Μνησιπήμων πόνος

στη μνήμη του πατέρα μου

“…Η απώλεια πυροδοτεί την μνήμη. Άναρχα, κινηματογραφικά. Εγκιβωτίζει ψηφίδες χαρμολύπης, ξέπνοα φτερουγίσματα στα βουνά και τις θάλασσες, τον κότσυφα που σκούζει στα Ζαγοροχώρια, στον Κάμπο της Χίου, στην Βάθεια, την αρμύρα και την σκουριά στις μικρές Κυκλάδες, καθόλου απονήρευτες πια. Είναι μνήμη θνήσκουσα, θρυμματισμένη, ύστερο βλέμμα στην δική σου Νέκυια. Είναι μια μνήμη αμήχανη, παγιδευμένη στην νοσταλγία, ναρκωμένη στη συγκίνηση. Μνήμη χωρίς αντιστάσεις…”

Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου

Λίγο πριν τον δεκαπενταύγουστο φέτος το καλοκαίρι ξαναβρέθηκα στην αγαπημένη μου και φιλήσυχη Σκήτη στον Άθω, όπου ο Δικαίος της, παλιός φίλος και συμφοιτητής στη Νομική, με φιλοξενεί γενναιόδωρα πολλά χρόνια τώρα.
Αυτή τη φορά δεν ζήτησα να πάω στη Βιβλιοθήκη ούτε στο Μουσείο που με τόση φροντίδα και μεράκι έστησε απ’ την αρχή ο Φιλήμων.
Δεν ξέρω γιατί αλλά ζήτησα να πάω στο κοιμητήριο των καλόγερων, δηλαδή στο χώρο που «κοιμούνται» οι μοναχοί μετά την εκδημία τους. Θάμνοι και βασιλικοί όριζαν την γη τους και μόνο ένας μικρός ξύλινος σταυρός, με μια ημερομηνία κι ένα όνομα, θύμιζε το πέρασμα κάποιου απ’ τη ζωή. Αυτών των κεκοιμημένων στο ξόδι της ζωής τους, ούτε βρέθηκε ούτε έκλαψε μάνα, ζήτημα αν ήταν εκεί κάποιος δικός τους, λαϊκός, ή κάποιος απ’ τους ευκαιριακούς ταξιδιώτες του Άθω.
Το επέκεινα αυτών ήταν ένα απλό θρόισμα ανέμου, μια κατάφαση ζωής χωρίς πραγματική βιωτή, μια υπόμνηση της συνέχειας από μια επαγγελούμενη α-συνέχεια. Η απώλεια, ωστόσο, είναι απώλεια. Κι ο θάνατος, ως υπέρτατη απώλεια, είναι απόλυτος, χωρίς αστερίσκους.
Η διατήρηση της μνήμης, είτε στα ταφικά μνημεία της Αλεξάνδρειας και του Α΄ νεκροταφείου της Αθήνας όπου δοξολογούνται τα σώματα χωρίς αναμνήσεις, είτε σε ξωκλήσια και στους πίσω αυλόγυρους των μοναστηριών όπου και πάλι κείτονται σώματα χωρίς αναμνήσεις, υπακούει στους κανόνες των ζωντανών κι ας ομνύουν στους πεθαμένους .

Διατήρηση της μνήμης σημαίνει κατεξοχήν διαχείριση της απώλειας, σημαίνει προσκλητήριο αισθήσεων, διέγερση αισθημάτων.
Διατήρηση της μνήμης είναι, συνήθως, η περιχαράκωση του σεβασμού, η εντός ορίων διαφύλαξη των τιμαλφών του καθενός και της καθεμιάς μας, το θύειν σε πεφιλημένους, οι ξεθωριασμένες, κιτρινισμένες φωτογραφίες δίπλα σε πλαστικά λουλούδια στους χορταριασμένους τάφους, ασπρόμαυρα λευκώματα μιας άναρχης, ακανόνιστης ζωής όπου οι πίσω, οι τελευταίες σελίδες, είναι κενές, δεν υπάρχουν φωτογραφίες ούτε και φωτογράφοι.
Η απώλεια είναι υπόθεση προσωπική, δεν εκχωρείται. Είναι το θάμβος της οδύνης μπροστά στο τέλος, είτε προβλέψιμο είτε απρόοπτο. Είναι το κατεξοχήν βίωμα που γίνεται ο «Γολγοθάς» του υπέρτατου, είναι το ύστατο χαίρε πίσω και πάνω απ’ τον χρόνο, μια φευγαλέα ματιά από τον κόσμο των ζωντανών στον κόσμο των νεκρών, στον κόσμο των χαμένων.

