Οι ορεινές διαδρομές και τα αγροτικά Χάνια της Άρτας
Έρευνα της Αναστασίας Καρρά
Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΑΡΤΑ – ΒΟΥΡΓΑΡΕΛΙ –ΘEΟΔΩΡΙΑΝΑ
Η πρώτη καταγραφή από τον Κοκίδη το 1880, ένα χρόνο πριν την απελευθέρωση της περιοχής από τους Τούρκους καταγράφεται ως εξής : “Από Άρτας έως Καλεντίνι 5 ώραι, εκείθεν μέχρι Βουργαρέλι 4 ½ ώραι, εκείθεν μέχρι Θεοδώριανα 4 ώραι, εκείθεν μέχρι Μελισσουργοί 4 ώραι, εκείθενμέχρι Καλαρρύται 3 ½ ώραι.
Το μήκος της οδού Άρτας μέχρι Καλενδινίου ως εμνημονεύθη ανωτέρω είναι 5 ωρών. Αυτό θεν άρχεται η οδός διατρέχουσα την ομαλήν κοίτην του ποταμού Σαραντάπορου, και μετά 4 ½ ώρας φθάνει εις το χωρίον Βουργαρέλι. Από του χωρίου τούτου ηοδόςαναριχάταιτηναπότομονκαι δύσβατονδυτικήνκλιτύντου όρους Τσουμέρκα, και αφού ανέλθη αυτήν, κατέρχεται την ανατολικήν κλιτύν, απολήγουσα εις Θεοδώριανα. Το διάστημα μεταξύ του χωρίου Βουργαρέλι και Θεοδώριανα είναι 4 ωρών. Εκείθεν η οδό διευθύνεται προς βορράν και μετά διέρχεται δια του χωρίου Μελισσουργοί, και μεθ’ ετέρας 3 ½ ώρας λήγει εις το χωρίον Καλαρρύταις.” (Κοκίδης, 1880).
Στη δύσβατη και ορεινή αυτή διαδρομή, σε μεγάλο μέρος της, ακόμη και μέχρι το 1950 περίπου, η συγκοινωνία με την Άρτα γίνονταν με τα πόδια και όχι και με την μεγαλύτερη ασφάλεια καθώς υπήρχαν ληστές.Η διαδρομή ‘Άρτα – Θεοδώριανα διαρκούσε περίπου 15 ώρες με διανυκτέρευση σ’ ένα από τα γνωστά χάνια ή στην ύπαιθρο με μεταφορικό μέσο τα μουλάρια. Βέβαια και οι άνθρωποι κουβαλούσαν πράγματα, οι άντρες στον ώμο και οι γυναίκες ζαλιγκωμένες με φορτίο 40 οκάδες περίπου. Όσοι συνέχιζαν προς τη Θεσσαλία ακολουθούσαν το δρόμο μέσω Νεράιδας. Το 1933 επί της εθνικής οδού Άρτης – Τρικάλων είχε ήδη κατασκευασθεί η από το Βουργαρέλι μέχρι του τέρματος (24ονχιλιόμετρον, Χάνι Τυρολόγου) αμαξιτή οδός και η Γέφυρα Κοντοδήμα ή Παλιουρή. «Η γέφυρα αύτη, ήτις εξασφαλίζει πλέον την μετά της Άρτης συγκοινωνίαν των χωρίων Θεοδωρίας, μήκους 60 μέτρων και μετά των εκατέρωθεν προσβάσεων 90, με ανοίγματα, εκ των οποίων το μεσαίον 16 μέτρων και τόξα δύο, είναι άπασα λιθόκτιστος, πλην του εξ μέτρων πλάτους καταστρώματος, όπερείνε εκ τσιμέντου. Από τεχνικής απόψεως ουδέν το εξαιρετικόν παρουσιάζει, υπήρξεν όμως πολύ δαπανηρά, διότι εστοίχισε 2.500.000 και είναι εκτάκτως ωραία….» (Αρτινά και Τζουμερκιώτικα Νέα, 1933). Αργότερα “…… η στρατηγική σημασία της περιοχής κατά τον εμφύλιο, οδήγησε το στρατό στην απόφαση να διανοίξει δρόμο από το Βουργαρέλι στα Θοδώριανα. Ο δρόμος αυτός, ανάμεσα από Βουργαρέλι και Αθαμάνιο, έστριβε αριστερά προς τις Σπάθες, περνούσε από τη ράχη του Σταυρού πιο ψηλά από το εικόνισμα, συνέχιζε προς τα Αηδίνια και κατέβαινε στα Θεοδώριανα από το Κουτσοχέρι, από εκεί που ήταν το παλιό εικόνισμα.”(Σκουτέλας, 2006)
