Οι ορεινές διαδρομές και τα αγροτικά Χάνια της Άρτας

Έρευνα της Αναστασίας Καρρά *

4.ΤΟ ΟΔΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΑΡΤΗΣ

Τα ορεινότερα χωριά της Άρτας ευρίσκονταν παλαιότερα σε πολύ πρωτόγονη κατάσταση από άποψη συγκοινωνίας, υγιεινής και διατροφής. Οι αμαξιτοί δρόμοι ήταν μόνο στον κάμπο και έφταναν ως το Πέτα, το Πλατανόρεμα, τη Γραμμενίτσα και κοντά στους Κουμζιάδες. Όταν αργότερα έφτασε ο δρόμος στην Καλεντίνη, αυτό θεωρήθηκε μεγάλο γεγονός.(Διαμάντης, 1955)
Μια πρώτη περιγραφή σχετικά με το οδικό δίκτυο της περιοχής έχουμε από τον Νικόλαο Σχινά στο ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟΝ ΗΠΕΙΡΟΥ. Διαβάζουμε ενδεικτικά :

« Οδός Θ’- Ημιονική οδός από Πραμάντων εις Ιωάννινα……..Η προς ανατολάς κλιτύς, ούσα όλως απόκρημνος και βραχώδης, καλύπτεται υπό δαφνών, ερίκων και τινών συκών και μιαν μόνην παρέχει βατήν διάβασιν εις πεζόν ως και ετέρα , λίαν δυσχερή, εις τους ησκημμένους δε μόνον εκ των εγχωρίων κατοίκων (σελ. 124-125)……Τέλος δε η προς ανατολάς κλιτύς, ούσα εντελώς απότομος και προς τον Άραχθον καταλήγουσα, τρεις μόνον παρέχει λίαν δυσχερείς διαβάσεις, τας μεν δύο πεζοίς και την μίαν τούτων λίαν ησκημμένοις ζώοις ( την από Φορτόσι εις γέφυραν Σκλούπου) την δε τρίτην αιξί και ησκημένοις λίαν των εγχωρίων…..» (Σχινάς, 1897)

“Το χάνι του Σιαδήμα, κοντά στην Αγιά Σοφιά, 1960”(ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ
ΠΑΛΙΑ ΑΡΤΑ, Τ. Βαφιάς)

Αργότερα, στα 1905, ο περιηγητής και μετέπειτα Νομάρχης Άρτης Σπυρίδων Παγανέλης γράφει στο βιβλίο του για την συγκοινωνία στην περιοχή των Τζουμέρκων «…..Καίτοι εν τούτοις η Άρτα, και ο νομός της, είναι ο προσωρινός Βενιαμείν των εδαφικών εν Ηπείρω παραχωρήσεων, ουχ ήττον δεν έτυχε, παρά των γονέων, ουχί θωπείας τινός εξαιρετικής, αλλ’ ουδέ της υπό της στοιχειώδους καν ευπρεπείας υπαγορευμένης μερίμνης. Μέχρι προ τινος, η από Καλενδίνης άχρις Αγνάντων οδός, ήτο μεν βατή δια τας αγρίας αίγας, αλλ’ ήτο άβατος δια τους ανθρώπους και τα πολυάριθμα αυτών υποζύγια, τα μεταφέροντα τα προς την ζωήν επιτήδεια, και το άλας ιδίως, εις τα εσώτατα επαρχίας, πολλά τα κτηνοτροφικά είδη εξαγούσης. Από τινος χρόνου κατεστάθη, επί της παλαιάς οδού, οδός ημιονική, ή μάλλον επισκευάσθη στοιχειωδώς η προτέρα, αυτή αύτη ην ηκολούθησα, και ην είδομεν, ζευχθείσα και δια καλών γεφυρών, ων η της Καλενδίνης είναι αξία λόγου, σήμερον δε, εν ώρα θέρους, δύναται τις ν’ ανέλθη από Πλατανορρεύματος μέχρις Αγνάντων, χωρίς προκαταβολικώς να προσφύγη εις τον ιερέα ή εις τον συμβολαιογράφον. Η από Αγνάντων μέχρι Πραμάντων οδός μειονεκτεί της προτέρας, αλλ’ η από Πραμάντων μέχρι Καλαρρυτών είναι τοσούτον ελεινή, κατά το πλείστον δυσχερώς βατή, ενίοτε δε και κινδυνώδης, ώστε η αγανάκτησις πνίγει, ανά παν βήμα, τον διαβάτην, η δε εντροπή υπερβαίνει την αγανάκτησιν, η εντροπή ναι ! δια κατάστασιν δημοσίας οδού,ζημιούσηςσκληρώς αλλά δικαίως την φήμην και υπόστασιν πάσης πεπολιτισμένης Κυβερνήσεως» (Παγανέλης, 1905).

