
της Παναγιώτας Π. Λάμπρη
πεζογράφου – ποιήτριας
Όλο και πιο συχνά ακούμε ή διαβάζουμε για συμπεριφορές ατόμων νεαρής ηλικίας, οι οποίες, αν μη τι άλλο, δηλώνουν αντικοινωνική συμπεριφορά. Ξυλοκοπήματα που, όχι σπάνια, έχουν ως αποτέλεσμα βαριές σωματικές βλάβες, μαχαιρώματα που ενίοτε οδηγούν στον θάνατο ή έχουν αυτόν ως σκοπό, πράξεις με στόχο την υποτίμηση της προσωπικότητας συνομηλίκου, πρόκληση βλαβών σε σταθμευμένα αυτοκίνητα ή σ’ άλλα περιουσιακά στοιχεία πολιτών, ποικίλη ρύπανση δημόσιων χώρων, καταστροφές σε αθλητικές εγκαταστάσεις, τις οποίες και τα ίδια χρησιμοποιούν, ξερίζωμα ή κακοποίηση δέντρων σε κοινόχρηστα σημεία και πάει λέγοντας.
«Μα, τι συμπεριφορές είναι αυτές;», «τι παιδιά είναι αυτά;», «τι κάνουν οι γονείς;», «τι…», απορούν πολλοί. Και πράγματι! Ποιων οικογενειών παιδιά είναι, ποιανών σχολείων μαθητές, ποιας κοινωνίας πολίτες; Και οι απαντήσεις σε όλους γνωστές, αφού της κοινωνίας μας τέκνα είναι αυτά κι εμείς περιττό να παριστάνουμε τους ανίδεους.
Μη παραβλέποντας, λοιπόν, την αδρεναλίνη της νιότης και μη ωραιοποιώντας τα παλιά καλά χρόνια, τι φταίει στ’ αλήθεια στην εποχή μας, που πλήθος αγαθών παρέχει στα παιδιά, αλλά τους στερεί προφανώς άλλα, τα οποία αποδεικνύονται εκ του αποτελέσματος σημαντικότερα; Ένα, και σπουδαίο, είναι τα όρια που θέτουν οι γονείς και οι φροντιστές τους, τα οποία διαμορφώνονται από τα «ναι» και τα «όχι» που λένε, με το προσωπικό παράδειγμα ν’ αποτελεί ουσιαστική καθημερινή διδαχή, η οποία επηρεάζει ιδιαίτερα την ανάπτυξη και τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους σ’ έναν κόσμο που βρίθει από αρνητικά παραδείγματα και μηνύματα.
Μηνύματα που δεν έρχονται όπως παλιά από το οικείο περιβάλλον, αλλά διαχέονται καταιγιστικά από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, την τηλεόραση, τον κινηματογράφο, το διαδίκτυο, …, έτσι που ο πνευματικός και ψυχικός κόσμος ενός παιδιού δεν μπορεί να τα επεξεργαστεί και ν’ αφομοιώσει τα ωφέλημα, με αποτέλεσμα αυτά να αντανακλώνται στις διαπροσωπικές σχέσεις και στις συμπεριφορές.
Βέβαια, τα παιδιά σ’ αυτόν τον κόσμο γεννιούνται και μεγαλώνουν, που σημαίνει πως οι μεγάλοι οφείλουν να βρίσκονται σε εγρήγορση και να παραμένουν σταθερά δίπλα τους ως καθοδηγητές και συνοδοιπόροι, κι αυτό από πολύ νωρίς. Όταν, για παράδειγμα, οι επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τις συνέπειες, ορατές πια, στην ανάπτυξη σημαντικών κέντρων του εγκεφάλου, λόγω της πρόωρης χρήσης των ηλεκτρονικών συσκευών, δεν δικαιολογείται να βλέπεις, ακόμα και βρέφη, να κάθονται ήσυχα σε κάποια αγκαλιά κοιτώντας με αφοσίωση τις εικόνες που περνούν γρήγορα μπροστά τους σε μικρή ή μεγαλύτερη οθόνη. Ούτε βέβαια δικαιολογείται ψηφιακά εγγράμματοι φροντιστές παιδιών, γονείς και άλλοι, να τους επιτρέπουν να παίζουν διάφορα παιχνίδια στο διαδίκτυο, συχνά βίαια, χωρίς κανέναν έλεγχο.
