
Της Αναστασίας Καρρά
Ο δρόμος των συγκρούσεων και των θρύλων
Είναι προφανές λοιπόν πως η διαδρομή που ενώνει την Άρτα με τη Θεσσαλία δεν υπήρξε ποτέ μια απλή οδός επικοινωνίας· ήταν μονοπάτι στρατιωτικής στρατηγικής, πέρασμα προσώπων που άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους στην Ιστορία. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελεί η Μάχη των Φαρσάλων — εκεί όπου ο κόσμος της Ρώμης κρατήθηκε για λίγο μετέωρος, αναμένοντας την απόφαση της τύχης.
Ήταν το καλοκαίρι του 48 π.Χ., όταν δύο γίγαντες της ρωμαϊκής Ιστορίας, ο Πομπήιος ο Μέγας και ο Ιούλιος Καίσαρας, βρέθηκαν αντιμέτωποι σε μία από τις κρισιμότερες μάχες του ρωμαϊκού εμφυλίου. Ο Καίσαρας, ξεκινώντας από τη Νικόπολη, με στρατό που αριθμούσε περίπου 22.000 λεγεωνάριους και 1.000 ιππείς, διέσχισε το τραχύ ανάγλυφο των ανατολικών ηπειρωτικών βουνών, ανοίγοντας περάσματα ανάμεσα σε φαράγγια, στήνοντας γέφυρες από κορμούς δέντρων και δέρματα ζώων, χαράσσοντας κυριολεκτικά τη διαδρομή του στην πέτρα. Μονάχα με τη φαντασία μπορεί κανείς σήμερα να αναπλάσει το πέρασμα αυτής της πολυάριθμης φάλαγγας, που την παρατηρούσαν βουβά από τα υψώματα οι ντόπιοι βοσκοί — αθέατοι μάρτυρες ενός κόσμου που άλλαζε.
Αιώνες αργότερα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η ίδια αυτή διαδρομή —και ιδίως το περίφημο γεφύρι του Κοράκου— έγινε και πάλι πεδίο συγκρούσεων, τόπος στρατηγικής σημασίας και επαναστατικής ανάσας. Από το 1714, όταν ο Οσμάν Πασάς έλαβε διαταγή για την αποκατάσταση της τάξης στην περιοχή του Μουζακίου, μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα, το Γεφύρι και η περιοχή των Ραδοβιζίων και της Αργιθέας υπήρξε επανειλημμένα τόπος μαχών και εξεγέρσεων. Η φρουρά των Τουρκαλβανών που στάλθηκε να εγκατασταθεί εκεί, υπό την ηγεσία του Βοεβόδα και του Κατή, συνάντησε την οργή των παλικαριών του Γιάννη Μπουκουβάλα. Η μάχη που ακολούθησε έμεινε θρυλική, όπως διασώζεται στο σπαρακτικό δημοτικό τραγούδι:
Τι έχεις, καημένε κόρακα, και σκούζεις και φωνάζεις;
Μήνα διψάς για αίματα, για τούρκικα κουφάρια;
Αν εδιψάς για αίματα, για τούρκικα κουφάρια,
πέτα ψηλά κατ’ τ’ Άγραφα, στου Άσπρου το γεφύρι.
Η Μονή Σέλτσου, κτισμένη στα όρια της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, πάνω από τον Αχελώο, είναι γνωστή για την τετράμηνη πολιορκία του 1804, μετά την παράδοση του Σουλίου στον Αλή Πασά με συνθήκη, υπερχιλίων Σουλιωτών υπό τον Κίτσο Μπότσαρη, από τους οποίους σώθηκαν λιγότεροι από εκατό.Στη φωτογραφία του αρχαιολόγου Π. Βοκοτόπουλου, η Μονή Σέτσου από το ΝΑ, τον Οκτώβριο του 1967.
Η Γέφυρα Κοράκου, με το επιβλητικό πέτρινο τόξο της και τα θεμέλια της φυτεμένα βαθιά στον Άσπρο ποταμό, γνώρισε πολλές τέτοιες στιγμές. Το 1765, νέα σύγκρουση του Γιάννη Μπουκουβάλα, αρματολού των Αγράφων, με Τουρκαρβανίτες κατέληξε σε νίκη των Ελλήνων· στα 1770, άλλη μια μάχη, αυτή τη φορά με τραυματισμό του νεαρού Θανάση Μπουκουβάλα· το 1804, οι τελευταίοι Σουλιώτες που σώθηκαν από τη σφαγή της Μονής Σέλτσου διέφυγαν από εδώ προς την Αργιθέα· το 1822 και μετά, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης έστηνε εκεί τις προφυλακές του — και σε διαμάχες με τον Ράγκο, συγκρούονταν για την κυριαρχία της.
Το 1867, στην επανάσταση κατά των Τούρκων, η γέφυρα αποτέλεσε και πάλι κρίσιμο σημείο· η προσωρινή Κυβέρνηση Ηπείρου-Θεσσαλίας από το Μεζήλο(Δροσάτο σήμερα) έστειλε δυνάμεις να την ανακαταλάβουν, και το πέτυχε μετά από σφοδρή μάχη στις 2 Μαρτίου. Λίγα χρόνια αργότερα, στην επανάσταση του 1877–78, οι αδερφοί Αλεξανδρή, μαζί με τον οπλαρχηγό Ματσούκη, φρούρησαν ξανά το Γεφύρι, κρατώντας το μακριά από τον τουρκικό έλεγχο.
Πρόκειται λοιπόν για έναν δρόμο ποτισμένο με ιδρώτα, αίμα και προσευχές· για πέρασμα που έγινε σύνορο ζωής και θανάτου· για πέτρες που αντηχούν ακόμη βήματα λεγεωνάριων, οπλαρχηγών, προσκυνητών και εξεγερμένων.
Ο δρόμος στον ταξιδιωτικό οδηγό Baedeker
Ο πρώτος ξένος που κατέγραψε τον δρόμο με ακρίβεια ήταν ο KarlBaedeker, ο Γερμανός εκδότης και θεμελιωτής των σύγχρονων ταξιδιωτικών οδηγών. Στο οδοιπορικό του στην Ήπειρο, το 1894, περιγράφει με σχολαστική ακρίβεια τη διαδρομή από την Άρτα προς τις Πηγές και στη συνέχεια προς τη Θεσσαλία, δίνοντας έτσι την πρώτη ευρωπαϊκή μαρτυρία για έναν δρόμο που μέχρι τότε ζούσε μόνο μέσα από τα τραγούδια, τις αναμνήσεις και τους μύθους των ανθρώπων του.
«Eξ Άρτης εις Τρίκαλα διά Πίνδον
Η εκδρομή αύτη γίνεται εντός 4 – 5 ημερών δι’ ημιόνων εξ Άρτης και καλού τινος οδηγού, ειδήμοντος του τόπου. Πρέπει να λάβη τις ζωοτροφίας μεθ’ εαυτού και άρτον διότι κατά την εκδρομήν μόνον μπομπόταν θα εύρη. Επίσης και τιναβαρέα ενδύματα και άλλα προς κατάλυσιν χρήσιμα. Τα χωριά πολλάκις κείνται μακράν και ο εκδρομεύς θα διανυκτερεύη παρά τας πηγάς ή τους ποταμούς. Η ξυλεία είναι αφθονος και δύναται να ανάπτη, ως συνειθίζεται, πυράν. Δεν πρέπει να λησμονήση να προμηθευθή πυρεία. Η οδός δι’ ης θα μεταβή εις Τρίκκαλα ο εκδρομεύςείνε αυτή εκείνη ην ηκολούθησαν εξ Ηπείρου εις Θεσσαλίαν ο τε Τίτος Κόιντος Φλαμινίνος, ο Μάρκος Φίλλιπος και οι ηγεμόνες της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας. Η εκδρομή αύτη γίνεται μετά κόπου τινός, αλλά γνωρίζει τω περιηγητή το ωραιότερον και ποιητικώτερον όρος της Ελλάδος, την «Πίνδον»…..Η Πίνδος εν γένει είνεάγριον και δασωδέστατον όρος, άπασαι δε’ αι πλευραί αυτού, ιδίως προς την Θεσσαλίαν, καλύπτονται υπό πυκνών δασών, κατά τα ανώτερα μεν μέρη οξυών κατά τα χαμηλότερα δε πευκών και ελατών και έτι κατωτέρω φηγών, αι δε κορυφαί αυτής είνεφαλακραί συνιστάμεναι εκ τιτανολίθων……
Ο Χάρτης της περιοχής της Άρτας που συνοδεύει το κείμενο στον ταξιδιωτικό οδηγό KarlBaedeker (https://anemi.lib.uoc.gr
Εξερχόμεθα της Άρτης διά της Μ.Α. οδού της εις Μενίδι αγούσης μέχρι σχεδόν 2 χιλμ. Είτα διελθόντες τους νέους στρατώνες παρά τον μικρόν γήλοφον, λαμβάνομεν την επ’ αρ. διά των ελαιώνων άγουσαν κατά μήκος του Αράχθου. Αφίνομεν επί δεξ. (1 ½ ώρ.) το χ. Πέτα (πρωτεύουσα του ομωνύμου δήμου, κατ. 1366), έπειτα το Θεοτοκιό. Είτααφίνομεν την αμαξιτήν ίνα εισέλθωμεν επί δεξ. εις πετρώδηνατραπόνανάγουσαν εις τον λόφονΖυγόν (583 μ.).
