«Μεθυστής-Στα χώματα της Κρήτης» Γ.Καλπούζος Εκδόσεις Χάρτινη πόλη 2025 σελ.609

Γράφει : Ο Κώστας Α. Τραχανάς

«Δυο μάτια που σε θωρούν με λαχτάρα ,αυτός είναι ο τρανότερος πλούτος στη ζωή».
«Άμα γεράσεις , μη φρονιμέψεις…γιατί τότε παραδέχεσαι ότι τερμάτισε η στράτα σου. Δώσε κλοτσιά στη φρονιμάδα και φρούμαξε για όσο αντέχεις και όπου αντέχεις».
«Ζώσου με την πρώτη αλήθεια: Αφού γεννήθηκα , θ΄ αποθάνω…»
«Είμαστε κοντυλιές του τόπου μας, δεμένες μαζί του από χίλιες μεριές, και πολεμάμε γι΄ αυτόν. Ο καθένας χαράκι ριζιμιό της Κρήτης. Θα βγουν από τους τάφους τους ο Δασκαλογιάννης, οι Μανουσογιαννάκηδες, ο Μαυρογένης, οι Ζυμβρακάκηδες, ο Γιάνναρης, ο Κόρακας, ο Κωνσταντής Σφακιανάκης και τόσοι άλλοι και θα μάχονται δίπλα μας…»

Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο ομορφάντρας και λεβέντης Κρητικός Νέστορας ή Μεθυστής. «Μεθυστής» είναι το παρανόμι του Νέστορα ή Νεστορή, εμπνευσμένο από τον Άγιο Γεώργιο τον Μεθυστή που τον γιορτάζουν στην Κρήτη στις 3 Νοεμβρίου, όταν ανοίγουν τα βαρέλια του κρασιού.

Οι δευτερεύοντες θετικοί ήρωες (πατριώτες, ήρωες, ηρωίδες, ανυπόταχτοι αγωνιστές και αγιοχώματοι) είναι : η Αριάνθη, η Κρυσταλία , η Βιολέτα, ο Σήφακας, ο Σκαντρής, ο λεβεντόγερος Μιχαλαριάς , ο καπετάν Μανώλης, η Καδιανιά, ο Λαέρτης, η Μαριέττα ,το Βανδράκι, η Ελίδα, ο Σήφακας, ο Τίτος, η Ζαχαρένια, ο Χαραλάμπης Γιανναδάκης, ο Αστρινός, ο Τηλέμαχος, η Τερψιχόρη, ο καπετάν Σατανάς ή Αντώνης Γρηγοράκης, ο Νικόλας Τζουλιάς, ο Μανώλης Μπαντουβάς, ο Γιάννης Ποδιάς, ο Μιχάλης Ξυλούρης, ο Πετροκογιώργης,…

Οι δευτερεύοντες αρνητικοί ήρωες (απατεώνες, χαφιέδες, ρουφιάνοι, πιστοί σκύλοι του οχτρού, εκβιαστές, βιαστές, σφαγιαστές, δολοφόνοι, τοκογλύφοι, μαυραγορίτες, δωσίλογοι, γερμανόφιλοι, πουφ-μάγκες, εγκληματικές ψυχές, άνθρωποι χωρίς ιδανικά, κώδικες και προσανατολισμό στη ζωή, δειλοί, απόβλητοι, πολτοποιημένες συνειδήσεις) είναι : ο Ντιραβένας, ο Αυγουστής ή Γέμελος, ο Πολιός, ο Φρίξος, ο Μαρίνος, ο Γεωργιλάς, ο Δομουτάκης, ο Κοκάλας, η Αριστέα, ο Σταματίνας, ο παραγιός Φάνης, η Νεράτα ή Στασά , η Τιτίκα, ο Πασσαδάκης, ο Τζουτζουρούκος , ο Βάρβογλης, η Μαθία, ο Μπότης ,ο Πωλιουδάκης,…
Κομμάτι της Ελλάδας αποτελούσαν και ετούτοι. Πόσο διαφορετικές Ελλάδες!!
Ηράκλειο και Χανιά Κρήτης 1937-1945.

