Μίζερι, του Στίβεν Κινγκ (προδημοσίευση)

Κυκλοφορεί στις 16 Απριλίου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος

Το Μίζερι (Misery) είναι ένα από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα του Αμερικανού συγγραφέα τρόμου Στίβεν Κινγκ. Κυκλοφόρησε πρώτη φορά στην Αμερική το 1987 και στην Ελλάδα δημοσιεύθηκε το 1994 από τον εκδοτικό οίκο Bell. Το 1990, ο Ρομπ Ράινερ σκηνοθέτησε την κινηματογραφική εκδοχή του βιβλίου, με τον ίδιο τίτλο. Πρωταγωνιστούσαν οι Κάθι Μπέιτς και Τζέιμς Κάαν στους κύριους ρόλους, με τους Ρίτσαρντ Φάρνσγουορθ και Λορίν Μπακόλ στους υποστηρικτικούς ρόλους. Η Μπέιτς κέρδισε βραβείο Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία της.

Πλοκή
Ο Πολ Σέλντον είναι ένας μεσήλικος συγγραφέας επιτυχημένων ρομαντικών μυθιστορημάτων με πρωταγωνίστρια την, αγαπημένη στο κοινό ηρωίδα, Μίζερι Τσαστέιν. Έχοντας αφιερώσει χωρίς να το θέλει ολόκληρη την καριέρα του σαν συγγραφέας στα βιβλία της Μίζερι, αποφασίζει να της βάλει τέλος στο ένατο βιβλίο της σειράς, όπου η Μίζερι πεθαίνει μετά την γέννα του παιδιού της. Τώρα, ο Σέλντον είναι ελεύθερος να γράψει ότι εκείνος επιθυμεί μετά το “θάνατο” της Μίζερι.
Έχοντας τελειοποιήσει το χειρόγραφο για ένα άλλο του βιβλίο, με τον τίτλο Fast Cars, αναχωρεί από το χειμερινό πανδοχείο σε εξοχική περιοχή όπου είχε μείνει για να τελειώσει το βιβλίο, αλλά στο δρόμο της επιστροφής, καταλήγει τραυματισμένος στο κρεβάτι της νοσοκόμας Άννι Γουίλκς μετά από αυτοκινητιστικό δυστύχημα λόγω θύελλας. Η Άννι, έχοντας σώσει και μεταφέρει τον Σέλντον στην εξοχική και απομακρυσμένη κατοικία της, ισχυρίζεται πως είναι η Νο1 θαυμάστριά του. Ο Σέλντον το αντιλαμβάνεται αμέσως από την αγάπη που τρέφει η Άννι για τα βιβλία της Μίζερι. Όταν όμως η Άννι αγοράζει το τελευταίο μυθιστόρημα με την Μίζερι και διαβάζει το θάνατό της, καταλαμβάνεται από οργή. Ο Σέλντον αντιλαμβάνεται πως η Άννι πάσχει από σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, και έχοντας οργιστεί από το θάνατο της ηρωίδας της, θα κάνει τη διαμονή του ανάπηρου και φυλακισμένου Σέλντον στο σπίτι της μια διαμονή που δε θα ξεχάσει εκείνος ποτέ.

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Stephen King «Μίζερι» (μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου), το οποίο κυκλοφορεί στις 16 Απριλίου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.

«…Τον ανάγκασε να κάψει την πρώτη και την τελευταία σελίδα, καθώς και εννιά ζεύγη σελίδων από διάφορα μέρη του χειρογράφου – επειδή το εννιά, όπως του εξήγησε, ήταν αριθμός δύναμης και το εννιά διπλασιασμένο ήταν τυχερό. Ο Πολ πρόσεξε ότι η Άνι είχε σβήσει με μαρκαδόρο τις βωμολοχίες, τουλάχιστον ως εκεί που είχε διαβάσει.
«Ωραία», του είπε όταν κάηκε το ένατο ζεύγος. «Ήσουν πολύ εντάξει. Ξέρω ότι είναι κάτι που σε πονάει όσο και τα πόδια, γι’ αυτό δεν θα το παρατείνουμε άλλο».
Τράβηξε τη σχάρα κι έβαλε το υπόλοιπο χειρόγραφο στον κάδο, συνθλίβοντας τα μαύρα αποκαΐδια των κατεστραμμένων σελίδων. Η κάμαρα βρομοκοπούσε σπίρτο και καμένο χαρτί. Μυρίζει σαν το αποχωρητήριο του Σατανά, σκέφτηκε ο Πολ μέσα στο παραλήρημά του, και αν υπήρχε κάτι στο ζαρωμένο καρυδότσουφλο που κάποτε ήταν το στομάχι του, μάλλον θα το είχε ξεράσει.
Εκείνη άναψε άλλο ένα σπίρτο και το έβαλε στο χέρι του. Ο Πολ ούτε κατάλαβε πώς κατάφερε να γείρει και να πετάξει το σπίρτο στον κάδο. Δεν τον ένοιαζε πλέον. Δεν τον ένοιαζε.
Η γυναίκα τον σκουντούσε. Άνοιξε τα μάτια του, αποκαμωμένος. «Έσβησε». Άναψε ένα ακόμα σπίρτο και το έβαλε στο χέρι του.
Εκείνος κατάφερε πάλι με κάποιον τρόπο να γείρει, ξυπνώντας μ’ αυτή την κίνηση τα σκουριασμένα πριόνια μέσα στα πόδια του. Έφερε τη φλόγα του σπίρτου στη γωνία της δεσμίδας του χειρογράφου. Αυτή τη φορά, η φωτιά μεταδόθηκε και φούντωσε αντί να συρρικνωθεί και να σβήσει πάνω στο ξυλάκι του σπίρτου.

Ξάπλωσε πίσω, με μάτια σφαλισμένα, κι αφουγκράστηκε το τσιτσίρισμα της φωτιάς καθώς τον τύλιγε το αμυδρό ζεστό κύμα.

Ο Πολ παρακολούθησε νωχελικά ένα μαυρισμένο κομμάτι του χειρογράφου να αιωρείται στο δωμάτιο και να προσγειώνεται στην αραχνοΰφαντη κουρτίνα. Μια σπιθίτσα άναψε φευγαλέα –ίσα ίσα μέχρι να προφτάσει ο Πολ να αναρωτηθεί αν το δωμάτιο θα λαμπάδιαζε–, αλλά έσβησε αμέσως, αφήνοντας μια τρυπίτσα σαν κάψιμο τσιγάρου. Στάχτες έπεσαν στο κρεβάτι. Μερικές κατέληξαν στα μπράτσα του. Έτσι κι αλλιώς, του ήταν αδιάφορο.
«Χριστέ και Παναγιά!» αναφώνησε έντρομη η γυναίκα.
Ανοίγοντας τα μάτια του, είδε φλεγόμενα κομμάτια χαρτιού να ανεμίζουν στον ζεστό αέρα.
Η Άνι χίμηξε έξω από το δωμάτιο. Ακούστηκε το νερό που έτρεχε στον κουβά. Ο Πολ παρακολούθησε νωχελικά ένα μαυρισμένο κομμάτι του χειρογράφου να αιωρείται στο δωμάτιο και να προσγειώνεται στην αραχνοΰφαντη κουρτίνα. Μια σπιθίτσα άναψε φευγαλέα –ίσα ίσα μέχρι να προφτάσει ο Πολ να αναρωτηθεί αν το δωμάτιο θα λαμπάδιαζε–, αλλά έσβησε αμέσως, αφήνοντας μια τρυπίτσα σαν κάψιμο τσιγάρου. Στάχτες έπεσαν στο κρεβάτι. Μερικές κατέληξαν στα μπράτσα του. Έτσι κι αλλιώς, του ήταν αδιάφορο.

Η Άνι επέστρεψε, κοιτάζοντας γύρω της με δέος ταυτόχρονα προς όλα τα σημεία της κάμαρας, πασχίζοντας να ακολουθήσει την πορεία της κάθε καρβουνιασμένης σελίδας. Οι φλόγες μέσα στον κάδο είχαν φουντώσει κι έγλειφαν τα τοιχώματά του.
«Χριστέ και Παναγιά!» επανέλαβε, κρατώντας τον κουβά με το νερό και κοιτάζοντας γύρω, προσπαθώντας να αποφασίσει πού να τον αδειάσει ή αν είχε νόημα μια τέτοια ενέργεια. Τα χείλη της έτρεμαν και ήταν κατασαλιωμένα. Την ώρα που ο Πολ την περιεργαζόταν, έβγαλε τη γλώσσα της και τα σάλιωσε ξανά. «Χριστέ και Παναγιά! Χριστέ και Παναγιά!»

Ήταν το μόνο που έβρισκε να πει.
Μολονότι ο Πολ συνθλιβόταν από το βάρος του πόνου του, τον κυρίεψε στιγμιαία έντονη ευχαρίστηση. Ώστε αυτή ήταν η όψη της Άνι Γουίλκς όταν φοβόταν. Θα του άρεσε να την έβλεπε συχνά σε τέτοια κατάσταση.
Άλλη μία σελίδα σηκώθηκε στον αέρα• η χαμηλή γαλάζια φλόγα που εξακολουθούσε να την καψαλίζει ήταν καθοριστική. Αναφωνώντας ακόμα «Χριστέ και Παναγιά!» η Άνι άδειασε τον κουβά στον κάδο της ψησταριάς. Αντήχησε ένα φριχτό τσιτσίρισμα και σηκώθηκαν ατμοί. Μια απαίσια υγρή μυρωδιά καρβουνίλας πλημμύρισε το δωμάτιο.
Όταν εκείνη βγήκε έξω, ο Πολ κατάφερε να ανασηκωθεί στον αγκώνα για ύστατη φορά. Κοίταξε τον κάδο και είδε μια απανθρακωμένη άμορφη μάζα να επιπλέει μέσα στα βρομόνερα.
Λίγο αργότερα, η Άνι Γουίλκς ξαναγύρισε.

Παραδόξως, σιγομουρμούριζε κάποιο σκοπό.
Τον βοήθησε να ανασηκωθεί και του έβαλε τις κάψουλες στο στόμα.
Ο Πολ τις κατάπιε και ξάπλωσε, με τη σκέψη: Θα τη σκοτώσω…»