Προς την Μ. κλιτύν του Ζυγού είνε το χ. Λιβίτσικον του δήμου Ηρακλείας (κατ. 138) όπερκαταλίπομεν επ’ αριστ. Κατόπιν κατερχόμεθα εις κοιλάδα παραποτάμου τινός του Αράχθου, ον διαβαίνομεν διά δύο γεφυρών (καμαρών) είτα δε διά δάσους εκ δρυών εξερχόμεθα εις το χ. και ΜοναστήριονΜηλάταις (του δήμου Ηρακλείας, κατ. 100). Τα μέρη ταύτα καλούνται Ραδοβίτσι και είνε του Νομού Άρτης, εις 11 ωρών απόστασιν της οποίας , συναντώμεν το χ.
Καταβόθρα του δήμου Τετραφυλλίας (κατ. 255).
Είτα η οδός διέρχεται διά δρυών και συνδένδρου υψώματος ύπερθεν του χ. Μηλιανά (κατ. 353). Ήδη πλησιάζομεν προς χάσμα τι του Αχελώου εις διακλάδωσιντινα του οποίου διαβαίνομεν διά ξυλίνηςγεφύρας και μετά 1 ½ ώρ. φθάνομεν εις το χ. Γρέβνα, εις τους πρόποδας του όρους Μεσούντα. Εντός ½ ώρ. κατερχόμεθα εις την δεξιάνόχθην του ποταμού. Η οδός διέρχεται παρά τα ερείπια αρχαίου πύργου και ανέρχεται κατά μήκος του ποταμού.
Περιέρχεται το όρος Μεσούντααφίνουσαεπ. αριστ. το χ. Βρεστενίτσα του δήμου Τετραφυλλίας (κατ. 839). Ενταύθα ο ποταμός, στενούμενος μεταξύ των ορέωνΜεσούντα και Σμιγγού σχηματίζει αγκώνα, κατά το στενώτερον μέρος του οποίου μεταξύ των δύο εκ βράχου τειχών, ιδρύθημονότοξος γέφυρα του Κόρακα, ήτις είναι όλως περιέργου κατασκευής. Ο θόλος λεπτός, υψούται μέχρι 30 μ. υπέρ την του ύδατος επιφάνειαν και μόλις δύναται να διέλθηπεφορτωμένη ημίονος. Επί Τουρκοκρατίας ενταύθα υπήρχον 2 σταθμοί, σήμερον ερειπιώδεις. Πέραν της γεφύρας η οδός διέρχεται διά των Πέντε Αδελφών (ως εκ των πέντε κορυφών) και κατέρχεται είτα εις την φάραγγα του Σμιγγού, παραποτάμου του Αχελώου, ον διαβαίνομεν διά γεφύρας. Επ’ αριστ. επί του όρους ερείπια κάστρου και έτι περαιτέρω φαίνεται το χ. Λιάσκοβον του δήμου Αργιθέας του Νομού Τρικκάλων, ½ δε ώραν πριν ή φθάσωμεν εις το χ. του αυτού δήμου Κνίσοβονδιερχόμεθα διά των ερειπίων της αρχαίας Αργιθέας, πρωτευούσης του βασιλείου των Αθαμάνων. Σώζονται λίθοι και τείχος καλής τέχνης. Ουδέν ίχνος τείχους περιβόλου. Η θέσις όμως είναι φύσει και θέσει οχυρά. Πέραν του χ. η οδός άγει εις τας Πόρτες Παναγιάς και Μουζάκιον, πέραν των οποίων φαίνεται η θεσσαλική πεδιάς….».