Οι Γερμανοί πάτησαν στο νησί ,αλλά δεν θα πατούσαν και τις ψυχές των Κρητών…
«Όποια κι αν είναι η σκοτεινιά , η δικαιοσύνη, η αλήθεια και η ελευθερία θα αναπηδήσουν και θα κάνουν τη λαμπρή τους εμφάνιση στον ορίζοντα», έγραφε το 1866 στους επαναστατημένους Κρήτες ο αλληλέγγυος μέγας συγγραφέας, ποιητής και πρόμαχος της ειρήνης ,Βικτόρ Ουγκό.

Βλέπουμε στο μυθιστόρημα αυτό κυρίως την οικογένεια του ψαρά-σωφέρ και ανδρειωμένου Μεθυστή στο Ηράκλειο Κρήτης τρία χρόνια πριν τον πόλεμο και στα σκοτεινά χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την Κατοχή. Σε όλη την ύπαιθρο δεν υπήρχε γυναίκα να μη φοράει μαύρα, σύζυγοι, μανάδες, γιαγιάδες, αδελφές, αρραβωνιαστικιές, κόρες. Άμα λογαριάζονταν οι στεναγμοί τους με το μέτρο , θα κύκλωναν τη Γη χιλιάδες φορές. Αρωγοί των Κρητών ανταρτών στέκονταν βοσκοί και χωρικοί. Χάθηκαν πολλά παλικάρια για την λευτεριά της πατρίδας. Οι Ούννοι είχαν λάσπη και σκατά στην ψυχή. Δεν υπολόγισαν νέους, γέρους, γυναίκες, αρρώστους και παιδιά. Σκότωναν… σκότωναν…σκότωναν…Με αυτά που κάνανε οι Γερμανοί στους ατρόμητους αντάρτες το άγριο, αντί να ημερεύει ,

λαμπάδιαζε περισσότερο στις ψυχές όλων των Κρητών…
Οι δαγκάνες του πολέμου ροκανίζουν ως το εκατοστό τις ζωές των ανθρώπων, τσαλαβουτούν όλοι στο βόθρο του και στεγνώνει μέχρι σταλαγματιάς η Ελλάδα…

«Αφότου άρπαξαν το τιμόνι του Θεού οι άνθρωποι, έσμιξαν τον Κάτω Κόσμο με τον Απάνω».
Το μυθιστόρημα περιγράφει τον μεγάλο έρωτα του Μεθυστή και της Αριάνθης και κυρίως τις μάχες των ανταρτών της Κρήτης κατά των Ιταλών και των Γερμανών. Τριγύρω τους, ωσάν πολύχρωμο μελίσσι, αναπτύσσονται κι άλλες παράλληλες ιστορίες φερμένες, κυρίως, από το μακρινό και κοντινό παρελθόν των δευτεραγωνιστών. Όλοι τους, όμως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνθέτουν μια τοιχογραφία που εξηγεί στον αμύητο τις πολιτισμικές καταβολές, τη δύναμη της παράδοσης, την αντρειωσύνη και λεβεντιά των Κρητών.