Μια πιο εκτενής αναφορά στο οδικό δίκτυο της Άρτης αρχίζει να γίνεται στα τεύχη του πρώτου περιοδικού που εκδόθηκε για την περιοχή το 1932, «Τα Αρτινά και Τζουμερκιώτικα Νέα». Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο δεύτερο τεύχος «…… Μέχρι του 1924 ουδείς ποτέ εγένετο λόγος περί αμαξιτής συγκοινωνίας των Τζουμέρκων με την Άρτα, με την οποίαν συνεκοινωνούν ταύτα διά της μόνης από Καλαρρυτών και παραλλήλως προς την μέχρι του 1912 οροθετικήν γραμμήν κατερχομένην δημοσίαν βατήν οδόν εβδομήκοντα περίπου χιλιομέτρων……Το από 1 Ιανουαρίου 1925 εκδιδόμενον εν Ιωαννίνοις υπό του πατριωτικού συνδέσμου Πραμάντων περιοδικόν « Τα Τζουμέρκα» διά των εμπεριστατωμένων περί συγκοινωνίας μελετών του, πρώτον απέδειξεν ότι διά την διατροφήν και εν γένει διά την συντήρησιν είκοσι χιλιάδων Τζουμερκιωτών, καταβάλλονται κατ’ έτος εις αγώγια μεταφοράς χρειωδών και κινήσεως επιβατών από Άρταν, Ιωάννινα, Τρίκκαλα και τανάπαλιν είκοσι περίπου εκατομμύρια δραχμών και πρώτον εισηγήθη την κατασκευήν αμαξιτής συγκοινωνίας, υπό Τζουμερκιωτικής ει δυνατόν εταιρείας……» Στα επόμενα τεύχη του περιοδικού συνεχίζονται άρθρα και σχολιασμοί περί του οδικού δικτύου με υπομνήματα Συλλόγων, γράμματα και προτάσεις ιδιωτών και αρθρογράφων του περιοδικού.

Παλιό χάνι στο Κουτσελιό Ιωαννίνων (Βερτόδουλος,1995)

5. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΑΡΤΑ- ΚΑΛΑΡΡΥΤΕΣ, ΤΑ ΧΑΝΙΑ & ΟΙ ΑΓΩΓΙΑΤΕΣ
Μια πρώτη λεπτομερή καταγραφή του οδικού δικτύου από την Άρτα στους Καλαρρύτες έχουμε από τον Ι. Κοκίδη το 1880 : “Από Άρτης εις Καλεντίνιώραι 5, εκείθενεις Ράμια ώραι 7, εκείθενεις Άγναντα ώραι 2 ¾ , εκείθενεις Καλαρρύταςώραι 4 ½ .
Ηοδός αύτη είναι μακρά και πολύ ομαλωτέρα της διά της δεξιάς όχθης του ποταμού της Άρτας. Άρχεταιδ’ από Άρτας και μ ετά 5 ώρας διέρχεται το χωρίον Καλεντίνι, (σημειωτέον ότι το χωρίον τούτο είναι έτερον παρά το Καλενδίνιοντο και Βελεντζικόν καλούμενον). Μετά 7 έτι ώραςκαθ’ όλον το διάστημα των οποίων η οδός ευρίσκεται επί των δυτικών κλιτύων του όρους Τσουμέρκα, φθάνει εις το χωρίον Ράμια. Εκείθεν ανά ½ ώραν διέρχεται διά των χωρίων Λεπιανά, Σερέσικαι μετά ¾ της ώραςδιά του χωρίου Σχορέτσανα. Εκείθεν η οδός μετά 1 ώραν λήγει εις τοχωρίον Άγναντα, πέραν του οποίου συναντά την διά της δεξιάς όχθης του ποταμού της Άρτας οδόν προς τους Καλαρρύτας. Το τελευταίον τούτο διάστημα είναι 4 ½ ωρών.” (Κοκίδης, 1880)

