Με αφορμή τα 200 χρόνια από την εθνική παλιγγενεσία του 21
Η υλιστική ερμηνεία της ιστορίας, μακράν της επαναστάσεως του 1821
Γράφει ο Αντώνης Κολιάτσος
Το κακό στην Ελλάδα είναι ότι, συνήθως, περνάμε τις φάσεις της κοινωνικής και γενικότερα πνευματικής εξελίξεως με καθυστέρηση μερικών δεκαετιών, από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Και το κακό γίνεται χειρότερο όταν εμείς μένουμε κατάπληκτοι, αλλά και περήφανοι, γιατί κάθε μέρα… ανακαλύπτουμε θεωρίες και συστήματα, που ήδη έχουν ξεπερασθεί στους τόπους που πρωτοεμφανίστηκαν.
Υπό αυτή την έννοια η λεγόμενη υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ως μέθοδος ερμηνείας όλων των ιστορικών φαινομένων, έχει γίνει από παντού κατανοητό, εκτός από την Ελλάδα, ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν αποκλειστικός γνώμονας για την ιστορική μελέτη. Η εν λόγω μέθοδος εμπεριέχει φυσικά κάποια ψήγματα αλήθειας, που άλλωστε πριν από τους δύο προφήτες του κομμουνισμού Μαρξ και Ένγκελς είχαν επισημάνει, υπό άλλη θεώρηση, πρώτος ο Αριστοτέλης(βλ. «Πολιτικά», βιβλίο Α΄) και αργότερα ακόμη και οι κλασσικοί οικονομολόγοι. Αλλά από το να αναγνωρίζεται η επίδραση των οικονομικών συνθηκών στην ιστορική εξέλιξη, ως το σημείο να πιστεύεται πως, μόνο οι οικονομικές συνθήκες συνθέτουν και κανοναρχούν την ιστορία, είναι μεγάλη απόσταση. Αυτό το δόγμα και ταυτόχρονα το σφάλμα του ιστορικού υλισμού, έφερε τα συμπεράσματα που προέκυπταν από την θεμελιακή παρατήρηση της σημασίας της εν γένει οικονομίας, στο άκρο, που οδήγησε στον απόλυτο παραμερισμό άλλων αναμφισβήτητα προσδιοριστικών στην ιστορική εξέλιξη παραγόντων, με αποτέλεσμα τελικά να δημιουργήσει ψευδή επιστημονική εικόνα και εντεύθεν τον παραλογισμό. Ο δε ισχυρισμός του ΚάρλΚάουτσκυ, ότι: «με τον ιστορικό υλισμό, η ηθική κατεβαίνει από τα ουράνια στη γη[…].Η κατεύθυνση που παίρνει στην πραγματικότητα η κοινωνική εξέλιξη, εξαρτάται από τους δεδομένους υλικούς όρους και όχι από το ηθικό ιδανικό…»(σ.σ, από το κεφάλαιο «περί ηθικού ιδανικού» του έργου του «Ηθική και υλιστική αντίληψη της ιστορίας»), αποτυπώνει με τον πλέον σαφή, έγκυρο και εύγλωττο τρόπο, την πεμπτουσία αυτού τούτου του ιστορικού υλισμού.
Εν τούτοις, εμείς εδώ στην Ελλάδα δέσμιοι αυτής της, περί την κοινωνική και πνευματική εξέλιξη, λεγόμενης «καθυστερημένης ωρίμανσης», αποφασίσαμε να ανάγουμε σε μόδα την εξήγηση όλων των ιστορικών φαινομένων, ακόμη και την επανάσταση του 1821, με τη θεωρία του Μαρξ, του Ένγκελς και του Κάουτσκυ. Έτσι μια μεγάλη μερίδα παλαιότερων ιστοριογράφων,όπωςο Γ. Σκαρίμπας (λογοτέχνης μαρξιστής, αλλ’ όχι ιστορικός), ο Μάριος Πλωρίτης (φιλόλογος κριτικός, αλλ’ όχι ιστορικός), ο Γ. Καρανικόλας (δημοσιογράφος, όχι ιστορικός) κ.ά, που υποστήριξαν την «ταξικότητα» αυτού του αγώνα, προκειμένου να προβάλλουν τις γνωστές θέσεις και τα επαναλαμβανόμενα στερεότυπα ότι την ελληνική επανάσταση την δημιούργησε η πάλη των τάξεων, έβγαλαν από τη σκόνη τον ιστορικό Γιάννη Κορδάτο, ο οποίος προσπάθησε κάποτε να ξαναγράψει την ελληνική ιστορία, με τη συνταγή του ιστορικού υλισμού..
