
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ - Ένα αφιέρωμα για τις πρωτοπόρες Ελληνίδες την Ημέρα της Γυναίκας
Γράφει η Τάσα Κόρρου
«… Επεθύμησα από καρδίας να ήθελεν ημπορώ να ζωστώ άρματα, επεθύμησα από καρδίας να ήθελε ημπορώ να τρέξω διά να δώσω βοήθειαν εις ανθρώπους,… Επεθύμησα, είπα, από καρδίας, αλλά εκοίταξα τους τοίχους του σπητιού οπού με εκρατούσαν κλεισμένην, εκοίταξα τα μακρά φορέματα της γυναικείας σκλαβίας και ενθυμήθηκα πως είμαι γυναίκα, και περιπλέον γυναίκα Ζακυνθία και αναστέναξα,…»
Με ένα απόσπασμα από την Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου αρχίζει αυτό το μικρό αφιέρωμα στην 8η Μαρτίου ως ημέρα της γυναίκας. Το έργο αυτό είναι το πρώτο αξιόλογο δείγμα γυναικείας γραφής στη νεοελληνική γραμματεία και αποτελεί μια σημαντική ιστορική μαρτυρία για τη θλιβερή ζωή των γυναικών της εποχής της. Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου γεννήθηκε στην Ζάκυνθο το 1801 και δυστύχησε, γιατί η επιθυμία της να ασχοληθεί με τα γράμματα πέραν του «εύλογου» ορίου, αντιμετωπιζόταν ως ιδιοτροπία, ακόμη και ως παράπτωμα ικανό να επιφέρει στιγματισμό. Έζησε μέχρι τα τριάντα ένα της και πέθανε κατά τη διάρκεια του τοκετού του γιου της. Παρά τις αντιδράσεις του κλειστού περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσε, ασχολήθηκε από νεαρή ηλικία με τα γράμματα, έγραψε έργα για το θέατρο (στην ιταλική γλώσσα), οικονομικές και ποιητικές μελέτες, ποιήματα, καθώς και δύο πεζές μεταφράσεις της «Οδύσσειας» και του «Προμηθέα Δεσμώτη». Δυστυχώς από το μεγάλο συγγραφικό της έργο, το μόνο που σώθηκε ακέραιο είναι η Αυτοβιογραφία της, που εκδόθηκε από τον γιο της πολύ αργότερα, το 1881.
Σε γυναίκες λοιπόν σαν την Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου αναφέρεται το σημερινό αφιέρωμα, σε Ελληνίδες, που περπάτησαν ένα μοναχικό και δύσκολο δρόμο, ξεπέρασαν τα στερεότυπα, άντεξαν την κοινωνική πίεση για τελικά έγιναν οι «πρώτες γυναίκες» στον κλάδο τους.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, το 1821, γεννιέται στις Σπέτσες άλλη μια σπουδαία καλλιτέχνης, η ζωγράφος Ελένη Μπούκουρα -Αλταμούρα. Η Μπούκουρα μεγάλωσε στο συντηρητικό περιβάλλον του νησιού, όμως ο πατέρας της, ο καπετάν-Μπούκουρας, ήταν άνθρωπος καλλιεργημένος, που κατανοώντας την ανήσυχη φύση της και το πάθος για την Τέχνη, την στηρίζει στην απόφασή της να σπουδάσει Ζωγραφική στη Ρώμη, στη σχολή των Ναζαρηνών μοναχών. Σε εκείνη την εποχή ήταν αδιανόητο να πλησιάσει γυναίκα στο ανδροκρατούμενο άβατον των ακαδημαϊκών σχολών, όμως η Ελένη Μπούκουρα επέλεξε να μεταμφιεσθεί σε άντρα και να αλλάξει ταυτότητα (έγινε ο Chrysinis Boukouris) προκειμένου να πλησιάσει στο όραμά της. Η θαρραλέα της φύση την ώθησε να ερωτευθεί τον καθηγητή και κατοπινό της σύζυγο Francesco Saverio Altamura και αψηφώντας, για μια ακόμη φορά, τους ηθικούς κανόνες της εποχής να αποκαλύψει την ταυτότητα και τον έρωτα της. Η γενναία αυτή γυναίκα, η Αλταμούρα, τελικά επέστρεψε στις Σπέτσες προδομένη από τον σύζυγό με τα δυο από τα τρία της παιδιά, που δυστυχώς πέθαναν από φυματίωση. Μετά τον χαμό των παιδιών της συντετριμμένη, θεώρησε τις απώλειες της ζωής της ως τιμωρία για τις αμαρτίες της, έχασε τις ισορροπίες της, την πνευματική της διαύγεια και μέσα στην απελπισία της έκαψε τα έργα της στον κήπο του σπιτιού της. Ως το τέλος της ζωής της παρέμεινε στο πατρικό της σπίτι στις Σπέτσες, με συντροφιά τη ζωγραφική, τα φαντάσματα της και την ενοχή της, γιατί έζησε την ζωή της ελεύθερα, αν και ήταν γυναίκα.