Μια ακόμη μαρτυρία, λίγα χρόνια αργότερα, βρίσκουμε στην Ηπειρωτική Εταιρεία σε άρθρο του Σ. Τζουμάκα : ”Μέχρι το 1902 ο δημόσιος δρόμος από Άρτα μέχρι Πράμαντα ήταν καλντερίμι και ακολουθούσε την εξής διαδρομή : Άρτα -Κρυονέρι -Αγριλιά -Μακρύκαμπος -Μικροσπηλιά -Καταρράκτης -Άγναντα -Πράμαντα -Μελισσουργοί. Ο βασικός μουλαρόδρομος με καλντερίμι διακλαδιζόταν πρώτα στην Καλεντίνη για Βουργαρέλι και έπειτα στο Δίστρατο. Ο παραποτάμιος κλάδος μετά το Δίστρατο ακολουθούσε την πορεία Φτέρη, Κρυονέρι, Μακρύκαμπος (Λεπιανά), Καταρράκτης.

Το έτος 1902 έγινε η πέτρινη γέφυρα Σγάρας ( επί βουλευτή Κωτίκα),στη θέση «Αντώνη Γραβιά» και άλλαξε η διαδρομή και πέρα από το Σκοτωμένο και Σγάρα. Έτσι η νέα διαδρομή που δημιουργήθηκε μετά τον Καταρράκτη ήταν η εξής: Σκοτωμένο -πλαγιά Σίτα -Γέφυρα Σγάρας -Τζουμακαίικα -Άγιος Γεώργιος -(Σούφη) -Άρτισσα -Άγναντα -Πράμαντα -Μελισσουργοί. Ο δρόμος εξακολουθούσε να είναι ένα καλντερίμι κατάλληλο για να περπατούν τα φορτωμένα ζώα και οι αγωγιάτες αλλά και οι βλάχοι με τα κοπάδια τους την άνοιξη και το φθινόπωρο. Ήταν ένας μουλαρόδρομος ή μια βλαχόστρατα κατά περίπτωση.”(Τζουμάκας, 2006)

Οι αγωγιάτες προς τα Τζουμέρκα ξεκινούσαν συνήθως από την Άρτα στις 4 το απόγευμα, παρέα με άλλους 20-30 αγωγιάτες κι ένα καραβάνι με 60-90 ζώα. Μετά από διαδρομή τριών ωρών έκαναν την πρώτη στάση στο Πλατανόρεμα. Εκεί διανυκτέρευαν και στις 3 ή 4 το πρωί ξυπνούσαν. Έπιναν καφέ (με πολλή ζάχαρη για να αντέξουν στην πεζοπορία), φόρτωναν και αναχωρούσαν. Έκαναν μεσημέρι στο Κρυονέρι, στο χάνι του Σφήκα. Κάθονταν περίπου 2-3 ώρες να ξεκουραστούν τα ζώα και το απόγευμα έφταναν στη Σγάρα για διανυκτέρευση. Την άλλη μέρα αναχωρούσαν για τα Άγναντα, τα Πράμαντα, τους Μελισσουργούς, το Ματσούκι ή τους Καλαρύτες. Η διαδρομή από τη Σγάρα ως τα Πράμαντα ήταν 5 ώρες και ως τους Μελισσουργούς 6 ώρες.

“Το 1938 ο δημόσιος δρόμος πλέον έφτασε ως το Δίστρατο και το πρώτο αυτοκίνητο που ταξίδεψε ως εκεί ήταν το φορτηγό του Σπύρου Κουτρούμπα. Οι κάτοικοι των παραπάνω περιοχών κατέβαιναν με τα ζώα μέχρι το Δίστρατο και απ’ εκεί ανέβαιναν στην καρότσα του φορτηγού και ταξίδευαν ως την Άρτα. Όταν πρωτοπήγα στο Γυμνάσιο στην Άρτα μετά τον πόλεμο, ταξίδεψα με άλλα 100 άτομα στη καρότσα του φορτηγού του Σπύρου Κουτρούμπα και παραλίγο να πάθω ασφυξία καθώς ήμουν μικρός και αδύναμος ανάμεσα σε 100 άτομα.”(Μαρτυρία Γ. Κόρδα, Δάσκαλου)