Αντίθετα κάποιοι νεώτεροι ιστορικοί, όπως οι Λεων. Στρίγκος, Π. Ρούσος και μαζί ο καθηγ. Βασ Φίλιας, η Ελ. Αντωνιάδη-Μπιμπίκου κ.ά, που έχουν αποκηρύξει την ερμηνευτική μέθοδο τού Γ.Κορδάτουαπομακρυνθέντεςαπό την ιδεολογική προοπτική του, δέχονται την επανάσταση του ’21 ως εθνικοαπελευθερωτική και ομολογούν: «Σε σύγκριση με το εθνικό το κοινωνικό έρχεται στο υπόστρωμα»(Βλ. στου Π. Γεωργαντζή, όπ.π., σ. 238 έ).Παράλληλα διατείνονται ότι πολλές από τις παλαιότερες τοποθετήσεις των ανωτέρω πρώτων(ιστοριογράφων), έχουν πια ξεπερασθεί και στο χώρο της μαρξιστικής ιστορικής Σχολής, ισχυριζόμενοι ότι oι υποστηρικτές τους αποδεικνύονται «παλαιομοδίτες», κινούμενοι στο χώρο του ιστορικού ερασιτεχνισμού. Ωστόσο, παρόλο που σήμερα, η επικρατούσαθέση στο χώρο της μαρξιστικής σκέψης είναι, ότι «η Επανάσταση του ’21 , ήταν εθνικοαπελευθερωτική, με κοινωνικό περιεχόμενο, στην οποία έλαβαν μέρος oι πιο ετερόκλητες δυνάμεις, κάθε μια με τις δικές της προϋποθέσεις και στοχοθεσία», εν τούτοις δεν έχει εκλείψει τελείως η ιδεολογική περί «ταξικότητας θεώρηση», που δυσκολεύει και παραμορφώνει την αντικειμενική προσέγγιση της «ιστορικό-επιστημονικής» δημιουργίας της ελληνικής επανάστασης του 1821.
Και είναι πραγματικά αποκαρδιωτικό το φαινόμενο, όπου κάποιοι βαθυστόχαστοι αναχρονιστικοί μαρξιστές, στην επιμονή να υποστηρίξουν ότι την εθνική παλιγγενεσία την δημιούργησε η πάλη των τάξεων, παπαγαλίζουν, συνεχώς, φράσεις, επαναλαμβάνουν κοινοτυπίες και εμμένουν σε σκέψεις μακράν των νεώτερων περί την εξέλιξη της ιστορίας αντιλήψεων, δείχνοντας, αν μη τι άλλο, πόσο επιστημονικά καθυστερημένοι παραμένουν και ανεξέλεγκτα ρέπουν προς την υπερβολή.