Μάχες, σαμποτάζ, συνθήματα «Αντισταθείτε»- «Λευτεριά», ηρωικές αποκοτιές, καταφύγια, σειρήνες συναγερμού, χτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών, εμβατήρια, Αλβανικό μέτωπο, κρυοπαγήματα, οι κραυγές των Ελλήνων αγωνιστών στα Αλβανικά βουνά «Αέρα»-«Αέρα», ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου, ο Μεταξάς, για την φανέλλα του Έλληνα στρατιώτη, μακελειό, Κορυτσά, Πόγραδετς, Αργυρόκαστρο, οι Γερμανοί υποδουλώνουν την Ελλάδα , ρουφιανιές, μηχανορραφίες, φυλακίσεις, βασανιστήρια, μαρτύρια, σφαγές, καταναγκαστική εργασία , ανατινάξεις γερμανικών αποθηκών, ολοκαυτώματα, κάψιμο χωριών από τους Γερμανούς, ερείπια παντού, εκτελέσεις αθώων Ελλήνων, Γκεσταπίτες, Ορεινοί Κυνηγοί, χιλιάδες Γερμανοί αλεξιπτωτιστές να πέφτουν από το Κολυμπάρι έως τα Χανιά, βομβαρδισμοί των Στούκας, εκατοντάδες βυθισμένα Κρητικά καΐκια και βάρκες, η σφαγή στο Σάρχο, το ολοκαύτωμα της επαρχίας Βιάννου, ο Κρουσώνας, το Μάλεμε, το οροπέδιο Νίδα, ο Ψηλορείτης, τα Λευκά όρη, το οροπέδιο Ασκύφου, το δάσος των Αραβανών, ο Άγιος Γεώργιος ο Μεθυστής, ο Σκίνακας, χωριά σφηκοφωλιές, στις 14 Ιουλίου 1941 στο μικρό οροπέδιο του Βρωμονερού του Ψηλορείτη ορκίστηκε ο αρχικός πυρήνας της πρώτης Κρητικής ανταρτικής ομάδας του Σατανά, ο καπιτάν Κουρτ, η αρπαγή του στρατηγού Κράιπε, ο στρατηγός Ρίνγκελ, ο γερμανόφιλος Νομάρχης Πασσαδάκης, το κεφαλομάντιλο του Μιχαλαριά (σύμβολο πένθους και θρήνου), οι Σουμπερίτες (κυνηγοί του Σούμπερτ-Έλληνες που πολεμούσαν με τους Ναζί) , ο Άγγλος ταγματάρχης Μικέλ Λι Φέρμορ, ο Άγγλος Τζον Πέντλμπερι ,Άγγλοι κομάντος, ασύρματοι συμμαχικοί, ράδια, το BBC του Λονδίνου , ο σταθμός του Καΐρου, ένα παλιό Ford 100, χιλιάδες απλωμένα κοτρόνια στο οροπέδιο Νίδα που κουβάλησαν Κρουσανιώτες και Ανωγειανοί για να μην προσγειωθούν γερμανικά αεροπλάνα με αλεξιπτωτιστές, Κρήτες να πεινάνε και να τρώνε φλούδες από πατάτες, βελανίδια, ψόφιες γίδες, κοιλιές ζώων, βαλίτσες μαυραγοριτών με τυριά, ελιές, λάδι, μακαρόνια, κονσέρβες, μπισκότα, τυριά, ζάχαρη, όσπρια, αλάτι, πατάτες, ψωμί, ρακή, κρασί, οι γερμανόφιλες και δωσίλογες εφημερίδες «Κρητικός Κήρυκας» του Ηρακλείου και «Παρατηρητής» των Χανίων, ηλιοστεφάνωμα αξιοπρέπειας λεβεντόγερων, κλωστές παραμυθιών ή γλώσσες δράκων, μαύρη αγορά, το κούρεμα και η διαπόμπευση των γυναικών που πήγαιναν με Γερμανούς, αφέντες και υπηρέτες, λογοδόσιμα, προξενιά, παντριές, έρωτες, τα λιμνοτά μάτια της Αριάνθης, ο μεγάλος έρωτας της Αριάνθης για τον Νέστορα, το ούζο προλονζέ, οι Τρεις Καμάρες με τα κατάμεστα καφενεία και ζαχαροπλαστεία, τεκέδες, πορνεία, ρεντιγκότες, φούστες μαρόν, βαλς, ταγκό, φοξ τροτ, τσάρλεστον, μάγκες, μαστροποί, νταήδες, μαχαλόμαγκες, μποέμηδες ,γλεντζέδες, τα ανεβαλώματα (κακοήθειες ,ψέματα και σπιουνιές για να χωρίσουν οι δρόμοι των ερωτευμένων), οι στράτες της καρδιάς, τα «χατίρια» (ρωτούσαν οι αντάρτες να διαλέξουν οι δοσίλογοι και μαυραγορίτες τουφεκισμό ή μαχαίρι), το φανταξό ( φάντασμα) του Ντελημάρκου, οι χρυσές λίρες, τα άνευ αξίας κατοχικά χρήματα, οι πληθωρικές δραχμές, πεντοζάλι, μαντινάδες, κοντυλιές, ρεμπέτικα, αμανέδες, ταμπαχανιώτικα, καρσιλαμάδες, σονάτα υπό τον ήλιο, μπουρίνια, θύελλες, χειμώνες, Απρίληδες, μαράζια, ξεπετάγματα της ψυχής να ανεμοτυλίγονται, φτώχεια ανύπωτη, τα ανταρτοδικεία, ο αιματηρός διχασμός των Ελλήνων μετά τον πόλεμο, η αποκήρυξη του κομμουνισμού, η ΕΠΟΝ, το παράλογο των ανθρώπων και των ηγετών, χαράκι ριζιμιό της Κρήτης,…

