Την ίδια στιγμή που η χώρα μας έχει γίνει είδηση για τα αποτελέσματα της αμυντικής της στρατηγικής απέναντι στον κορονοϊό και ο ελληνικός λαός δέχεται επαίνους για την υποδειγματική του πειθαρχία, διεθνείς οργανισμοί, όπως ο ΟΟΣΑ, εκτιμούν ότι η κατακρήμνιση του ελληνικού ΑΕΠ μπορεί να φτάσει σε διψήφια ποσοστά, όταν θα έχει καταλαγιάσει η πανδημία και θα έχει έρθει η ώρα του απολογισμού. Δύο εντελώς αντίθετες εικόνες για την ίδια χώρα.
Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική οικονομία και κοινωνία δεν έχουν ακόμη συνέλθει από την προηγούμενη δεκαετή κρίση, καθώς είναι ακόμα πολλές οι πληγές που δεν έχουν προλάβει να επουλωθούν.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την πανδημία δεν αρκεί, χωρίς την αποφασιστικότητα των πολιτών να εφαρμόσουν τα μέτρα που υιοθετεί. Ομοίως, οι προσπάθειες των επαγγελματιών, των μικρομεσαίων επιχειρηματιών και των εργαζομένων να επιβιώσουν δεν αρκούν, εάν δεν υπάρχει η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να τους στηρίξει.
Το σήμα που θα εκπέμψει η πολιτεία προς τους πολίτες της δεν πρέπει να είναι «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Όπως δεν επιτρέπεται να το κάνει στην υγειονομική κρίση, έτσι δεν επιτρέπεται να το κάνει και στην οικονομική κρίση.
Με 900.000 επιχειρήσεις και 700.000 επαγγελματίες να βρίσκονται σε οριακή κατάσταση λόγω της πρωτοφανούς κρίσης, δεν έχουμε ακόμα δει εμπροσθοβαρήμέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας για όλους τους κλάδους που πλήττονται, αλλά κάποια μέτρα ανακούφισης με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Αντίθετα, αυτό που έχουμε δει, είναι μια κυβέρνηση που όχι μόνο δεν δίνει την ευκαιρία σε όλες τις επιχειρήσεις να σωθούν, αλλά φτάνει στο σημείο να αποφασίζει η ίδια ποιες επιχειρήσεις θα επιζήσουν και ποιες θα οδηγηθούν σε οικονομικό θάνατο.
Παρά την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να επιτρέψει στις κυβερνήσεις, εκτάκτως και κατά παρέκκλιση από τους κανόνες, να χορηγούν και άμεσες απευθείας ενισχύσεις προς τις επιχειρήσεις, η ελληνική κυβέρνηση δεν φαίνεται να αξιοποιεί αυτό το εργαλείο.
Αυτό αντανακλά η πρόθεσή της να παράσχει νέο δανεισμό με κρατική εγγύηση και να δώσει εξάμηνη αναστολή δανειακών δόσεων μόνο για τις επιχειρήσεις που ήταν ενήμερες στις τράπεζες την 31/12/2019, ενώ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αφορούν πάνω από το 50% των μικρομεσαίων και το 60% των πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Και δεν αναφερόμαστε στους στρατηγικούς κακοπληρωτές, στους οποίους η Τράπεζα της Ελλάδος εντάσσει μόλις έναν στους έξι οφειλέτες. Αναφερόμαστε στις επιχειρήσεις που την 31/12/2019 εμφάνιζαν 3-6 μήνες καθυστέρηση και οι οποίες αποτελούν το 39% των μη καταγγελμένων απαιτήσεων, με βάση τα στοιχεία Δεκεμβρίου 2019.
Τις επιχειρήσεις που βίωσαν την υπέρμετρη φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση από την προηγούμενη κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να χρωστούν, σχεδόν, παντού και να προσπαθούν να ρυθμίσουν, σχεδόν, παντού: εφορία, ασφαλιστικά ταμεία, ΔΕΗ, τράπεζες Αναφερόμαστε στις επιχειρήσεις που οι τράπεζες δεν τους έκαναν ρεαλιστικές και βιώσιμες προτάσεις, ώστε να ρυθμίσουν τα δάνειά τους.
Συμβαίνει, λοιπόν, το εξής αντιφατικό: Η κυβέρνηση επιτρέπει σε όλες τις επιχειρήσεις (χωρίς τα κριτήρια των τραπεζών) να πάρουν πίσω την προκαταβολή φόρου από το κράτος, την ίδια στιγμή που τα δάνεια που θα εγγυηθεί το κράτος στις επιχειρήσεις θα δίνονται με τους όρους των τραπεζών και σε ορισμένες επιχειρήσεις.
Η Ελλάδα ορθώς ζητά την έκδοση ευρωομολόγου, δηλαδή δανεισμού χωρίς τους όρους ενός μνημονίου, και απευθύνεται στις ισχυρές χώρες της Βόρειας Ευρώπης που διαφωνούν. Την ίδια στιγμή, η ίδια συμπεριφέρεται απέναντι στις ελληνικές επιχειρήσεις με την ίδια ιδεοληψία που συμπεριφέρονται η Γερμανία και η Ολλανδία απέναντι στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες του νότου;
Είναι η στιγμή η κυβέρνηση να αναλογιστεί την ηθική διάσταση των αποφάσεών της και να τις αλλάξει, όσο πιο έγκαιρα γίνεται. Η προσπάθεια να κρατήσουμε ζωντανή την οικονομία, ισοδυναμεί με την προσπάθεια να κρατήσουμε όρθια την κοινωνία. Αυτή οφείλει να είναι η μόνη έγνοια σήμερα για την κυβέρνηση και για κάθε πολιτική δύναμη σε αυτή τη χώρα.