Η απώλεια πυροδοτεί την μνήμη. Άναρχα, κινηματογραφικά. Εγκιβωτίζει ψηφίδες χαρμολύπης, ξέπνοα φτερουγίσματα στα βουνά και τις θάλασσες, τον κότσυφα που σκούζει στα Ζαγοροχώρια, στον Κάμπο της Χίου, στην Βάθεια, την αρμύρα και την σκουριά στις μικρές Κυκλάδες, καθόλου απονήρευτες πια. Είναι μνήμη θνήσκουσα, θρυμματισμένη, ύστερο βλέμμα στην δική σου Νέκυια. Είναι μια μνήμη αμήχανη, παγιδευμένη στην νοσταλγία, ναρκωμένη στη συγκίνηση. Μνήμη χωρίς αντιστάσεις.
Αυτή η μνήμη θησαυρίζεται με τον δικό της τρόπο, με τους κατάδικούς της ρυθμούς, είναι τόσο διαφορετική κι ας είναι η ίδια.
Σκέφτομαι για παράδειγμα τους γονείς των παιδιών των Τεμπών. Σκέφτομαι την συναυλία στο Καλλιμάρμαρο, τις διαμάχες που πυροδότησε, τα εξώδικα που στοιχειώνουν τους σκοτωμένους, τις αντοχές του ανήκουστου. Σκέφτομαι τον πόνο της κάθε μάνας, του κάθε πατέρα, του κάθε συντρόφου, των παππούδων. Πόνος ίδιος αλλά και διαφορετικός. Πόνος βουβός αλλά και πόνος δημόσιος, πόνος ιδιωτικός και πόνος καταγγελτικός, πόνος ανώνυμος και πόνος επώνυμος, πόνος αθέατος και πόνος εκτεθειμένος. Αυτός ο πόνος, ίδιος και διαφορετικός για τους ανθρώπους των χαροκαμένων, δεν κανοναρχείται, δεν υπακούει σε νόρμες. Άλλοτε ξεχύνεται ορμητικά σε πρωινάδικα, σε επιτροπές του Ευρωκοινοβουλίου κι άλλοτε μαραζώνει σε αναμμένα καντηλάκια αφημένα με αγάπη και χωρίς ξόδι σε εφηβικά δωμάτια, χωρίς εφήβους, χωρίς τάφους.

