Με την Τζουμερκιώτικη λαλιά
Χάσαμε τη δυναμική κι όχι τη δύναμή μας
Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
Η μετακατοχική κοινωνία των Τζουμέρκων, βαριά τραυματισμένη από τη Γερμανική συμφορά και τον Εμφύλιο λειτουργούσε με τους νόμους και τους κανόνες του μετεμφυλιακού κράτους που εφάρμοζαν επακριβώς και με περισσή σωφροσύνη ο χωροφύλακας και οι παντοιοτρόπως εντεταλμένοι… Στην ανάπτυξη ούτε λόγος, αφού ποτέ δεν μπήκαν σε τέτοια φάση τα Τζουμέρκα. Η ανάπτυξη έρχεται με έργα υποδομής και όχι με παροχή υπηρεσιών. Κάτι τέτοιο υπολογίζονταν μόνο με την μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική. «Ουχ, μανούλα μ’. Τα είδαμε από παλιά τα χαΐρια μας. Άιντε, σε λίγα χρόνια ούτε ψ’χούλα δεν θα μείν’ στον τόπο μας». Ίσως η μοναδική προφητεία που επαληθεύτηκε!
Και γι’ αυτό εναπέθετε, κάθε οικογένεια, τις ελπίδες της στις σπουδές των αγοριών στην αρχή και μετέπειτα των παιδιών και μάλιστα αγοριών και κοριτσιών! Είχαν τρόπον τινά σταματήσει τα Γραμμάτια που ξοφλούσε ο κάθε γονιός για το πάντρεμα της θυγατρός του. Τώρα άλλα ξοφλούσε. «Σπουδάζ’ παιδί. Πού να σ’κώσ’ κεφάλ’». Και με σκυμμένο ή όχι κεφάλι περίμενε ο γονιός πότε θα αποσχολίσ’ το παιδί για να πάει στο Πανεπιστήμιο. Μια κάποια λύση ήταν και η Βελά εκεί στα Γιάννενα που έβγαιναν δάσκαλοι. Και παραπέρα. Στην Αθήνα. Στην Αθήνα, όπου (κυρίως Γαλάτσι) είχαν στήσει σε διάφορες περιοχές ένα μικρό χωριό.
Μια μικρή κοινωνία που τη συνέθεταν οι χωριανοί, όσοι δούλευαν στις οικοδομές και «όσα παιδιά σπούδαζαν». Μια κοινωνία με «σχέσεις χωριανικές» και με απόλυτη στοχοπροσήλωση: «να κάνουμε κάτι καλύτερο. Να ξεφύγουμε από την φτώχια». Κι αυτό ακριβώς σηματοδοτούσαν οι σπουδές. Και οι μανάδες; Εκατομμύρια σκάλες… Χιλιάδες σφουγγαρίστρες έστυψαν τα χέρια τους. Και μας μάθαιναν, μας κατηχούσαν. Να πάρεις το χαρτάκι, για να αποκατασταθείς. Να δουλέψεις σύμφωνα με τα προσόντα σου και τις σπουδές σου και να μην «αναγκαστείς ποτέ στη ζωή σου να φιλήσεις κατουρημένες ποδιές». Τα κόμπια στα χέρια τους μαρτυρούσαν αυτή την ακατανίκητη αξιοπρέπεια. Και το απαιτούσαν. Να την κάνουμε τρόπο ζωής.
Κι έτσι φτωχοπορεύθηκε ολόκληρη η κοινωνία. Τα πράγματα όμως άλλαξαν. Πάει το αξίωμα της γιαγιάς «να μάθετε γράμματα να ανοίξετε τα φωτερά σας». Τα παραανοίξαμε ή μας τα παραάνοιξαν! Το Τζουμέρκο εγκαταλείφθηκε. Στην ουσία «ηττήθηκε» ολοκληρωτικά από την μετανάστευση και την πλειοδοσία των διορισμών και τη δυναμική των πελατειακών σχέσεων. «Εγώ διορίζω… Πλείστοι διορίζουν…» Και αντί να βάλουν μυαλό προσπάθησαν, δεν λέω και άλλαξαν αξίες, και ιδεώδη και ιδανικά που εν πάση περιπτώσει, κουτσά στραβά, «βασίλευσαν» στην ελληνική κοινωνία.
Σιγά μη χρειάζονται σπουδές για να δουλέψεις. Πρώτα βρίσκομαι τη δουλειά και μετά τα χαρτιά. Έτοιμοι και ψάχνουμε για τα έτοιμα. Και τα έτοιμα μας ήρθαν. Φερετζέδες, καπίστρια…Όλα για τη σωτηρία μας! Ερείπια με κατακρεουργημένη την περηφάνια. Ακούς χαρτιά. Δεν χρειάζονται… Μια γενιά που δεν γνωρίζει τι θα πει δουλειά με δικαιώματα, χωρίς να ξέρει τι πάει να πει διεκδίκηση (να τη μισεί και να την αντιπαθεί), να ευτελίζει κάθε φωνή αντίστασης και να θεωρεί κάθε αγώνα για ένα καλύτερο αύριο «εξωνημένο» και διαβλητό.
Μια γενιά που έχασε το μέτρημα των χρόνων, το μέτρημα των εξαγγελιών, τον μπούσουλα και τη δύναμή της.Τη δυναμική δεν νομίζω να έχασαν, αφού είναι αλήθεια πως «ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν/ ακόμα.Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!» Μανόλης Αναγνωστάκης