ΤΑ ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΧΑΝΙΑ ΣΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΑΡΤΑ – ΒΟΥΡΓΑΡΕΛΙ – ΘΕΟΔΩΡΙΑΝΑ
Το Χάνι Κοντοδήμα, αρχές δεκαετίας του ’60 (Φωτο από Αρχείο Αφροδίτης Κοντοδήμα)
Χάνι Κοντοδήμα
Το Χάνι Κοντοδήμα, ιδιοκτησίας Γεωργίου και Αφροδίτης Κοντοδήμα, λειτούργησε από τα χρόνια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου μέχρι και την δεκαετία του ’70. Βρισκόταν στο 47ο χιλ. του δρόμου Άρτας – Βουργαρελίου και στο 33ο χιλ. του παλιού δρόμου Άρτας – Θεοδωριάνων, ο οποίος περνούσε ακριβώς μπροστά από τα χάνι. Ήταν δηλαδή ακριβώς στη μέση της απόστασης από την Άρτα προς τα Θεοδώριανα και αποτελούσε τόπο διανυκτέρευσης των ταξιδιωτών γι’ αυτό το οδοιπορικό διαρκούσε δυο μέρες. Αποτελούνταν από ένα διώροφο κτίσμα με ένα δωμάτιο και τραπεζαρία, που λειτουργούσε και σαν καφεπαντοπωλείο και τρία δωμάτια στο δεύτερο όροφο. Δίπλα υπήρχε και ένα δεύτερο ισόγειο κτίσμα για τους ταξιδιώτες. Πολύ κοντά στο σπίτι υπήρχε φυσική πηγή που εξασφάλιζε πόσιμο νερό. Στις εποχές της πλήρους λειτουργίας του μπορούσε να φιλοξενήσει αρκετά άτομα, είτε ταξιδιώτες, είτε βοσκούς που μετακινούνταν από το βουνό στα χειμαδιά και αντίστροφα, μαζί με τα ζώα τους στους γύρω αγρούς. Επίσης για αρκετά χρόνια διέμεναν στο χάνι εργάτες της ΜΟΜΑ που κατασκεύαζαν τον αμαξιτό δρόμο. Το χάνι κάηκε από τα γερμανικά στρατεύματα τον Οκτώβριο του 1943 και ξανακτίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Σήμερα το κτίσμα εξακολουθεί να υπάρχει, απέχει 700 μέτρα από τον εθνικό δρόμο Άρτας – Τρικάλων, ενώ δεν ζει κανένας από τους ιδιοκτήτες του και είναι κλειστό και εγκαταλελειμμένο. (Μαρτυρία Αφροδίτης Κοντοδήμα)
Χάνι Τυρολόγου
Ο Γιώργος Τυρολόγος (1880-1938) δημιούργησε το Χάνι για τους αγωγιάτες στη θέση Βαμβακού, στον συνοικισμό Αγορασιά του Κάτω Αθαμανίου. Το 1924 ο χώρος παραχωρήθηκε για να δημιουργηθεί προσωρινό σχολείο στο οποίο ο δάσκαλος πληρωνόταν σε είδος, με αγροτικά προϊόντα. Το 1943 το χάνι καταστράφηκε ολοσχερώς μετά από εμπρησμό από τους Γερμανούς. Το 2014 πάρθηκε απόφαση να δημιουργηθεί Πινακοθήκη στη θέση Χάνι Τυρολόγου που θα