Αν η Μαρτινέγκου και η Αλταμούρα, ξεπερνώντας τα προσωπικά και κοινωνικά φράγματα, βρήκαν έναν τρόπο έκφραση στις αρχές του 19ου αιώνα, χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια, για να ανοίξει για τις γυναίκες ο δρόμος προς τα Πανεπιστήμια.
Το δικαίωμα των Ελληνίδων στη μόρφωση θεσμοθετήθηκε το 1834, με Διάταγμα του νεοσύστατου Κράτους περί «Παίδων και Κορασίδων». Οι Παίδες εγγράφονταν στο Πανεπιστήμιο με απολυτήριο Γυμνασίου,οι Κορασίδες όμως μπορούσαν να γίνουν μόνο δασκάλες σε Παρθεναγωγεία. Και εφόσον τα δευτεροβάθμια σχολεία Θηλέων δεν ήταν κανονικά Γυμνάσια και αντιστοιχούσαν στον κατώτερο κύκλο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και όχι τον ανώτερο, τα αιτήματα γυναικών για εισαγωγή τους σε Πανεπιστημιακές Σχολές, που ξεκίνησαν από το 1879, σταθερά απορριπτόντουσαν.
Τον Σεπτέμβριο του 1890, η Ιωάννα Στεφανόπολι , η Φλωρεντία Φουντουκλή και Ελένη Ρούσσου έκαναν αίτηση για εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από αυτές τελικά έγινε αποδεκτή στην Φιλοσοφική Σχολή μόνο η Ιωάννα Στεφανόπολι σε ηλικία μόλις 15 ετών. Η έγκριση αυτή δόθηκε, καθόσον είχε διδαχθεί κατ΄ οικον μαθήματα του Γυμνασίου με αναγνωρισμένους καθηγητές, οι οποίοι αργότερα κατέθεσαν σε Ειρηνοδικείο, πως είχαν διδάξει τα καθορισμένα από τον νόμο μαθήματα, οπότε της αναγνωρίστηκε απολυτήριο Γυμνασίου. Επιπλέον τον Ιούνιο του 1889 συμμετείχε σε απολυτήριες εξετάσεις του Γυμνασίου, όπου διακρίθηκε και πήρε την πρώτη θέση. Πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι η έγκριση της εισαγωγής της Στεφανόπολι δίχασε την Πανεπιστημιακή Κοινότητα, καθόσον η μεν Σύγκλητος της Νομικής αποφάνθηκε πως δεν υπήρχε νομικό κόλλημα για την αποδοχή της αίτησης της, η δε Θεολογική Σχολή θεωρούσε πως, το να διαβεί μια γυναίκα το κατώφλι του Πανεπιστημίου ήταν ανοσιούργημα, ανάλογο με το να διαβεί το κατώφλι του Ιερού της εκκλησίας. Η Στεφανόπολι τελικά φοίτησε ως επισκέπτρια για μερικούς μήνες και συνέχισε τις σπουδές της στο Παρίσι. Μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα έπαιξε πολύ ενεργό ρόλο στην δημοσιογραφία και την πολιτική ζωή του τόπου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της δώρισε όλη την περιουσία της στη ΧΑΝ και το αρχείο της στο Μουσείο Μπενάκη.