Γιατί, βέβαια είναι πασιφανώς ανόητο να υποστηρίξει κανείς σοβαρά ότι η επανάσταση του 1821 υπήρξε προϊόν της πάλης των χωρικών εναντίον των προυχόντων, πως κατά τύχη αυτή στράφηκε εναντίον των Τούρκων και ότι προς τη βοήθεια των τελευταίων προσέτρεξαν οι προύχοντες προκειμένου να διασφαλίσουν τις περιουσίες τους. Όπως είναι και τουλάχιστον αφελέστατες οι απόπειρες ορισμένων επώνυμων πνευματικών ανθρώπων να αποδείξουν, μέσα από βαθυστόχαστες επετειακές ομιλίες και αρθρογραφίες, την ύπαρξη ταξικών διαφορών την περίοδο της επαναστάσεως. Μα και βέβαια υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν τέτοιου είδους διαφορές σε μια κοινωνία. Αλίμονο, εδώ υπήρξαν ταξικές διαφορές, σε άλλο βέβαια επίπεδο, στα πρώην κομμουνιστικά κράτη, παρόλες τις επαγγελίες περί αταξικής κοινωνίας. Οι οποίες, όμως εκ του αποτελέσματος, αποδείχτηκαν φρούδες γιατί πουθενά ο κομμουνισμός, δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το υποσχόμενο, ως προσωρινό, στάδιο της δικτατορίας του προλεταριάτου. Από το άλλο μέρος στην ελληνική επανάσταση, μήπως δεν συμμετείχαν οι πλούσιοι; Ποιοι έδωσαν τα χρήματα για τα όπλα και τα μπαρούτια;. Ποιοι διέθεσαν τον ισχυρό εμπορικό στόλο τους, αποτελούμενο από 300 πλοία με τους 12000 ναύτες και αξιωματικούς, οι οποίοι όντας υποχρεωμένοι να δίνουν αλλεπάλληλες ναυμαχίες με τους πειρατές που ξεκινούσαν από την Τύνιδα, ήταν άριστα οργανωμένοι, κατείχαν την ναυτική τέχνη, είχαν θάρρος, καρτερία και αποφασιστικότητα, αρετές που τους επέτρεπαν να κυριαρχούν στο Αιγαίο; Ακόμη σε αυτόν τον αγώνα δεν μπήκε μπροστάρης ο κλήρος;Από το 1818 δεν μυήθηκαν στην Φιλική Εταιρεία. όλοι σχεδόν oι αρχιερείς της Πελοποννήσου και σχεδόν όλοι oι Αρχιερείς έγιναν μέλη της, κάτι που αναγκάζεται να το παραδεχθεί και ο αγαθότερος μαρξιστής λογοτέχνης Γ. Σκαρίμπας, όταν σε κάποιο από τα πονήματά του έγραψε: «Η Φ. Ε. […] στο κόλπο είχε μυήσει όλους σχεδόν τους παλαιοελλαδίτες κοτζαμπάσηδες και προπαντός τούς δεσποτάδες»; Και δεν σφάχτηκαν οι περισσότεροι κοτζαμπάσηδες από τους Τούρκους;
Ή μήπως έπρεπε:
– οι Θερμοπύλες του Λεωνίδα να κλίνουν το γόνυ μπρος στο ρέμα της Αλαμάνας, παρακολουθούσες ευλαβικά την υπέρτατη θυσία του επικού ήρωα Αθανάσιου Διάκου.
-να γίνει υπέρλαμπρος ναός δόξας το ερειπωμένο χάδι την Γραβιάς.
– να αντιβοήσουν οι βράχοι και τα κορφοβούνια από τη φοβερή κραυγή των πορθητών της Τριπολιτσάς. .
-να πέσουν στα Δερβενάκια «της Ρούμελης οι μπέηδες και του Μοριά οι αγάδες» .
– να ανατιναχθούν σαν πυροτεχνήματα οι τουρκικές ναυαρχίδες και οι περήφανες φρεγάτες. .
– να χορέψουν οι Σουλιώτισσες τον τραγικότερο χορό των αιώνων.
-να στεφανωθεί η δόξα με τα λίγα χορτάρια, που έμειναν «στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη. .
