Με την Τζουμερκιώτικη λαλιά
Κάποτε στα Τζουμέρκα
Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
Οι Πανελλήνιες εξετάσεις καταφθάνουν. «Αριστείς» και «ντουβάρια» θα διαγωνιστούν «για μια θέση στα ΑΕΙ». Και μένα μού ‘ρχονται στο μυαλό μου όλα όσα γίνονταν στα Τζουμέρκα τέτοιες ημέρες. Και ακόμη περισσότερο: η νοοτροπία των Τζουμερκιωτών. Έχουμε, λοιπόν και λέμε. Από τη δεκαετία του πενήντα το Τζουμέρκο ήταν σε ανοικοδόμηση. Τα σπίτια παντελώς κατεστραμμένα καθόσον είχαν προηγηθεί οι βάρβαροι «που κατέσκαψαν κάθε ιερό και όσιο και κατέκαψαν όλο το βιος μας». Οι Γερμανοί. Στη συνέχεια ήταν και ο εμφύλιος και απόσωσε το κακό. Η ανοικοδόμηση γινόταν «κοινή προσπαθεία» όλου του χωριού. Ετούτη την εβδομάδα στον Γιώργο, μετά στον Κώστα και έχει ο Θεός. Όλα από κοινού και με τη σειρά τους. Δεν γινόταν αλλιώς. Δεν χωρούσε σ’ αυτή την υπόθεση ούτε ιδιωτικό κέρδος κι ούτε καμιά εργολαβία.
Είχαν συνηθίσει όλοι οι Τζουμερκιώτες στην κοινή προσπάθεια. «Ουχ, κι αν έζησε το Τζουμέρκο ήταν γιατί το πρόβλημα του καθενός ήταν πρόβλημα του χωριού», έλεγε και ξανάλεγε η γιαγιά. Και εγώ «ο πολύξερος» την ειρωνευόμουν. Κι αυτή απαντούσε. «Πού να ξέρετε εσείς από τέτοια. Ό,τι φάμε, κι ό,τι πιούμε και ό,τι αρπάξει ο κώλος μας είστε. Δεν βγαίν’ έτσι η ζωή. Είναι και ο διπλανός. Πάρτε το χαμπάρ’». Το πήρα αργότερα, πολύ αργότερα όταν κατάλαβα πως αυτό που έλεγε η γιαγιούλα ήταν ο ορισμός της κοινωνικής συνείδησης. Με τα δικά της τα δυνατά, τα όμορφα και τα γλυκόλαλα λόγια στηλίτευε τον ατομισμό και την ιδιώτευση. Τα αληθινά, τα ατόφια, «χωρίς περικοκλάδες, «γεμάτα ζουμί και αλήθεια».
Από την κοινή προσπάθεια εξαιρούνταν μόνο οι μαθητές και ειδικότερα όσοι «πήγαιναν» στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου. «Είχαν απλωμένο τραχανά» αυτοί. Θα έδιναν πανελλήνιες εξετάσεις. Υπόθεση όλου του χωριού. «Η λάσπ’ δεν τελειών’ ποτέ. Άνθρωπος γίνεσαι μόνο με τα γράμματα». Το ‘λεγαν και το ξανά ‘λεγαν σ’ όλους τους τόνους και με όλους τους τρόπους. «Μάθ’τε γράμματα μην σας κόψω τον καρδυλάγγο μωρέ ζαλουταραμένα». Και συνέχιζαν. «Να γίνεται άνθρωποι της προκοπής. Να σας προσκυνάν’ και να μην προσκυνάτε κανέναν». Αξίωμα ζωής. «Να μείνετε ελεύθεροι Τζουμερκιώτες με καθαρό το κούτελο. Γραμματιζούμενοι».
Με αυτές τις συνθήκες και πιεζόμενοι πανταχόθεν «να σπουδάσετε, γιατί θα σας φάει το φτυάρ’ στο ποτάμ’ να μαζεύετε αμμοχάλικο και δεν θα σας λυπάται κανένας», θεωρούνταν αδιανόητο κάποιος και αργότερα κάποια να μην «ξεσκολίσ’ απ’ το Γυμνάσιο και να σπουδάξ’ και παραπέρα». Ώσπου «το παραπέρα» γίνει πραγματικότητα το δώθε ήταν στην ουσία ανυπόφορο. Δεν τολμούσε κανένας να ξεμυτίσει έξω από το σπίτι, να πάει κάπου, να παίξει κλπ. Όλοι τον κυνηγούσαν. «Πού πας; Τελείωσες το διάβασμα;» Κι αν έπεφτες στο πηγάδι-έκανες το λάθος και απαντούσες «ναι τέλειωσα», τότε φωτιά που σ’ έκαψε. Έπεφταν τα σκαμπίλια σύννεφο, ακριβώς κατά το «πέφτουν οι σφαίρες σαν χαλάζι». «Λες και ψέματα. Τελειών’ ποτέ το διάβασμα μωρέ κοπρίτ’; Δεν τελειών’ ποτέ. Άει τσακίσ’… Στο σπίτ’ και μη σε ξαναδώ έξω». Ο πάσα ένας. Άντρας, γυναίκα, συγγενής, φίλος, χωριανός… Όλοι ορμήνευαν με τον τρόπο τους… Και με το λόγο και με τη ράβδο.
Η κλειστή κοινωνία συλλειτουργούσε με όλα τα προβλήματα και ο καθένας συμπαραστέκονταν σε κάθε προσπάθεια, αφού τα πλείστα ζητήματα θεωρούνταν ζητήματα όλου του χωριού. Παράδειγμα. Ημέρα αποτελεσμάτων. Η ενημέρωση θα γινόταν ή με σχετικό τηλεγράφημα «όποιος είχε κάποιον δικό του και πήγαινε στο Υπουργείο Παιδείας» ή το βράδυ που θα μεταδίδονταν από το ραδιόφωνο τα αποτελέσματα. Βάζαμε το ραδιόφωνο και ακούγαμε… όλα τα ονόματα απ’ όλες τις σχολές. Μέχρι να ακούσουμε και τον δικό μας χωριανό.
Έτσι έγινε και εκείνη τη χρονιά. Το απόγευμα ήλθε το τηλεγράφημα για την Ντίνα. Στη Φιλοσοφική. Οι υπόλοιποι χωριανοί δεν πήραν καμιά και από πουθενά ειδοποίηση. Έξι εν συνόλω. Πήγαμε στο σπίτι της Ντίνας. Γιορτές, πανηγύρια, αλλά το ραδιόφωνο τέρμα και ακουγόντουσαν τα ονόματα των επιτυχόντων. «Να μάθουμε για όλα τα παιδιά», είπε ο μπάρμπα Γιώργος. Ακούμε τα ονόματα δύο από τη συντροφιά μας. Κάνουμε να φύγουμε να κι άλλος ένας. Πηγαίνουμε στο σπίτι του Μιχάλη ακούμε και τον Πέμπτο. Εν τω μεταξύ είχαμε πιει «όλο το Βόσπορο». Μεσάνυχτα και βάλε. Ο τελευταίος έφυγε για το σπίτι του πλήρως απογοητευμένος και «βέβαιος» για την αποτυχία του. «Δεν πέρασα», έλεγε μέσα του. «Δεν πειράζει. Ξαναδίνω». Τον περίμενε όλο χαρά η μάνα του στην πόρτα. Τον αγκάλιασε και του ανακοίνωσε την επιτυχία του. Ούτε που κατάλαβαν τον Μιχάλη που ερχόταν σφενδόνα για να πει το ευχάριστο και από τη φόρα που είχε χτύπησε επάνω στην πόρτα. Έπεσε η πόρτα με μεγάλο πάταγο. Τότε σε πέντε λεπτά μαζεύτηκε όλος ο μαχαλάς. Για πότε εμφανίστηκαν φαγητά, τυριά και τηγανισμένα αυγά, κρασιά και αργότερα πίτες ακόμα το θυμάμαι και απορώ. Στήθηκε ένα γλέντι τρικούβερτο. Πάμπλουτο. Όχι τόσο για τα εδέσματα αλλά για τα συναισθήματα….