«Πόσο συναρπαστική θα μπορούσε να είναι η εμπειρία της ζωής και πόσο την υπέσκαπταν οι άνθρωποι… Την πλάκωναν με μαύρα σκεπάσματα, με παγωμένα λιθάρια και θεόρατους βράχους. Τόσοι αιώνες και δε διάβηκαν απ’ το μοναστήρι της ψυχής. Δε γίνηκαν θυμίαμά της. Δεν ανακάλυψαν ότι τα «πολύ» του κόσμου κρύβονται σε ό,τι τρέφει την ψυχή, που ενδέχεται να είναι η ζεστασιά ενός γλυκού ανθρώπου δίπλα σου, το άγγιγμα της μάνας σου, οι μυρουδιές στα παιδικά τετράδια, η ηδύτητα της συζήτησης, δυο μάτια που σε θωρούν με λαχτάρα…»

«Να στρώνεις ελπίδες στη στράτα σου…Έζησα ,δεν παραπονιέμαι…Ήθελα μονάχα να χορέψω ένα ζεϊμπέκικο…σαν λευτερωθεί η Κρήτη…»

«Σήκω, γερο-Μιχαλαριά, στήσε μεγάλο γλέντι/βάλε τ΄ αστέρια στον χορό για τούτον τον λεβέντη»
«Αγρίμια κι αγριμάκια μου, λάφια μου μερωμένα/πέστε μου που ΄ν΄ οι τόποι σας και πού ΄ν΄ τα γονικά σας…»

Ο συγγραφέας Γιάννης Καλπούζος περιγράφει τη φύση και τα τοπία της Κρήτης τόσο έξοχα, που είναι σαν να ζωγραφίζει κάθε φορά μπροστά μας έναν πίνακα ζωντανό, κινούμενο, με αυξομειούμενη θερμοκρασία, με χρώματα και γεύσεις, με ήχους και μυρωδιές. Η ομορφιά και η γαλήνη του τοπίου δε συμβάδιζε με τον ενδότερο κόσμο των ανθρώπων. Το βασάνισμα συντελείτο εσωτερικά, αθόρυβα. Βουβός ο πόνος, άηχη η αγωνία ,κρεμασμένη στα τσιγκέλια των ματιών η θλίψη, ριζωμένος σε σφαλιστά στόματα ο τρόμος. Μέχρι κι η οργή λιανοπερπατούσε και μήτε φρύγανο δεν τσάκιζε. Γνησιότητα, ρεαλισμός στις περιγραφές, βαθιά γνώση της κοινωνίας της Κρήτης , των κανόνων της και των καταστάσεων που λαμβάναν χώρα εκεί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, χρήση της ντοπιολαλιάς με μέτρο, και όπου κρίνεται απαραίτητο για να αποκτήσει μια ιδιαίτερη χροιά το κείμενο. Δεξιοτεχνικές εναλλαγές ανάμεσα στα ειρηνικά προπολεμικά χρόνια της Δικτατορίας του Μεταξά και τα χρόνια του πολέμου και της κατοχής στα χώματα της Κρήτης, και έντονα ποιητική γραφή, η οποία, σε συνδυασμό με την αλήθεια και τη δύναμη του κειμένου, καθηλώνει τον αναγνώστη και τον συγκινεί βαθιά, αποτυπώνοντας τη σκοτεινιά και αγριότητα του τοπίου και των κατακτητών ταυτόχρονα με τη λάμψη και το φως ενός ξεχωριστού Κρητικού και γενναίου ήρωα, του Νέστορα ή Μεθυστή.