στεγάσει το Αθαμανικό Κέντρο Τέχνης. Γράφει η Ευαγγελία Στασινού στο έντυπο “Περί Δημιουργίας Πολυχώρου Τέχνης στο Κάτω Αθαμάνιο Άρτης” :«……Ο δρόμος έφτανε μέχρι εδώ, στο «Χάνι του Τυρολόγου», το οποίο ήταν του παππού μου του Γιώργου Τυρολόγου από το 1914, στο συνοικισμό Αγορασιά του Κάτω Αθαμανίου στη θέση Βαμβακού. Περιοχή τότε χωρίς αμαξωτό δρόμο, σχολείο και εκκλησία! Το 1922 μια ανοιχτή καλύβα στη θέση Τσιπρέϊκα στέγαζε, για δύο χρόνια, το προσωρινό υποτυπώδες σχολείο, το οποίο για δύο χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε στο Χάνι του παππού μου! Από κει και πάνω η διέλευση και οι μεταφορές γινόταν με τα ζώα. Το 1936 οι μηχανικοί οι οποίοι είχαν αναλάβει τη διάνοιξη του δρόμου μέχρι το Βουργαρέλι εγκαταστάθηκαν εδώ, στο «Χάνι». Τότε τα χάνια διαδραμάτιζαν σπουδαίο κοινωνικό ρόλο, διότι ήταν τα στέκια της περιοχής και εξασφάλιζαν στους αγωγιάτες και τους περαστικούς ένα πιάτο φαγητό, ύπνο, και στάβλους για τα ζώα τους, τα οποία όπως έλεγε η μάννα μου, κατέκλυζαν τα χωράφια μας και δεν άφηναν τίποτα από φαί για τα δικά μας!».
ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΑΡΤΑ – ΓΕΦΥΡΑ ΠΛΑΚΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΕΞΙΑ ΟΧΘΗ ΤΟΥ ΑΡΑΧΘΟΥ
Η πρώτη καταγραφή της διαδρομής από την πλευρά του Ξηροβουνίου έγινε επίσης απότον Ι. Κοκίδη το 1880 και καταγράφεται ως εξής:
«Από Άρτας εις Μπρένισταώραι 5 ¼. Εκείθεν εις Σκούπα ώραι 5, εκείθεν εις Βροδόνώραι 2 ½ , εκείθεν εις Καλέντσιώραι 4, εκείθεν εις Κουτσουλιό ώραι 5, εκείθεν εις Ιωάννινα 2 ½ . Η οδός αύτη κατά μεν το θέρος, ότε τα ύδατα του ποταμού της Άρτης εισίν ολίγα, διέρχεται προς το βόρειον μέρος της πόλεως διά του ρείθρου του ποταμού, εν καιρώ δε χειμώνος δια της προς νότον της πόλεως γεφύρας, ότε μηκύνεται η οδός, ομαλή ούσα, επί ¾ της ώρας. Από της γεφύρας η οδός διευθύνεται προς βοράν και μετά 2 ¼ ώρας διέρχεται διά του χωρίου Γρεμενίτσα. Εκείθεν η οδός ανέρχεται ομαλώς επί των ανατολικών κλιτύων του όρους Ξηροβουνού, καταφύτων υπό χαμοδένδρων και ιδίως σχοίνων. Μετά 3 ώρας διέρχεται πλησίον του χωρίου Μπρένιστα κατοικουμένου. Από του χωρίου τούτου η οδός ευρίσκεται επί των ανατολικών κλιτύων του Ξηροβουνού, αλλά διέρχεται δι’ εδάφους καθισταμένου επί μάλλον δυσβάτου, ιδίως δ’ η οδός ευρίσκεται επί αποκρήμνου εδάφους και λίαν στενή πλησίον της θέσεως Αβαρίτσα, 1 ώραν μακράν του χωρίου Μπρένιστα ένθα συναντάται μετά της από Κουμουζάδων κλεισωρίας…………………………………………….
