
Μια οφειλόμενη επίσκεψη – προσκύνημα στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου
Γράφει ο Γιώργος Πριόβολος
Μια υπόσχεση στον εαυτό μου εδώ και πολλά χρόνια
Η επίσκεψη στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου δεν ήταν για μένα απλώς ένα ταξίδι. Ήταν μια υπόσχεση, μια ανάγκη, ένα ηθικό χρέος που με βάραινε χρόνια. Ήθελα να σταθώ εκεί, όπου η ανθρώπινη ύπαρξη συνθλίφτηκε με τον πιο βίαιο και συστηματικό τρόπο. Να δω με τα μάτια μου αυτό που πολλές φορές διάβασα σε βιβλία, παρακολούθησα σε ντοκιμαντέρ, άκουσα από επιζώντες – όσους είχαν τη δύναμη να μιλήσουν.
Το όνομα μόνο –Άουσβιτς– προκαλεί ρίγος. Ένα σύμβολο απόλυτου κακού, ο πιο αναγνωρίσιμος τόπος εξόντωσης του 20ού αιώνα. Μα τίποτα, απολύτως τίποτα, δεν σε προετοιμάζει για το πώς είναι να βρεθείς εκεί. Το τοπίο ήσυχο, σχεδόν γαλήνιο, κι όμως η ατμόσφαιρα βαριά, φορτισμένη με τις κραυγές εκείνων που χάθηκαν. Σιωπηλές κραυγές που συνεχίζουν να ηχούν.
Καθώς περνούσα την πύλη με τη γνωστή επιγραφή «Arbeit Macht Frei» («Η εργασία απελευθερώνει»), ένα κύμα συναισθημάτων με κατέκλυσε. Δεν υπήρχε πια χρόνος για θεωρία ή αποστασιοποιημένη σκέψη. Ήταν σαν να μπαίνω σ’ ένα μαυσωλείο ζωών και ονείρων που έσβησαν άδικα. Το χώμα έμοιαζε να θυμάται. Οι τοίχοι μιλούσαν.
Το Άουσβιτς δεν είναι μόνο ένας τόπος μαρτυρίου. Είναι και ένας τόπος ιστορικής μαρτυρίας. Πάνω από 1,1 εκατομμύρια άνθρωποι, κυρίως Εβραίοι, αλλά και Πολωνοί, Ρομά, ομοφυλόφιλοι, Σοβιετικοί αιχμάλωτοι και άλλοι, εξοντώθηκαν εδώ από τους ναζί με μεθοδικότητα και απάθεια. Ο βιομηχανικός χαρακτήρας της εξόντωσης είναι που παγώνει περισσότερο το αίμα: θάλαμοι αερίων, φούρνοι καύσης, καταγραφή, διαλογή, αριθμοί αντί για ονόματα.
Στο Μπιρκενάου, το δεύτερο και μεγαλύτερο τμήμα του στρατοπέδου, η φρίκη αποκτά άλλες διαστάσεις. Η απεραντοσύνη του τόπου, τα απομεινάρια των θαλάμων και των τρένων, οι φραγμοί και τα σύρματα, σου προκαλούν δέος και τρόμο. Η μαζικότητα του εγκλήματος σου αποκαλύπτεται πλήρως. Εκεί συνειδητοποιείς πως το Άουσβιτς δεν ήταν απλώς μια φυλακή ή ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ήταν εργοστάσιο θανάτου.
Προχώρησα σιωπηλά ανάμεσα σε εκθέματα – μαλλιά, παπούτσια, βαλίτσες με ονόματα, παιδικά παιχνίδια. Αντικείμενα καθημερινότητας που απέκτησαν μια τραγική μεταφυσική διάσταση. Αντικείμενα ανθρώπων που πίστεψαν, για λίγο, ότι ίσως πάνε για δουλειά, ότι ίσως σωθούν. Και μόνο η ιδέα ότι αυτοί οι άνθρωποι κουβαλούσαν μαζί τους σαπούνι ή κουβέρτες, αγνοώντας τον φρικτό προορισμό τους, με συγκλόνισε.
Το πιο σκληρό κομμάτι της επίσκεψης δεν ήταν τα κτήρια. Ήταν τα πρόσωπα. Οι φωτογραφίες κρατουμένων με ονόματα, ημερομηνίες εισόδου και –πολύ συχνά– ημερομηνίες θανάτου. Άνθρωποι που έζησαν λίγες μέρες μετά την άφιξή τους. Άνθρωποι με βλέμμα άδειο, σβηστό ή γεμάτο φόβο. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι πια στατιστικά. Είναι οι Ρίβα, ο Γιάκομπ, η Ανέλκα, ο Λέον. Κάθε τους φωτογραφία μια ιστορία που έμεινε ανολοκλήρωτη.
Η σιωπή του χώρου γινόταν ολοένα πιο έντονη. Σαν κάθε πέτρα, κάθε τοίχος να ήξερε και να θυμόταν. Ο χρόνος έμοιαζε να έχει παγώσει για πάντα εκεί, με τις ψυχές των αθώων να αιωρούνται ανάμεσα στα ερείπια και τα συρματοπλέγματα. Οι σειρές από χαμηλά κτίσματα, τα ερείπια των θαλάμων, οι γραμμές των τρένων που οδηγούσαν κατευθείαν στην πύλη του Μπιρκενάου, συνθέτουν ένα σκηνικό που μιλά χωρίς λόγια. Εκεί δεν χρειάζεται να φωνάξει κανείς. Ο τόπος ο ίδιος φωνάζει για λογαριασμό όλων.
Και η φωνή αυτή λέει: «Ποτέ ξανά».
Φεύγοντας, αναρωτήθηκα τι απομένει τελικά από μια τέτοια επίσκεψη. Η θλίψη; Ο θυμός; Η απόγνωση; Όλα αυτά ναι, αλλά πάνω απ’ όλα μια αίσθηση χρέους. Να μην ξεχάσουμε. Να μη συνηθίσουμε. Να αντιστεκόμαστε στον ρατσισμό, στη μισαλλοδοξία, στο μίσος. Το Άουσβιτς δεν είναι μόνο παρελθόν. Είναι προειδοποίηση.
Η ανθρωπότητα απέδειξε στο Άουσβιτς ότι μπορεί να γίνει τέρας. Και αν αυτό συνέβη μία φορά, μπορεί –αν μείνουμε αδρανείς– να συμβεί ξανά. Οι σπόροι του φασισμού, της ξενοφοβίας, του αντισημιτισμού φυτρώνουν ακόμη και σήμερα. Το να θυμόμαστε δεν είναι αρκετό. Πρέπει να διδάσκουμε, να παρεμβαίνουμε, να υπερασπιζόμαστε το αυτονόητο: την αξία της ανθρώπινης ζωής.
Αυτή η επίσκεψη δεν με λύτρωσε. Με δέσμευσε. Να μιλώ. Να μην ξεχνώ. Να φροντίζω, όσο μπορώ, να μην ξαναδούμε Άουσβιτς. Ήταν ένα προσκύνημα στη μνήμη των νεκρών, αλλά και μια υπόσχεση στους ζωντανούς. Να παραμείνουμε άνθρωποι.