«Μέχρι το 1950 το αυτοκίνητο έφτασε στην Ανεμορράχη ( Μπούγα). Το 1952, με χειρωνακτική προσωπική εργασία, έφτασε στο Σκοτωμένο. Εκεί έγινε σταθμός και απ’ εκεί φόρτωναν πλέον οι αγωγιάτες. Το 1953 έφτασε ο δρόμος στη Γέφυρα Σγάρας όπου καθηλώθηκε για δυο χρόνια γιατί η γέφυρα δεν είχε τις προδιαγραφές για να περνά επάνω αυτοκίνητο. Τα χάνια των Αντώνη Γραβιά, Μήτσου Αγγέλη και Βάιου Τζουμάκα εξυπηρετούσαν τώρα τους επιβάτες του αυτοκινήτου. Εκεί έρχονταν τώρα οι επιβάτες για να πάρουν το λεωφορείο στις 8 το πρωί. Από τους Μελισσουργούς έπρεπε να ξεκινήσουν στις 2 η ώρα το πρωί, είτε με τα πόδια ή καβάλα στα ζώα, για να το προλάβουν. Η διαδρομή του αυτοκινήτου από τη Σγάρα μέχρι την Άρτα στη δεκαετία του ’50 διαρκούσε 10 ώρες. Τέλος το 1955 ο δρόμος έφτασε στα Άγναντα. Την χάραξη του δρόμου έκανε ο μηχανικός Μαντάς με υπόδειξη του Γεωργίου Τσαρτσώνη».(Τζουμάκας, 2006)

Πολλά βέβαια από τα παραπάνω χάνια ήταν απλά καφενεία στα οποία οι αγωγιάτες σταματούσαν για λίγο να ξεκουραστούν. Στα μεγάλα χάνια όπου και θα διανυκτέρευαν, πρώτα ξεφόρτωναν τα ζώα και τα στάβλιζαν ή, το καλοκαίρι, τα έδεναν έξω από το στάβλο σε ειδικά παχνιά. Ο στάβλος έπαιρνε συνήθως 30-40 ζώα. Μετά πήγαιναν στην αποθήκη με τον χατζή , ζύγιζαν μαζί την τροφή για τα ζώα, 4-5 κιλά για το καθένα και μετά πήγαιναν οι ίδιοι να τα ταΐσουν. Ύστερα από δυο με τρεις ώρες, όταν τα ζώα είχαν ξεϊδρώσει τα πήγαιναν να τα ποτίσουν. Το πρωί πριν φύγουν έβαζαν στο ταισάρι του ζώου βρόμη για να φάει να δυναμώσει. Όλο το βράδυ ο χατζής με την οικογένειά του ήταν στο πόδι να περιποιηθούν τους οδοιπόρους. Το φαγητό που ετοίμαζαν συνήθως ήταν φασόλια, φακές, πατάτες γιαχνί, πατάτες τηγανητές με αυγά, βακαλάος, ρέγκες, σαρδέλες παστές και πότε -πότε κότα ή κόκορας. Το ψωμί στα χάνι ήταν συνήθως καλαμποκίσιο ή μπομπότα αν και οι αγωγιάτες είχαν πάντα ψωμί και τυρί μαζί τους. Πριν πέσουν για ύπνο οι αγωγιάτες πλήρωναν για την τροφή των ζώων και το φαγητό τους μαζί με τον πρωινό καφέ. Δεν πλήρωναν “χανιάτικο” για τον ύπνο όμως.

«Tο μεγαλύτερο χάνι ήταν του Κοντού που ήταν και το πιο οργανωμένο, με πιο άνετους χώρους για φαγητό και ύπνο και μεγαλύτερους στάβλους. Νοίκιαζε τους μικρούς κάμπους στο Βαθύκαμπο (Πολύτσανα) και στη Φτέρη ώστε με το τριφύλλι που έσπερνε να τροφοδοτεί το χάνι. Κάηκε απ’ τους Γερμανούς το ’43. Αντίστοιχης δυναμικότητας λέγαν ότι ήταν του Τσιμπλή στην Καλεντίνη και του Λουλούδα στο Κρυονέρι, δίπλα στη Βρύση του Λουλούδα.» (Μαρτυρία Χρήστου Ντάλα).

Συνεχίζεται…

* Η Αναστασία Καρρά είναι λέκτορας Αγγλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων