Με την Τζουμερκιώτικη λαλιά

Κοψομεσιάστηκαν ή κοψοχεριάστηκαν;

Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

Παλιός πολιτικός που χρόνια κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή, ιδρυτής κόμματος, δήλωσε κάποτε πως «το Σάββατο με βρίζετε, την Κυριακή με ψηφίζετε και τη Δευτέρα γινόσαστε κοψοχέρηδες». Μάλλον πρόκειται για διαχρονικό κανόνα που αποδεικνύει την έλλειψη πολιτικής συνείδησης, τη λειτουργία των πελατειακών σχέσεων και κάτι παραπάνω˙ την έλλειψη αυτοκριτικής. Πολλοί ισχυρίζονται πως ο Έλληνας έχει ασθενή μνήμη. Βέβαια η μνήμη, η ικανότητα αυτή του εγκεφάλου να διατηρεί γνώσεις ή εντυπώσεις και να τις ανακαλεί, όταν θέλει, για να λειτουργήσει πρέπει να έχει στηριχθεί σε καίριες και ασφαλείς βάσεις. Ακλόνητες, ατόφιες και καθαρές. Διαφορετικά παραβλέπεται η μνήμη, παραγκωνίζεται και μηδενίζεται η διδαχή της, αφού επικρατεί πλέον το εύκολο, το ανέξοδο και αυτό που ίσως «θα προωθήσει το ίδιον συμφέρον». Και μετά ταύτα λειτουργεί «της κωλοτούμπας το ανάγνωσμα». «Ψήφισα, κοψοχεριάστηκα, θα δώσω μια ακόμη ευκαιρία».

Χρόνια τώρα αυτά διατυπώνονται και γίνονται. Και πάνω στον κανόνα αυτόν αρχίζουν να χτίζονται πάλι οι όποιες πελατειακές σχέσεις (πάλι και πάντα θα γυρνά, σ’ αυτά θα συντίθεται και θα στροβιλίζεται η πελατειακή πραγματικότητα) και όσο κοντεύουν οι εκλογές τάζουν ετούτοι και πλειοδοτούν εκείνοι. Και το τάξιμο παίρνει τη μορφή του βομβαρδισμού. Συνεχόμενο, διαρκές και ενίοτε ακατάληπτο. Δεν έχει σημασία. «Τάξε, τάξε, ίσως και σου δώσουν». Μιλάμε για ψήφο, δεν μιλάμε για λόγο, συνέπεια, πολιτική ιδεολογία και συνείδηση. Αυτά όλα «είναι αλλονού παπά Ευαγγέλια». Κι έτσι η μνήμη αντί για θαλερή γίνεται σακάτισσα και ζητιάνα. Ζητιανεύει την αυτοκριτική, την επισήμανση λαθών και αδυναμιών για τις πράξεις ή παραλείψεις του. Κάτι τέτοιο οπωσδήποτε δεν υπάρχει αφού ο Έλληνας κατέχει διδακτορικό στην κριτική και είναι οργανικά αναλφάβητος στην αυτοκριτική.

Και αυτή η πραγματικότητα εξέθρεψε χρόνια και χρόνια συστήματα πολιτικής προστασίας, κομματικής πελατείας και ασφαλούς πατρωνίας. («Σε ψηφίζω, με εξυπηρετείς- σε εξυπηρετώ με ψηφίζεις»). Πάνω σ’ αυτό το αξίωμα χτίστηκαν καριέρες και ενίοτε ακόμα προσδιορίστηκε η πολιτική πρακτική. Τώρα πια στην ουσία καταργούνται και οι πολιτικές συγκεντρώσεις που ανάλογα με την ικανότητα του σκηνοθέτη όριζαν την επιτυχία τους. Αντικαταστάθηκαν από τα μέσα δικτύωσης όπου ο καθένας «βγάζει το άχτι του», διατυπώνοντας την άποψή του -λέμε τώρα- και ενίοτε βρίζοντας ή υμνολογώντας με τις παπαρδέλες του την σκέψη και ας πούμε τον όποιον «πολιτικό προβληματισμό του».
Τουλάχιστον προβληματισμός δεν είναι. Εκτόνωση; Ίσως. Πολιτικός αναλφαβητισμός; Οπωσδήποτε. Κάτι παραπάνω. Όλα αυτά δείχνουν την έλλειψη πολιτικής συνείδησης. Και η έλλειψη αυτή προέρχεται από την αμάθεια. Την ιστορία χρόνια τώρα την έχουμε στείλει στα σκουπίδια. Τη λογοτεχνία στον κάλαθο των αχρήστων.

Οτιδήποτε θέλει σκέψη «στα τσακίδια». Μόνο φωτογραφία όπου θα εντυπώνεται η αφεντομουτσουνάρα μας και θα την μοστράρουμε διαδικτυακά. Και δεδομένο είναι πως όλοι, όλα τα γνωρίζουν και όλοι έχουν και προσφέρουν λύσεις τις οποίες τις «προσφέρουν» διαδικτυακά. Αρχηγοί κομμάτων από το διαδίκτυο «δεσμεύονται»…, που σημαίνει πως μια τέτοια δέσμευση αντικαθιστά το όποιο πολιτικό πρόγραμμα έχει το Κόμμα. «Δεσμεύομαι!!!» Να, πώς παράγεται η προσωπολατρία και πως προάγεται ο «Πολιτικός αμοραλισμός».

Οι αξίες πάνε καταχωνιάστηκαν. «Αξίες» πλέον έχουμε της πασαρέλας, του φραμπαλά, της αερολογίας και του ωχαδερφισμού. Και αυτές προωθούν τη συσκότιση, την πολιτική θολούρα, την μαζοποίηση και την πολιτική αποχή. Και όταν τυχόν ψηφίζουμε, την άλλη ακριβώς μέρα κοψοχεριαζόμαστε. Δε φταίει ετούτος ή εκείνος. Κι ούτε Μεσσίας υπάρχει. Είναι το σύστημα. Χρόνια τώρα το «λουζόμαστε». Δεν μερεμετίζεται, δεν καλαφατίζεται… Ανατρέπεται.