Η δύσκολη πορεία ενός Άγγλου πολεμικού ανταποκριτή προς την Άρτα
Η πορεία από την Άρτα ως το Μουζάκη εκείνη την εποχή κρατούσε συνήθως 5 μέρες. Την ίδια, γεμάτη κινδύνους, διαδρομή ακολούθησε και ο Άγγλος πολεμικός ανταποκριτής στον πόλεμο του 1897 HenryWooddNevinson, όταν πέρασε από τη Θεσσαλία στην Άρτακατά τον μήνα Απρίλη, για να καλύψει το μέτωπο του πολέμου στην Ήπειρο και ο οποίος μας δίνει μια εντυπωσιακά λεπτομερή περιγραφή αυτής της δύσκοληςκι επικίνδυνης πορείας :
«….. Περίπου το μεσημέρι περάσαμε απ’ εκείνο το μεγάλο πέρασμα στις Πόρτες που έβλεπα τόσο συχνά, και τρανταζόμασταν πάνω στο κάρο, κατά μήκος της βάσης του γυμνού τύμβου όπου ο Καίσαρας είχε εισβάλει κάποτε και είχε λεηλατήσει τη μεγάλη οχυρή πόλη των Γόμφων και έτσι μπήκαμε στα βουνά και στην πρώτη στροφή της κοιλάδας φάνηκε το απομακρυσμένο αλλά χαριτωμένο χωριό Μουζάκι, όπου το κάρο έπρεπε να γυρίσει πίσω….….Νωρίς το επόμενο πρωί ξεκίνησε το δύσκολο κομμάτι της ανάβασης. Το μονοπάτι, που αρχικά δεν διέκρινε κανείς, κατέβαινε ακριβώς στον πάτο της κοιλάδας και στη συνέχεια κατευθύνονταν προς την κορυφή της κεντρικής κορυφογραμμής μέχρι τη γυμνή και μισογκρεμισμένη πλευρά ενός βουνού σε σχήμα τρούλου που διατηρεί ακόμα το ελληνικό όνομα Τύμπανος ή το Τύμπανο. Φαινόταν εντελώς αδύνατο τα άλογα να μπορέσουν να σκαρφαλώσουν σε μια τέτοια απότομη κλίση, αλλά με κάποιο τρόπο τα κατάφεραν, αν και κατά τόπους έπρεπε σχεδόν να βάλουμε τα πόδια τους στις κατάλληλες ρωγμές και μετά να τα σηκώσουμε εντελώς ψηλά, και τα φτωχά ζώα ξεστόμιζαν μεγάλους αναστεναγμούς και πάλευαν να προχωρήσουν μπροστά, σχεδόν τόσο όρθια όσο σε μια κάθετη σκάλα.
Πριν το μεσημέρι βρεθήκαμε ανάμεσα στα χιόνια. Το χιόνι ήταν μαλακό και έλιωνε, αλλά τα άλογα δεν βυθίστηκαν πολύ πάνω από τα γόνατά τους, και παρόλο που υποφέραμε από την τρομερή λάμψη- αντανάκλαση του χιονιού, δεν υπήρχε πραγματικός κίνδυνος, πέρα από τη δυσκολία να κρατήσουμε την σωστή πορεία του μονοπατιού όταν αυτό καλυπτόταν από μεγάλα στρώματα χιονιού.
Καθώς πλησιάζαμε στην κορυφή, έπεσα προς τα μπρος, όλο προθυμία να κοιτάξω πάνω από την άκρη και να δω προς τα δυτικά. Η λεκάνη απορροής μπροστά μου ήταν όπως θα έπρεπε να είναι μια λεκάνη απορροής, και από όλους τους σχηματισμούς της επιφάνειας της γης δεν υπάρχει κανένας πιο συναρπαστικός και πιο απολαυστικός απ’ αυτόν. Δεν ήταν πάνω από εκατό γιάρδες περίπου. Ήταν ακόμη βυθισμένη βαθιά μέσα στο χιόνι, αλλά και τώρα, κάτω από το χιόνι άκουγε κανείς το νερό να στάζει με την υπόσχεση του καλοκαιριού. Και κάθε σταγόνα, από τη μια πλευρά πήγαινε προς τα Τέμπη, και από την άλλη μέσα, από μια μεγάλη διαδρομή, προς τον τόσο μακρινό και φωτεινό Κορινθιακό κόλπο. Στην κορυφή στράφηκα για μια τελευταία ματιά στη θεσσαλική πεδιάδα, προς τα ανατολικά. Ήταν απλωμένη πολύ κάτω από μένα, κάτω από μια απαλή ομίχλη, αλλά πέρα και πάνω από την ομίχλη ο Όλυμπος υψωνόταν πεντακάθαρα, με μια μοναδική καθαρότητα του λευκού…………..
συνεχίζεται