Ένα βιβλίο ύμνος στον έρωτα και στα ματωμένα χώματα της Κρήτης.
Ο συγγραφέας αξιοποιεί ιστορικά γεγονότα και υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα για να ενισχύσει την αληθοφάνεια της αφήγησης, κορυφώνοντας, έτσι, την αναγνωστική απόλαυση.
Ο Γιάννης Καλπούζος είναι ένας οξυδερκής και ατρόμητος συγγραφέας στα δύσκολα θέματα της κοινωνικής και ιστορικής πραγματικότητας. Ο συγγραφέας ξέρει πώς να φτιάξει μια λογοτεχνία αξιώσεων, εσωστρεφή και εξωστρεφή συνάμα, μια λογοτεχνία που διαθέτει συγχρόνως και τη μύχια στόφα της ποίησης και του τραγουδιού και την ευθύβολη παραστατικότητα του θεάτρου…

Το βιβλίο αυτό είναι ένα λογοτεχνικό διαμάντι που δεν κραυγάζει την αξία του. Το καταλαβαίνεις αφού έχεις τελειώσει την ανάγνωση.
Η ατμοσφαιρική και φιλοσοφική αφήγηση του Γιάννη Καλπούζου κυλά μέσα σου σαν βάλσαμο , σαν αντίδοτο στην αποξένωση και στους κυνικούς καιρούς που ζούμε…
Η γλώσσα του είναι απλή και καθημερινή , αλλά το κείμενό του δονείται. Υπάρχει δύναμη κι ένα επίπεδο έντασης στην αφήγηση που εμφανίζεται στη λογοτεχνία μόνο όταν διακυβεύεται πραγματικά .
Ένα βιβλίο αψεγάδιαστης ομορφιάς.
Πρόκειται για ένα πολύ καλό βιβλίο.

Ο Γιάννης Καλπούζος γεννήθηκε το 1960 στο χωριό Μελάτες της Άρτας και από το 1983 ζει μόνιμα στην Αθήνα. Έχει γράψει έντεκα μυθιστορήματα: «Ιμαρέτ», «Σάος», «Άγιοι και δαίμονες», «Ουρανόπετρα», «Ό,τι αγαπώ είναι δικό σου», «Ραγιάς», «Σέρρα», «Γινάτι», «Εράν», «Καλντερίμι» και «Μεθυστής». Το «Ιμαρέτ» κυκλοφορεί και διασκευασμένο σε εφηβικό μυθιστόρημα (για παιδιά άνω των 10 ετών), με εικονογράφηση του σκηνογράφου Αντώνη Χαλκιά. Επίσης έχει γράψει τρεις ποιητικές συλλογές, οι οποίες εμπεριέχονται μαζί με πενήντα νέα ποιήματα στον τόμο: «ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ ΠΟΙΗΣΗ 2000-2017», τη συλλογή διηγημάτων: «Κάποιοι δεν ξεχνούν ποτέ» και στίχους για 80 τραγούδια, πολλά από τα οποία έγιναν μεγάλες επιτυχίες, όπως τα: «Ό,τι αγαπώ είναι δικό σου», «Να ‘σουν θάλασσα», «Τι μου ‘χει φταίξει τι μου ‘χει λείψει», «Δέκα μάγισσες» και «Γιατί πολύ σ’ αγάπησα». Η παραλογή «Ο λύκος», που εμπεριέχεται στη συλλογή διηγημάτων, βραβεύτηκε στον Διεθνή Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος του πανεπιστημίου του Παλέρμο Ιταλίας. Το μυθιστόρημα «Σέρρα» τιμήθηκε με το Πρώτο Βραβείο Μυθιστορήματος Μικρασιατικού Περιεχομένου για τα έτη 2016-2018 και έχει μεταφραστεί στα αλβανικά. Τα μυθιστορήματα «Γινάτι» και «Εράν» τιμήθηκαν με το Βραβείο Βιβλιοπωλείων Public 2019 και 2021 αντίστοιχα. Το μυθιστόρημα «Ιμαρέτ» τιμήθηκε το 2009 με το Βραβείο Αναγνωστών του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου και έχει μεταφραστεί στα πολωνικά, στα τουρκικά, στα αραβικά, στα αγγλικά από ελληνικό εκδοτικό οίκο και στα αλβανικά.