Ή χρειαζόταν: ο ηρωϊκός θάνατος ενός Σανταρόζα στην Σφακτηρία, και η εκατόμβη των φιλελλήνων του Νόρμαν στο Πέτα, και η ανήσυχη και ευγενική καρδιά του Βύρωνα, που χτυπά ακόμη κάτω από το ιερό χώμα του Μεσολογγίου, και οι μεγαλόστομοι ποιητές περιωπής ενός Γκαίτε και Σίλερ, ενός Ουγκώ, ενός Σέλλεϋ, ή χρωστήρες αξίας ενός Ντελακρουά..
Προκειμένου οι αμετανόητοι μαρξιστές να πεισθούν ότι ο μικρός και φτωχός, ο άοπλος και μόνος και ανοργάνωτος αυτός λαός, εξόρμησε το 1821, για την κατάκτηση της ελευθερίας του σε μια φοβερή αναμέτρηση προς την ισχυρή αυτοκρατορία των τριών ηπείρων και ότι στη σκληρή ανάγκη των πραγμάτων απέναντι στην ύλη αντέταξε την άκαμπτη ψυχική του ρώμη και την ακατάβλητη αγωνιστική του διάθεση;
Από το άλλο μέρος, και βέβαια ο ορεσίβιος κλέφτης δεν είχε τίποτε να διακυβεύσει με τη συμμετοχή του στον αγώνα, ενώ ο προύχοντας έπαιζε κορώνα γράμματα τα σπίτια του , την περιουσία του, το βιός του, που συνήθως δεν ήταν ευκαταφρόνητα. Και από αυτή την άποψη ασφαλώς και υπήρξαν διαφορές. Και είναι φυσικό ο πλούσιος έλληνας να δίσταζε να επαναστατήσει, αλλά. και ποιος δεν θα δίσταζε να πολεμήσει, ύστερα από 400 χρόνια εναντίον του Τούρκου κατακτητή; Όμως από την άλλη, αλήθεια, χωράει αμφιβολία ότι εάν οι προύχοντες στο σύνολό τους δεν ήθελαν να επαναστατήσουν, ποτέ δεν θα μπορούσε το έθνος να ξεσηκωθεί εκείνον τον Μάρτιο του 1821;
Αλλά ο Μαυρομιχάλης δεν ήταν προύχοντας; Οι Δηλιγιανναίοι δεν σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους; Οι πλούσιοι πλοιοκτήτες των νησιών δεν πρόσφεραν τα φλουριά τους στον αγώνα; Οι Υψηλάντηδες, που σήκωσαν πρώτοι το λάβαρο της επαναστάσεως ήταν προλετάριοι; Ή μήπως οι Φιλικοί, οι πρώτοι, που προετοίμασαν την πάλη εν μέσω μεγάλων κινδύνων και πολύ μαεστρία, , δεν ήταν ευκατάστατοι έμποροι;
Και τα δημοτικά τραγούδια, η ίδια η φωνή του λαού, δεν δείχνουν μόνο μίσος κατά των Τούρκων και όχι ταξικά μίση;
Επομένως δεν είναι ανοησία να προβάλλουν κάποιοι, τις ταξικές αντιθέσεις των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, ως κάτι το πρωτοφανές; Και να ξεχνούν ότι την περίοδο της ελληνικής επανάστασης ολόκληρη η Ευρώπη «φέουδο-κρατείτο»; Ή μήπως οι ίδιοι, με την επιχειρούμενη επιλεκτική επίκληση κειμένων, τα οποία φαλκιδεύουν κατά το δοκούν στα σημεία που τους εξυπηρετούν, επιδιώκουν να συναγάγουν τα συμπεράσματα που τους βολεύουν; Ας μη ξεχνάνε, όμως, όσα ο ίδιος ο Ένγκελς έγραφε στις περίφημες επιστολές του, αναφερόμενος στον ιστορικό υλισμό: «ο Μάρξ και εγώ είμαστε υπεύθυνοι, μερικά τουλάχιστον, γιατί οι νεώτεροι στηρίχτηκαν, καμιά φορά περισσότερο από ότι έπρεπε, στην οικονομική πλευρά…».