Μετά 2 ½ ώρας από του χωρίου Μπρένιστα η οδός διέρχεται πλησίον του χωρίου Πεστιανά, όπερ μένει χαμηλά και ανατολικώς (δεξιά) εις διάστημα 20 λεπτών της ώρας. Μεθ’ ½ ώραν από του χωρίου τούτου η οδός διέρχεται δια του χωρίου Νισίστα, οπόθεν η οδός ευρίσκεται επί εδάφους της αυτής φύσεως με το του προηγουμένου, αλλ’ ήττον ανωμάλου. Εις διάστημα 2 ωρών από της Νισίστης η οδός διέρχεται δια του χωρίου Σκούπα, μετά 1 ½ έτι ώραν διέρχεται δια του χωρίου Ραψίστα, και μετά 1 έτι ώραν λήγει εις το χωρίον Βρονδόν. Το τελευταίον τμήμα της οδού ευρίσκεται επί των ανατολικών κλιτυών του Ξηροβουνού, όπερ εις την θέσιν ταύτην ονομάζεται Πλάκα». (Κοκίδης, 1880)
Σε επόμενη καταγραφή λίγα χρόνια μετά, ο Ν. Σχινάς (1897) προβαίνει σε πιο λεπτομερή καταγραφή της διαδρομής που έχει ως εξής : “Άρτα- Μαράτι – Γραμμενίτσα – Δίστρατο – Εικόνισμα ( Έλατος, συνοικία Μπρένιστας) – Μακροχώραφο (Πουρνάρι) – Αβαρίτσα – Δίστρατο (έτερον του προηγούμενου) – Βρύση Μουσταφά (Σπήλαιο Μπιστούρας) – Πλάτανος Γεροδήμου – Βρύση Μπλομοτσά (Πιστιανά) – Βρύση Συκιάς (Νησίστα) – Βρύση Γεωργομάνου – Κρύα Βρύση (ΞιράκιΝησίστας) Βρύση Ρακόπουλου – Αγία Παρασκευή – Κακολάγκαδο – Βρύση στα Καμίνια – Βρύση Τσάπαλη – Καρτέρι Καλογήρου – Βρύση Κουφάλα (όριο Νησίστας – Σκούπας) – Μπολιάνα (Συνοικία Σκούπας) Βρύση στον Πλάτανο Σαριγιάννη – Στα Κονάκια Λουτραίων – Ράχη Κρασοπουλή – Τσοπαλεικα -Ράχη στα δένδρα (όριο Σκούπας -Τσοβίστας) – Καλό ρεύμα Μητρογιάννη – Αριές (Τζοβίστα) – Εικόνισμα (Όριο Τζοβίστας – Ραψίστας) – Ρεύμα Ραψίστας (Ραψίστα) – Παναγιά – ΤουρκομνήματαΔάφναις – Βρύση στις Κρανούλες – Καλό ρεύμα (όριονΒορδώ) – Βρύση Χριστοδήμου – Στις Κούτρες (Βορδώ) – Τσιλικαίοι – Γέφυρα Πλάκας”. (Σχινάς, 1897)
ΤΑ ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΧΑΝΙΑ ΣΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΑΡΤΑ – ΓΕΦΥΡΑ ΠΛΑΚΑΣ ΔΙΑ ΞΗΡΟΒΟΥΝΙΟΥ
Στη διαδρομή αυτή στα τέλη του 19ου αι. ο Ν. Σχινάς καταγράφει τρία χάνια : Το πρώτο στη Θέση Βρύση Μπλομοτσά (Πιστιανά), το δεύτερο (Χάνι Σταυροβασίλη) στη διαδρομή ανάμεσα στα Πιστιανά – Νησίστα και τρίτο το έρημο Χάνι του Βασίλη Γεώργου μετά την Βρύση Τσάπαλη.
Επίσης ένα ακόμη χάνι καταγράφεται από τον Οικονομόπουλο το 1897 στη Γέφυρα της Πλάκας: « Εξ Αγνάντων επίσης ετέρα δύσβατος οδός, ομαλή δ’ εν αρχή, φέρει διά του αρκτικώτερον κειμένου χωρίου Κουσοβίτσα μετά 3 ώρ. και 15’ εις τον σταθμόν Γέφυρα Πλάκας, υψούμενον επί λόφου δεσπόζοντος της μονοτόξου και πλάτους μεν 3 μέτρων μήκους δε 39 μ. γεφύρας του Αράχθου, και έχουντα εγγύς ομώνυμον χάνι 10 ίππων όπου σταθμεύει και υποτελωνείον ….» (Οικονομόπουλος, 1897)
Μια θαυμάσια περιγραφή χανιού στην ίδια διαδρομή και όχι μόνο, διαβάζουμε στο αυτοβιογραφικό αφήγημα του Γιώργου Κοτζιούλα για το Χάνι του Ντούρου στο Καλέτζι, στο οποίο πήγε οικότροφος για να συνεχίσει τα γράμματα: «Θα ήταν όμως κρίμα ν’ αφήσουμε το σχολαρχείο και τα Κατσανοχώρια χωρίς να γράψουμε λίγα και για το γερο-Ντούρο με τον κύκλο του, όπου πέρασα τη δεύτερη χρονιά μου.Ο Ντούρος ήταν πασίγνωστος στα Τζουμέρκα, γιατί βαστούσε χάνι πάνω στο δρόμο, κοντά στο πηγάδι του χωριού. Αυτή η ευκολία, το να υπάρχει σιμά το νερό, έκανε τους αγωγιάτες των μερών μας να τον προτιμούν. Ξενυχτούσαν εκεί με τα μουλάρια τους, δένοντάς τα σ’ ένα μικρό υπόστεγο και πλαγιάζοντας οι ίδιοι δίπλα, στο χάνι. Μα κι εκείνο μια καλύβα ήταν, μια χαλκατσούκα με τσατμά. Το ’στησε ο γερο-Ντούρος εκεί, σ’ ένα κλείσμα δικό του, για να περάσει τα κακά γεράματα, τις ανάποδες χρονιές.
Είχε κάμει αντάρτης στα νιάτα του, πέρα στα σύνορα της Αλβανίας και πέρασε, φαίνεται, καλές μέρες. Μα τώρα που έγινε πάππος κι έμεινε προστάτης οικογενείας (ο γιος του ο λοχίας έλειπε στη Μικρασία), τι να κάμει κι αυτός, πώς να βγάλει το ψωμί του, άνοιξε κείνο το χάνι στο έμπα του χωριού, να ’χει νταραβέρι με τους Τζουμερκιώτες. Η αλήθεια είναι πως ταίριαζε ο γερο-Ντούρος με το φυσικό των πελατών του, γιατ’ ήταν κι εκείνος αλέγρος, χωρατατζής, ανοιχτόκαρδος σαν τους περαστικούς του μαγαζιού του.
Για μόνα έπιπλα είχε λίγα σκαμνιά και ανάλογες ψάθες λασπωμένες απ’ τα ποδάρια τους (ήταν οι πρώτες που είδα εκεί στη ζωή μου). Αλλά το κυριότερο εφόδιο του χανιού ήταν η αδιάκοπη φωτιά του. Έκαιγε νύχτα μέρα, για χάρη τόσο της πελατείας όσο και του μαγαζάτορα, που ζέσταινε μ’ αυτήν τα γέρικα κόκαλά του. Κι έβανε κάθε τόσο στη φωτιά το τσαγερό (άλλο μαραφέτι πρωτοείδωτο για μένα), βράζοντας τσάγια που του παράγγελναν ή που τα ’κανε, πιο συχνά, μόνος του και τους τα παρουσίαζε, σχεδόν υποχρεωτικά, γιατί μπορεί να ’ταν χορταστικοί στις κουβέντες τους οι άνθρωποι των Τζουμέρκων, αλλά βάρδα απ’ τη σακούλα τους, που την είχαν κρεμασμένη απ’ το λαιμό, διπλά κομποδεμένη, μέσα στο μπλέτσι, κατάσαρκα, σα φυλαχτό.
Εκεί κατέβαινα κι εγώ τα βράδια, βγαίνοντας απ’ το σπίτι που ήταν λίγο παραπάνω, μες στο χωριό, για να δω τους πατριώτες μου και να μου φύγει ο καημός της πατρίδας………
Άμα έρχονταν καμιά μαχαλιώτισσα, καμιά γειτόνισσά μας (γιατί δε σόκανε αυτή τη χάρη όποια όποια), έβγαζε απ’ την ποδιά της κανένα καλούδι απ’ το χωριό:
-Πάρ’ το! Μου το ’δωσε η μάνα σου, μου το ’φερε η βάβω σου η Θόδω…
Ήταν μια ζωντανή επικοινωνία με το χωριό, με τον κόσμο που είχαμε αφήσει πίσω απ’ το βουνό και που η νοσταλγία του μας έλιωνε νύχτα μέρα.
