Οι ορεινές διαδρομές και τα αγροτικά Χάνια της Άρτας
Έρευνα της Αναστασίας Καρρά
2. ΓΕΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, μετά την Γαλλική Επανάσταση το 1789,είναι η εποχή που στην Ευρώπη σημειώνεται η κατάλυση των φεουδαρχικών συστημάτων και η κατίσχυση της αστικής τάξης. Στον ελληνικό χώρο παράλληλα παρουσιάζεται ακμή με τη συνθήκη του ΚιουτσούκΚαϊναρτζή (1774) και την καθιέρωση προστατευτικού κλίματος για τις ελληνικές εμπορικές και εφοπλιστικές δραστηριότητες- οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι και ο ναυτικός αποκλεισμός της Ευρώπης από τους Άγγλους δημιούργησαν πρόσθετες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη αστικών μορφών στην Ελλάδα. Μέσα στις συνθήκες αυτές, κατά το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, στον ελληνικό χώρο η αγροτική οικονομία αλλάζει μορφή και από «κλειστή» γίνεται εμπορευματική. Αυτό έχει σαν συνέπεια την ανάπτυξη της μονοκαλλιέργειας σε ορισμένες περιοχές και τη δημιουργία αξιόλογων κέντρων εσωτερικού και εξωτερικού εμπορίου.Στους χερσαίους αυτούς δρόμους – αρτηρίες ανάμεσα στα πιο σημαντικά κέντρα, η διακίνηση των εμπορευμάτων γινόταν την εποχή εκείνη με καραβάνια.
Πέρασμα καραβανιού από τα απόκρημνα βουνά της Βαλκανικής ( ThomasAllonengraving)
Με τη λέξη «Καραβάνια» εννοούμε τις κοινές πορείες που μαρτυρούνται από το 1398 μέχρι και το 1874 από τον C. Jirecek (1876), και δημιουργήθηκαν σαν συνέπεια της ανάγκης για ασφάλεια κατά τη διαδρομή. Η λέξη προέρχεται «από το περσικό Kar-ban=προστάτης των επιχειρήσεων (Enzyklopädie des Islam, II, σ. 837) πέρασε στ’ αραβικά με τον τύπο Kairavan, τον 14ο αιώνα μέσω του ανατολικού εμπορίου στους Ιταλούς ως Carauana, ως garaunus πέρασε σε εμάς και στα σλαβικά μετασχηματίσθηκε σε Karavane. Για την εξυπηρέτηση των καραβανιών δημιουργήθηκε ένα δίκτυο σταθμών, γνωστών με το όνομα χάνια και καραβάν σεράγια.
Η οργάνωση των εμπορικών δρόμων γνώρισε ιδιαίτερη εξέλιξη στον ισλαμικό κόσμο. Τα πρώτα φιλανθρωπικά ιδρύματα της μουσουλμανικής θρησκείας ήταν τα ιμαρέτ, που αρχικά προορίζονταν αποκλειστικά για ασθενείς και δεινοπαθούντες. Αργότερα είναι γνωστά δύο διαφορετικά είδη σταθμών: το «καραβάνσεράι» και το «κουρσουμλί-χάν» (στο εξής: χάνι). Η λέξη καραβάνσεράι ήπαραφρασμένακαραβάν σαράι σημαίνει μεγάλο και πολυτελή ξενώνα, κατάλυμα οδοιπόρων, μέγαρο, ανάκτορο των καραβανιών. Το καραβάνσεράι ως όρος, αλλά και ως είδος σταθμού κατά τη διαδρομή, είναι πολύ παλιότερο του χανιού. Τα καραβάν σεράγια ήταν γνωστά στην Ανατολία από την εποχή των Σελτζουκιδών (1077-1308) και κυρίως από τη λεγάμενη «χρυσή εποχή» (1077-1243). Συνήθως προορίζονταν να προσφέρουν νυκτερινό κατάλυμα, ασφάλεια και ησυχία στους οδοιπόρους και κυρίως τα καραβάνια. Ο χρόνος διαμονής σ’ αυτά ήταν περιορισμένοςσυνήθως μια νύκτα. Παράλληλα προσφέρονταν σαν χώροι αγοράς και σε περίοδο πολέμου σαν αποθήκες προμηθειών και πολεμικού υλικού. Ανάλογα με τον τύπο της κάτοψης—με ανοικτό ή σκεπασμένο αίθριο—διακρίνονται αντίστοιχα σε θερινά και χειμερινά. Από το 16ο αιώνα και μετά μια άλλη σημαντική διαφορά είναι η εμφάνιση στα οθωμανικά καραβάν σεράγια καταστημάτων στο ισόγειο, εσωστρεφών στην αρχή, εξωστρεφών αργότερα. Αυτό είχε σανσυνέπεια τη διαφορετική διαμόρφωση της λειτουργίας τους—το καραβάνσεράι αρχίζει να λειτουργεί και σαν χώρος εμπορίου: bazar.
Ο όρος «χάν» είναι περσικής προέλευσης και σημαίνει «ξενώνας, ξενοδοχείο». Το χάνι με τη σημερινή του έννοια, ως σταθμός κατά τη διαδρομή, καθιερώθηκε γύρω στα 1550 από τον Ιμπραήμ, βεζίρη του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (1520-1566). Πρόκειται για κτίσμα μικρότερο από το καραβάνσεράι. Ο χρόνος διαμονής των ταξιδιωτών σ’ αυτό ήταν μεγαλύτερος, μια που το χάνι χρησίμευε επιπλέον και σαν τόπος εμπορικών συναλλαγών και ανταλλαγής ιδεών.
Το Χάνι του Καρβασαρά-Γοργόμυλου, 1855,πίνακας του GeorgePoer de laBeresford(Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη)
3. ΤΥΠΟΙ ΣΤΑΘΜΩΝ
Σύμφωνα με τις περιγραφές αξιόπιστων περιηγητών, όπως ο De laMotraye, ο ChoiseulGouffier, ο Chandler και ο Boué, τα χάνια κατανέμονται σε τρεις βασικές κατηγορίες:
3.1.Τα μεγάλα τουρκικά χάνια ή καραβάν σεράγια
Στην πρώτη κατηγορία, στα καραβάν σεράγια, ανήκουν συνήθως μεγάλα διώροφα (και σπάνια τριώροφα) οικοδομήματα, εξολοκλήρου λιθόκτιστα, με πλούσια εσωτερική διακόσμηση και έντονο μνημειακό χαρακτήρα. Τα κτίσματα αυτά συναντώνται περισσότερο στην Ασία και σπάνια στη Βαλκανική. Είναι συνήθως κτίσματα ανεξάρτητα – δεν εντάσσονται στον υπάρχοντα πολεοδομικό ιστό- γι’ αυτό και το σχήμα της κάτοψής τους είναι ορθογώνιο. Το καραβάνσεράι σαν αρχιτεκτονικός τύπος ακολουθεί την αρχή οργάνωσης του χώρου γύρω από μία αυλή με ελάχιστα ανοίγματα στο εξωτερικό (αμυντικήοργάνωση). Χαρακτηριστική είναι η ύπαρξη του κεντρικού στοιχείου της αυλής: συνήθως ένα τζαμί (τύπου mesçit) ή μια μνημειώδης κρήνη (cesme), αλλά συχνά και ένααιωνόβιο δένδρο, λεύκα ή πλάτανος. Τα δωμάτια, ισόγεια ή ανώγεια, σε αριθμό που κυμαίνονταν από 20-30 ή και περισσότερα, άλλοτε με τζάκι κι άλλοτε χωρίς, διατάσσονταν γύρω από την εσωτερική αυλή. Η πρόσβαση σ’ αυτά γινόταν από στοά που περιέβαλε την αυλή. Σκάλες συνέδεαν τις ισόγειες με τις ανώγειες στοές. Τα παράθυρα των ισόγειων δωματίων ήταν στραμμένα προς τη στοά, ενώ των ανώγειων και προς το δρόμο. Στην πλευρά του καραβάνσεραγιού που βρισκόταν απέναντι από αυτή της εισόδου, στο ισόγειο, πίσω από τα δωμάτια, υπήρχε ενιαίος μακρόστενος, συνήθως μονώροφος χώρος για τα υποζύγια και τα εμπορεύματα. Στις άλλες τρεις πλευρές του κτίσματος, που ανοίγονταν σε κεντρικούς δρόμους, μπροστά από τα δωμάτια του ισογείου υπήρχαν συνήθως μονώροφα μαγαζιά.
3.2. Τα κοινά χάνια των πόλεων α) τυπικά εμπορικά, β) απλά λαϊκά «χάνια ζώων»
Στη δεύτερη κατηγορία, στα κοινά χάνια των πόλεων, ανήκουν κτίρια επίσης λιθόκτιστα, ως επί το πλείστο διώροφα, που μπορούν να θεωρηθούν εξέλιξη αυτών της προηγούμενης κατηγορίας. Με την προσθήκη μιας επιπλέον λειτουργίας —της εμπορικής—στη μέχρι τότε αρχιτεκτονική τους δομή, τα κοινά χάνια των πόλεων χαρακτηρίζονται σαν τυπικά εμπορικά. Με το πέρασμα του χρόνου μάλιστα, σε οικονομικά αναπτυγμένες πόλεις (Θεσσαλονίκη, Σμύρνη), σε πολλά από τα εμπορικά χάνια παρατηρείται ολοκληρωτική αλλαγή της λειτουργίας τους: από κατάλυμα των ταξιδιωτών μετατρέπονται σε εμπορικές στοές, όπου στεγάζονται ιδιοκτήτες και εμπορεύματα. Εξαιτίας δε της προσαρμογής του στο «δυναμικό» ιστό των οθωμανικών πόλεων, έχουν σχεδόν πάντα πολυγωνικό σχήμα κάτοψης. Ήταν κτίσματα που προσφέρονταν σαν σταθμοί μεταφορικών μέσων, αποθήκες εμπορευμάτων, χώροι διαμονής, αλλά και εμπορικών συναλλαγών. Όπως προαναφέρθηκε, στις αναπτυγμένες πόλεις, μετο πέρασμα του χρόνου, πολλά από τα χάνια χρησιμοποιήθηκαν και σαν εμπορικές στοές. Σ’αυτές ήταν συνήθως εγκαταστημένοι επαγγελματίες της ίδιας συντεχνίας. Άλλες φορές μερικά χάνια χρησίμευαν σαν μόνιμες κατοικίες, ενώ στο ισόγειό τους λειτουργούσαν καπηλειά. Τα αστικά χάνια συνήθως βρίσκονταν κοντά στην περιοχή της αγοράς —μόνιμης ή περιοδικής—ή στην κατάληξη εμπορικών δρόμων που οδηγούσαν σε μεγάλα εμπορικά κέντρα.
Σε γενικές γραμμές το τυπικό χάνι της εποχής διατηρεί τον τύπο ανάπτυξης γύρω από μια αυλή, στην οποία όμως τις περισσότερες φορές λείπει το κεντρικό στοιχείο: το τζαμί, η κρήνη ή το δένδρο. Πρόκειται για κτίριο συνήθως διώροφο, όχι όμως πάντα λιθόκτιστο και στους δύο ορόφους. Συνήθως ο δεύτερος όροφος είναι ελαφρά κατασκευή με τούβλα ή τσατμά (μπαγδατί) δηλαδή ελαφράς τοιχοποιίας από λάσπη και ξύλα ή καλάμια. Είδος τσατμά είναι και η «μπαγδατί».
Η στέγη του τυπικού χανιού, σε αντίθεση με του καραβάνσεραγιού που ήταν μολυβοσκέπαστη (σύμφωνα με τη γνωστή ειδική κατασκευή της μουσουλμανικής τέχνης), τις πιο πολλές φορές είναι κεραμιδένια.Στο μέσο της μιας πλευράς του κτίσματος, αυτής που βρισκόταν προς το δρόμο, υπήρχε η πύλη της εισόδου η λεγόμενη «χάνκαπουσού», συνήθως θολωτή και επιμήκης. Από εδώ γινόταν η πρόσβαση στο χάνι με τα υποζύγια ή τις άμαξες.
* Η Αναστασία Καρρά είναι λέκτορας Αγγλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Το αφιέρωμα στα Χάνια συνεχίζεται…