Κάτι άλλο που αξίζει να σημειωθεί είναι πως όλο και μικραίνει το ηλικιακό όριο των παιδιών και των εφήβων, τα οποία κυκλοφορούν με φίλους ή μόνα τους έξω από το σπίτι σε ώρες που θα ’πρεπε σ’ αυτό να βρίσκονται, επειδή, όπως λένε αρκετοί γονείς, είναι ώριμα παιδιά και γνωρίζουν κινδύνους υπαρκτούς, στους οποίους όμως, είναι γνωστό αυτό, διάφοροι κακόβουλοι, παρά τη γνώση, μπορούν να τα περιπλέξουν.
Και η εμπειρία λέει πως όλο και περισσότερα παιδιά δεν δείχνουν σεβασμό στους μεγαλύτερους στον δρόμο, στο σχολείο, στο λεωφορείο ή όπου αλλού, θεωρώντας το μαγκιά, αμφισβήτηση των καθιερωμένων κανόνων ή ό,τι άλλο, ενώ και συνομήλικοί τους, όπως ήδη αναφέρθηκε, πέφτουν θύματα της όποιας αναλγησίας τους ή, καλύτερα, της στερημένης από αγάπη και ουσιαστικό νοιάξιμο ζωής τους. Άλλωστε, όχι σπάνια, οι αντικοινωνικές τους συμπεριφορές κραυγάζουν για πληγές εσωτερικές που χαίνουν και γιατρειά ζητούν.
Γιατρειά, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ισχύει για όλες τις περιπτώσεις. Πάντως, αναλογιζόμενη κάποιους από τους μαθητές μου, οι οποίοι εκδήλωναν συμπεριφορές που με πλήγωναν για πολλούς λόγους, σημειώνω πως συχνά πίσω απ’ αυτές κρυβόταν πολύς ψυχικός πόνος, τον οποίο εξέφραζαν με βίαιο λόγο και λεκτικές προσβολές που δοκίμαζαν τα όρια, ενώ δεν έλειπαν και οι χειροδικίες εις βάρος συμμαθητών τους ειδικά όταν κάποιος εξ αυτών εξέφραζε έστω και ελάχιστη απαξίωση στο πρόσωπό τους.
Θα χρειαζόταν πολύς χρόνος για να μιλήσει κανείς επαρκώς για το θέμα. Όμως, επειδή τα παιδιά είναι κυριολεκτικά το μέλλον, έχουμε την ηθική υποχρέωση να σκύβουμε με ενδιαφέρον σε ό,τι τα απασχολεί, κατά το δυνατόν να τα κατανοούμε και να τα βοηθούμε και, γιατί όχι, να μαθαίνουμε από την εμπειρία τους. Πρώτιστα οι γονείς, οι οποίοι στο μαγκανοπήγαδο της καθημερινότητας οφείλουν να είναι συναισθηματικά διαθέσιμοι γι’ αυτά, διδάσκοντάς τους, μέσω του παραδείγματος και της συζήτησης, πώς να διαχειρίζονται τις απογοητεύσεις και τον θυμό τους, πώς ν’ αναπτύσσουν κοινωνικές δεξιότητες, όπως ο σεβασμός και το μοίρασμα, η αναγνώριση των λαθών και η συγγνώμη, η ανθρωπιά και άλλες αξίες, που χωρίς αυτές η ζωή μοιάζει σκληρή και ανυπόφορη, να τους δείχνουν πως ο πραγματικός κόσμος είναι έξω από τις οθόνες, τις οποίες καλό είναι να χρησιμοποιούν με μέτρο και ωφέλιμα και φυσικά πώς ν’ αποφεύγουν τις παγίδες που στήνουν επιτήδειοι εκμεταλλευόμενοι την αθωότητα, την άγνοια και την ευπιστία.
Καταλήγοντας, ας σκεφτούμε ως άτομα και ως κοινωνία τι επιθυμούμε για το μέλλον κι ας κάνουμε πράξη την παρακαταθήκη του Ισοκράτη, «εὖ σοί τό μέλλον ἕξεις, ἄν τό παρόν εὖ τιθῇς», δηλαδή, το μέλλον σου θα είναι καλό, αν θεμελιώσεις στέρεα το παρόν! Τα παιδιά είναι βέβαιο πως θα μας ευγνωμονούν!