Την περσινή Άνοιξη (βλ. «ΗΧΩ» της 24-3-2023) σημείωνα «…Μέσα σαυτή την αντάρα σκέφτομαι το θαμπό αποτύπωμα της οδύνης. Τον σπαραγμό της απώλειας. Το πένθος του Ομηρικού έπους στα έθιμα ταφής του Τρωικού πολέμου, τον Πρίαμο, την Εκάβη, την Ανδρομάχη.
Αναλογίζομαι τον θρήνο, την άφατη θλίψη, την απουσία. Αναλογίζομαι την αυτό-εξορία όσων έμεναν πίσω, την άρνηση να δεχτούν, την θέληση να πονέσουν. Αναλογίζομαι την ψευδαίσθηση μιας α-συνέχειας, έναν μοναχικό δρόμο προς το Σινά, μια μυθιστορία του επέκεινα. Αναλογίζομαι την απώλεια στα απόκρυφα και τιμαλφή της ζωής μας, ύστατο χαίρε και αντίδωρο αυτογνωσίας, απεικόνιση ιέρειας σε λήκυθο του αρχαιολογικού μουσείου. Αναλογίζομαι την απώλεια σαν ανάγκη υπέρβασης, ύστατη ενσυναίσθηση του τότε και του τώρα…».
Δεν ανήκω στους θιασώτες της «συγκίνησης της Δημοκρατίας». Η απώλεια και η διαχείριση της είναι προσωπική, ανεκχώρητη. Περιφρουρείται περιχαρακωμένη κατ’ ιδίαν, δεν γίνεται λαϊκό ανάγνωσμα. Υπακούει στον ιδιαίτερο κώδικα του έσω βίου, σαυτόν δηλαδή που στιγματίζει την ταυτότητα του καθενός και της καθεμιάς μας.
Το πώς θα πενθήσεις και θα κλάψεις τον άνθρωπό σου υπακούει στους ρυθμούς του «μέσα» μας, στα εσώψυχα του καθενός και της καθεμιάς μας, στην θεώρηση αυτού που αποκαλούμε «θαύμα ζωής» όπου η βιωτή ορίζεται και από το δικό της τέλος.
Και ο μεν χρόνος λογίζεται ως «πανδαμάτωρ», τέτοιος δηλαδή που μεταβολίζει τον πόνο, τον γλυκαίνει, αν γλυκαίνεται ποτέ ο πόνος. Πλην όμως ο χρόνος έχει μνήμη, έχει διάρκεια, συνοχή. Με άλλα λόγια ο χρόνος είναι α-χρονος στον κόσμο των κεκοιμημένων, στον κόσμο των χαμένων ζωντανών. Η μνήμη λειτουργεί ευεργετικά στον χρόνο. Αντλεί το «είναι» της από το παρελθόν, αρδεύει στο σύμπαν του αθέατου, σκιαμαχεί με φιγούρες και βλέμματα που έγιναν κορνίζες σε μνημόσυνα και κομοδίνα.

Στα θησαυρισμένα κείμενα που επέλεξα να κρατώ και επιστρέφω συχνά είναι κι ένα γραμμένο το μακρινό 1995 από την Ελεωνόρα Σκουτέρη – Διδασκάλου. Επιγράφεται «φευγαλέες γραφές» και αντιγράφω αναιδώς αλλά με σεβασμό: «…Μήπως δεν έλεγαν τάχα οι παλιότεροι πως οι δύο κόσμοι, ο πάνω και ο κάτω, επικοινωνούν και πως ανάμεσά τους κυκλοφορούν σώματα και ψυχές, εικόνες και αντικείμενα, κλάματα και στεναγμοί, μνήμες και προσφορές, ευχές όμως και κατάρες. Και δεν λέγαν ακόμη πως σε κάθε αγύριστο ταξίδι, τότε που αποδημούσαν έκαστος αποδημίαν επιστροφήν μη έχουσαν, φεύγουν γράμματα για τους αποθαμένους, λόγια, παραγγελιές και παράπονα, αρματωσιές για τους ναούς, προικιά για τις κόρες, χαρτιά για τους γραμματικούς, πανιά για τα μικρά παιδιά.
Εδώ, όμως, στον ταπεινό αποθέτη της κοινωνίας, οι ταφικές φωτογραφίες αργοπεθαίνουν γλυκά και απαλά με το πέρασμα του χρόνου, μαζί εξασθενίζει και η μνήμη των ζωντανών. Μετά, τετέλεσται…»
Προσυπογράφω. Εξάλλου η κάθε απώλεια είναι κι ένα υστερόγραφο ζωής.

ΥΓ . Ο τίτλος είναι δάνειος. Τον συναντάς στην «Ορέστεια» του Αισχύλου. Τον μετέγραψε μοναδικά ο Γ. Σεφέρης στον «Τελευταίο Σταθμό».