Οι Καλεντζίτισσες, ακοινώνητες για μας, λίγο ψηλομύτες, κοίταζαν εκεί στο πηγάδι τις γυναίκες τις δικές μας που κατέβαιναν απάνω απ’ το χαλιά, έχοντας και κανέναν άντρα συντροφιά τους, έστω και λιανόπαιδο, έτσι για τον ίσκιο. Πριν έμπουν στο χωριό, στέκουνταν εκεί παραπάνω και φόραγαν τ’ άσπρα μάλλινα τσουράπια τους, έβαναν στα πόδια και τα τσαρούχια που τα κράταγαν παραμάσχαλα (ή αποπίσω στο σεγκούνι, όσες έπλεκαν στο δρόμο), για να μην τα χαλάσουν στη στράτα και πάει χαμένο το διάφορο της πραμάτειας τους με το σαμαροσκούτι, με δυο μέρες περπάτημα θα χάλαγαν τα πετσώματα και θα ’ρχονταν ίσα ίσα με το κέρδος. Μα εδώ στο ξένο χωριό έπρεπε να τα φορέσουν λίγο, για τα μάτια των Κατσάνων, που δεν έπαυαν ωστόσο τις νύχτες αργά να λεν πίσω απ’ τις αμπαρωμένες τους αυλόπορτες, περίφοβοι και στην ασφάλειά τους, με προσποιητή περιφρόνηση, με κρυφή ζήλεια για τις ατρόμητες γυναίκες των μερών μας:
-Άκου τις Τζουμερκιώτισσες τις ζαρκοπόδαρες! Περπατάν τα μεσάνυχτα μες στα λαγκάδια, σαν τις ξωθιές κι έχουν όρεξη, τραγουδάν κιόλας… (Κοτζιούλας, 1948)
Η διαδρομή από την δεξιά πλευρά του Αράχθου ήταν αρκετά δύσβατη και γι’ αυτό οι κάτοικοι της περιοχής προτιμούσαν την απέναντι διαδρομή, διαβαίνοντας σε κάποιο σημείο τον Άραχθο για να ριχτούν απέναντι.. Ας μην ξεχνούμε ότι ο δρόμος αυτός έγινε αμαξιτός πολύ αργότερα παρότι ή διαδρομή ως τη Γέφυρα της Πλάκας ήταν χιλιομετρικά μικρότερη.
Σε νεώτερεςεποχές στο Κορφοβούνι υπήρχε κοντά στο σημερινό γήπεδο εκκλησία του Αϊ Γιάννη του Ριγανά, που σταματούσαν οι ταξιδιώτες να ξεδιψάσουν και να ξεκουραστούν.Ποιο πέρα, εκεί πού είναι σήμερα ο Άγιος Χριστόφορος υπήρχε μοναστήρι το οποίο επίσης φιλοξενούσε πεζοπόρους και ταξιδιώτες (Μαρτυρία Βαγγέλη Κούσουλα).
Επίσης σύμφωνα με αναφορές των ντόπιων αργότερα στη Σκούπα λειτούργησε το Χάνι του Τσάπαλη και το Χάνι του Τζαρή κοντά στην ομώνυμη γέφυρα. (Μαρτυρία Γιώργου Λιαπάτη).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Για αιώνες, το χάνι αποτέλεσε σημείο ανεφοδιασμού, διανυκτέρευσης και ξεκούρασης των διερχομένων. Σήμερα ελάχιστα από αυτά, όσα δεν γκρεμίστηκαν και σώθηκαν από τη φθορά του χρόνου και των ανθρώπων, έχουν μετατραπεί κυρίως σε χώρους λαογραφικού ενδιαφέροντος. Ιδιαίτερα στην περιοχή μας όλα σχεδόν κάηκαν από τους Γερμανούς το 1943.
ΤΕΛΟΣ
* Η Αναστασία Καρρά είναι λέκτορας Αγγλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων