Μαθήματα από την Ιστορία των Επιδημιών

Γράφει ο γιατρός Νίκος Μπιλανάκης

Η πανδημία ισπανικής γρίπης στην Ελλάδα

Γιατί η ιστορία διδάσκει. Και μπορεί να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε με περισσότερη γνώση, σοφία και αποτελεσματικότητα, την τωρινή απειλή της πανδημίας του covid-19. Και συνεισφέρει στο πάψιμο των μυθευμάτων, του αρνητισμού και της συνωμοσιολογίας κλπ, που απειλούν την δημόσια υγεία. Γιατί, όταν δοθούν στους ανθρώπους επαρκείς πληροφορίες, αυτοί μπορούν να τις μετατρέψουν σε γνώσεις και τις γνώσεις σε σοφία.

Ισπανική γρίπη λέμε την πανδημία γρίπης του 1918 που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο πάνω από 20.000.000 ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Η ισπανική γρίπη, πιθανότατα, προήλθε από την Άπω Ανατολή και ακολούθως απλώθηκε σε όλο τον κόσμο. Ονομάστηκε όμως ισπανική επειδή οι πρώτες αναφορές για την πανδημία προήλθαν από τον Τύπο της Ισπανίας, που επειδή δεν συμμετείχε στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο όπως όλοι οι άλλοι, μπόρεσαν να εμφανιστούν οι σχετικές πληροφορίες.

Η ισπανική γρίπη έφτασε και στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1918 και γίνεται αντιληπτή αρχικά στην Πάτρα, όταν κάποιοι εργάτες, που ξεφόρτωσαν στο λιμάνι της πακέτα συσκευασμένου καπνού, ξαφνικά πεθαίνουν. Στην πρωτεύουσα, την Αθήνα, τα πρώτα θύματα καταγράφονται τον Σεπτέμβριο του 1918 και γρήγορα, μέσα σε τρείς μήνες, φτάνουν να αριθμούν τα 1.700 θύματα (σε μια Αθήνα που είχε τότε μόνο 300.000 πληθυσμό, ήταν πολύ μεγάλο ποσοστό). Αν και από τα δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής φαίνεται ότι αρχικά τουλάχιστον είχε υποτιμηθεί ο κίνδυνος της πανδημίας (τον Ιούνιο του 1918 ο Τύπος των Αθηνών αστειευόταν με την ισπανική γρίπη χαρακτηρίζοντάς την «επιδημία της μόδας») αργότερα, στις 2 Νοεμβρίου 1918, σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Εμπρός» διαβάζουμε ότι: «Η Κυβέρνησις, ο Δήμος (της Αθήνας) και όλαι αι αρχαί κάμνουν ό,τι ημπορούν διά να παύση η επιδημία της γρίπης.

Δεν θα παύση όμως γρήγορα, αν κάθε ένας από ημάς δεν φροντίση να προφυλάξη και τον εαυτόν του και τους άλλους. Για να προφυλάξης τον εαυτόν σου από την γρίπην πρέπει να μην πλησιάζεις ανθρώπους που βήχουν ή έχουν κρυολόγημα και να μη πηγαίνης εις μέρη, που συχνάζουν πολλοί άνθρωποι. Μόλις δε καταλάβης ότι έχεις ελαφρόν κρυολόγημα ή αδιαθεσίαν, πέσε αμέσως εις το κρεβάτι, κάμε δίαιταν με ολίγον ζεστό γάλα και φώναξε τον ιατρόν. Κατ’ αυτόν τον τρόπον περνά συνήθως η αρρώστια ελαφρά και γρήγορα. Εκτός όμως του εαυτού σου, έχεις καθήκον να προφυλάξης και τους άλλους ανθρώπους, τους συγγενείς σου, τους φίλους σου, τους συνεργάτας σου. Διά τούτο, όταν είσαι κακοδιάθετος ή άρρωστος, μην τους πλησιάζης, μην αφήνεις να σε πλησιάζουν, μην πηγαίνης εις την εργασίαν σου και εις τα καφενεία, διότι άλλως θα κολλήσουν και οι άλλοι από σε». Από τις 4 Οκτωβρίου εμφανίζονται οι πρώτες γενικές οδηγίες πρόληψης από το Ιατροσυνέδριο: «Γαργαρισμούς δι’ οξυγονούχου ύδατος και αντισηπτικάς εισπνοάς.

Πρέπει να αποφεύγουμε τας ψύξεις, την υπερκόπωση και συγκεντρώσεις παντός είδους και να τηρήται η καθαριότης των εσωρούχων και των χεριών». Στα δημοσιεύματα της εποχής βλέπουμε επίσης πλήθος από γιατροσόφια (με χρηση από ούζα και σκόρδα) να κυριαρχούν στην αντιμετώπιση της επιδημίας, ίσως γιατί ζούμε ακόμα στην εποχή που συνεχίζαν να επιβιώνουν εμπειρικοί γιατροί και ο λαός έχει συνηθίσει να χρησιμοποιεί γιατροσόφια, ίσως γιατί οι κανονικοί γιατροί δεν έχουν φάρμακα να προτείνουν.

Στις 8 Οκτωβρίου τα τηλεγραφήματα στο υπουργείο Εσωτερικών αναφέρουν κρούσματα στα Τρίκαλα, την Αργολιδοκορινθίαν, την Αχαιολήδια και την Αιτωλοακαρνανίαν. Στις 16 Οκτωβρίου το υπουργείο Εσωτερικών αναφέρει ότι στην Πάτρα κ στην Αθήνα υπάρχουν πλέον πολλοί θάνατοι. Για λόγους πρόληψης διατάσσει το κλείσιμο των σχολείων. Αναβάλλεται η έναρξη των μαθημάτων του Πανεπιστημίου, κλείνει το Ωδείο, διακόπτονται οι συνεδριάσεις των δικαστηρίων, κλείνουν τα καφενεία της πλατείας Ομονοίας, διατάσσεται να ληφθεί πρόνοια για την αραίωση των πελατών των στιλβωτών υποδημάτων και στους ιδιοκτήτες των κινηματογράφων να επιτρέπουν μόνο τους μισούς θεατές. Επιπλέον δίνονται άδειες για κατ’ οίκον νοσηλεία, ενώ γίνεται έκκληση προς το υπουργείο Επισιτισμού για διανομή μεγαλύτερων ποσοτήτων τροφίμων «προς βελτίωση της διαίτης του Λαού». Αναφέρονται επίσης κρούσματα στον Βόλο, την Αρτα, τον Τύρναβο και τη Λάρισα, με την Πάτρα να συνεχίζει να βρίσκεται σε έξαρση με 47 θανάτους την ημέρα και τα Ιωάννινα με 40.

Στις λίστες των πόλεων με γρίπη προστίθενται ο Πύργος, το Ναύπλιο, η Βέροια, ο Κάλαμος και τα Χανιά. Από τα μέσα Οκτωβρίου μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου, η ισπανική γρίππη βρίσκεται στην κορύφωσή της, ιδιαίτερα στις πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας. Το Βόιο (στην περιοχή του οποίου βρίσκονται τα γνωστά από την περιπέτεια τους με τον κορονοιό χωριά Δαμασκηνιά και Δραγασιά), η Καστοριά, η Κοζάνη, η επαρχία Εορδαίας, η Φλώρινα αποτελούν τις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας που έπληξε ιδιαίτερα η γρίπη του ’18. Σε μελέτη (Α. Καλλιανιώτης: Η Ισπανική Γρίππη του 1918 στην Μεσημβρινή Δυτική Μακεδονία) αναφέρονται 4.336 νεκροί στη συγκεκριμένη περιοχή, αν και άλλες πηγές αναφέρουν τριπλάσιο αριθμό θυμάτων. «Εξακολουθεί να θερίζη και να θερίζη η γρίππη. Θάνατοι επί θανάτων. Κηδείαι επί κηδειών. Πένθη επί πενθών. Σπήτια ρημάζουν, ορφανά απελπίζονται, μητέρες κλαίνε, σύζυγοι χηρεύουν.

Ερχόμενη δε η εκ της γρίππης αποδεκάτισις μετά τας τόσας θυσίας επί του πολεμικού μετώπου, απλώνει ένα βέλο μαύρο επί των πόλεων» διαβάζουμε στις εφημερίδες της εποχής. Πατεράδες και μανάδες κουβαλάνε τα φέρετρα των παιδιών τους, ενώ την άλλη μέρα και εκείνοι πέφτουν άψυχοι. Μέσα σε μερικές ημέρες το βασικό πρόβλημα έγινε το κουβάλημα των νεκρών. Παιδιά μεταφέρονται μέσα σε σκάφες και κοφίνια, κόρες και παλικάρια πάνω σε σκάλες και πόρτες. Τα νεκροταφεία γεμίζουν, οι εκκλησίες το ίδιο. Σύντομα το θανατικό και ο φόβος οδηγούν στην τρέλα και στην απελπισία. Στη Σκύρο η νόσος χτυπά με σφοδρότητα, με αποτέλεσμα από τους 3.200 κατοίκους του νησιού στα τέλη Οκτωβρίου οι 3.000 να νοσούν.

Πάνω από τα μισά θύματα της επιδημίας ήταν άντρες, ιδιαίτερα μαθητές, φοιτητές και στρατιώτες. Το άλλο χαρακτηριστικό εκείνης της επιδημίας ήταν ότι οι άνθρωποι πεθαίναν ξαφνικά, εκεί που τρώγανε, εκεί που κάθονταν, εκεί που προσεύχονταν. Η εξήγηση για το πρώτο εύρημα ήταν ότι, επειδή η επιδημία ξέσπασε την τελευταία χρονιά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν αδύνατον να προφυλαχτούν οι στρατιώτες που υπηρετούσαν ή και μάχονταν ο ένας δίπλα στον άλλο, όπως επίσης και στα σχολεία, οι μαθητές και στο πανεπιστήμιο οι φοιτητές ‒που ήταν κατεξοχήν άνδρες‒ βρίσκονταν ο ένας δίπλα στον άλλο. Άρα πολύ γρήγορα νόσησαν. Τα καφενεία που ήταν χώρος επίσης ανδρικής κοινωνικότητας, και που εκεί δημιουργούνταν συνωστισμός, συνέβαλλαν επίσης στη γρήγορη μετάδοση. Το κλείσιμο των καφενείων, των θεάτρων, και των σχολείων επί 46 ημέρες, στο χρονικό διάστημα των 4 μηνών (Σεπτ.-Δεκ. 1918) που διήρκεσε η επιδημία, που και τότε διατάχθηκε, ανέστειλε τον ρυθμό εξάπλωσης.

Απρόσμενα, όμως, από τις αρχές του Νοέμβρη μήνα αρχίζουν τα πρώτα αισιόδοξα τηλεγραφήματα για ύφεση της αρρώστιας. Στις 15 Νοεμβρίου η γρίπη δεν έχει κανένα κρούσμα στην Πάτρα, την Κέρκυρα, έχει στασιμότητα σε Αθήνα και Πειραιά, αλλά βρίσκεται ακόμη σε ένταση σε Ανατολική Μακεδονία, Ζάκυνθο, Ηπειρο, Νάξο, Άρτα και τη Σκύρο, χωρίς όμως να μετρά τόσα θύματα. Όπως εύγλωττα γράφει ο Τύπος της εποχής: «Η γρίππη αρχίζει να ξεψυχά»