφο, στον οποίο ανεβήκαμε από εξωτερική σκάλα, είχαμε τη χαρά ν’ απολαύσουμε τους χώρους ενός αστικού σπιτιού του 19ου αιώνα και να χαρούμε τον παράδεισο των εκθεμάτων του, από τα οποία τι να πρωτοαναφέρει κανείς, αφού τα υπέροχα ξομπλιαστά και πολύχρωμα στρωσίδια έλκυαν εμφατικά το βλέμμα μας, τα εργόχειρα πάσης φύσεως αποσπούσαν τον θαυμασμό μας, οι φορεσιές κέρδιζαν το ενδιαφέρον μας, γενικά ο τρόπος που αποτυπωνόταν η ζωή από δωμάτιο σε δωμάτιο μας ταξίδευε στο παρελθόν και μας κρατούσε δέσμιους σχεδόν, καθώς μικρά ή μεγαλύτερα αντικείμενα μας καλούσαν να τα προσέξουμε, ενώ μια άκρατη χαρά και ικανοποίηση γέμιζε την ψυχή μας.

Πόσο μάλλον, που τα συναισθήματά μας αυτά τα μοιραζόμασταν με την υπεύθυνη του Μουσείου, αλλά και με τη Δέσποινα Καστρέτσιου, η οποία πρόβαλε κάποια στιγμή στη θύρα, συμπληρώνοντας και επαυξάνοντας την ήδη ζεστή, φιλόξενη ατμόσφαιρα. Οι δύο κυρίες, εκτός που μας έκαναν να νιώσουμε ευπρόσδεκτοι, μοιράστηκαν μαζί μας ιστορίες από τη ζωή του Μουσείου και τη δική τους, λες κι από πάντα γνωριζόμασταν, αναδεικνύοντας την αξία της ανθρώπινης επαφής και επικοινωνίας.

Ουσιαστικά, μέσω της συζήτησης, η οποία γινόταν παράλληλα με την ξενάγηση, αλλά και κατόπιν, μας δημιουργήθηκε η αίσθηση πως είχαμε κοντά μας όλους τους δημιουργούς των κειμηλίων που αντικρίζαμε, όλους εκείνους που τα δώρισαν για τη συγκρότηση του Μουσείου, καθώς κι όλες τις γυναίκες του Εθελοντικού Ομίλου Γυναικών Πολυγύρου, οι οποίες μέσω της μέριμνάς τους έχουν αφήσει παντού τα αποτυπώματά τους, αποτυπώματα αγάπης, σεβασμού και φροντίδας της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου τους, διδάσκοντας παράλληλα τους επισκέπτες, και όχι μόνο, για τη σημασία όλων αυτών στη ζωή της κοινότητας.
Στο μεταξύ, η Χριστίνα και η Δέσποινα, πέραν άλλων, μας αποκάλυπταν λεπτομέρειες σχετικές με τον τρόπο δημιουργίας, προέλευσης και σημασίας διαφόρων αντικειμένων, γεγονός που αύξανε το ενδιαφέρον και την προσοχή μας, αλλά και παρέτεινε τον χρόνο παραμονής μας στο Μουσείο. Μεταξύ άλλων, μας έδειξαν με καμάρι και μια πάντα τοίχου, η οποία συνδύαζε τη ζωγραφική και το κέντημα, καθιστώντας μοναδικής αξίας το έκθεμα και προκαλώντας την έκπληξη και τον θαυμασμό μας, αλλά και γενόμενο αυτό η αφορμή, για να μάθουμε για τον σπουδαίο λαϊκό ζωγράφο, Νικόλαο Καστρέτσιο, τσαγκάρη στο επάγγελμα και πεθερό της κυρίας Δέσποινας, η οποία επαινετικά μίλησε για κείνον και εντός ολίγου, με σβελτάδα κοριτσιού έσπευσε στο σπίτι της, για να μας φέρει το βιβλίο που γράφτηκε γι’ αυτόν -τι εκλεκτή, αρχοντική χειρονομία(!)- και το οποίο, πέραν άλλων, περιέχει ζωγραφικά έργα και κείμενά του!

Με την επιστροφή της Δέσποινας και την παραλαβή του βιβλίου, το οποίο έμελλε πολλά να μας μάθει, είχε έρθει η δική μου σειρά να χαρίσω βιβλία μου -στα ταξίδια συνηθίζω να έχω έντυπα βιβλία μου στο αυτοκίνητο, για να τα χαρίζω, ενώ δίνοντας την κάρτα μου συστήνω την ανάγνωση και των ηλεκτρονικών που προσφέρονται δωρεάν-, τόσο σε κείνη όσο και στη Χριστίνα, ως ελάχιστα αντίδωρα για την ανοιχτόκαρδη φιλοξενία τους, καθώς και την υπέροχη διδακτική μετακίνησή μας στο παρελθόν της περιοχής.

Για να μην μακρηγορώ, η επίσκεψή μας στο Λαογραφικό Μουσείο Πολυγύρου, μια θαυμαστή κιβωτό λαϊκού πολιτισμού, το οποίο συμπλήρωσε με ιδιαίτερο τρόπο εκείνη που είχε προηγηθεί στο σημαντικό Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης, πλούτισε με ξεχωριστό τρόπο την εμπειρία του ταξιδιού μας και, στ’ αλήθεια, θα ήταν μεγάλη παράλειψη αν δεν είχαμε αφιερώσει αρκετό από τον χρόνο μας στην πρωτεύουσα της Χαλκιδικής!

Αναχωρώντας από το Λαογραφικό Μουσείο ένιωσα ευδαιμονία και ευγνωμοσύνη, αλλά και ιδιότυπη χαρμολύπη, καθώς η θετικότατη εμπειρία, που είχαμε εκεί, συνδιαλεγόταν με τον αδήριτο χρόνο, ο οποίος επέβαλε την αυριανή αναχώρησή μας από τα όμορφα, ιστορικά χώματα της Χαλκιδικής, αφήνοντας μετέωρη την επιθυμία μου να καταγράψω αφηγήσεις της κυρίας Δέσποινας, ίσως, και άλλων ηλικιωμένων κατοίκων του Πολυγύρου. Και τούτο, γιατί γνωρίζω τη σημαντικότητά τους, αλλά κι επειδή πλήθος απ’ αυτές, όχι μόνο εκεί, θα τις καταπιεί η λήθη του χρόνου.