Η Ιωάννα Στεφανόπολι δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην Ελλάδα, αλλά είχε ανοίξει τον δρόμο. Στο πεδίο της Ακαδημαϊκής καριέρας όμως, οι γυναίκες δεν έπρεπε να ξεπεράσουν μόνο τα τυπικά και τα προσωπικά και τους τείχη, αλλά και να πολεμήσουν με τις προκαταλήψεις του αμιγώς ανδρικού επιστημονικού συνόλου.
Αν και η Ιατρική Σχολή των Ελεύθερων Αθηνών, ιδρύθηκε το 1837, οι πρώτες γυναίκες που έγιναν δεκτές στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, μετά από επίπονα αιτήματά τους, ήταν οι αδελφές Αγγελική και Αλεξάνδρα Παναγιωτάτου το 1892. Οι άρρενες φοιτητές όμως, τις υποδέχτηκαν με επανειλημμένους προπηλακισμούς, προτρέποντάς τες «Στην κουζίνα! Στην κουζίνα!». Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, που υπήρξε και συμφοιτητής τους, γράφει στο έργο του «Η ιατρός»:
«…Το αβρόν εκείνο χέρι το οποίον τόσον απαθώς έσχιζε πτώματα, έδωσε μίαν γροθιάν κατά των κοινωνικών προλήψεων, και ήτο εκ των πρώτων που ήνοιξαν την θύραν των επιστημών εις τας Ελληνίδας. Όπως οι πρώτοι ριζοσπάσται παίρνουν επάνω των τα μαρτύρια των ιδεών και η μικρά κόρη με την πλουσίαν μαύρην κόμην εδέχθη τας πρώτας φοιτητικάς αποδοκιμασίας… Οι φοιτηταί εννοούσαν να υπερασπίσουν την καταπατηθείσαν κοινωνικήν συνθήκην, ήσαν φίλοι της σκουριάς, μερικοί ίσως και φίλοι του συμφέροντος, το οποίον εκινδύνευεν από την είσοδον των γυναικών εις τα επαγγέλματα του ανδρός…»
Οι δυο αδελφές αποφοίτησαν τέσσερα χρόνια αργότερα με άριστα, και αναζήτησαν το 1900την τύχη τους στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Από τις δυο τους η Αλεξάνδρα πέθανε στην αρχή της καριέρας της, ενώ η Αγγελική είχε μια αξιόλογη επιστημονική πορεία. Στο Παρίσι μετεκπαιδεύτηκε στο ινστιτούτο Pasteur, βραβεύτηκε από την Ακαδημία Επιστημών για το σύγγραμμα της «Η υγιεινή παρά τοις Αρχαίοις Έλλησι» και από την Ιατρική Ακαδημία για τις επιστημονικό της ερευνητικό έργο. Γυρίζοντας στην Αλεξάνδρεια μελέτησε τροπικές ασθένειες και τιμήθηκε με το παράσημο του Τάγματος του Νείλου. Μετά την επιστροφή της στην Αθήνα, πάτησε σταδιακά και στα εναπομείναντα ακαδημαϊκά άβατα. Έγινε έκτακτη Καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής το 1938, Καθηγήτρια «Τιμής ένεκεν» το 1947, και πρώτη γυναίκα ιατρός μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 1950.
‘Ένα χρόνο μετά την εγγραφή στην Ιατρική Σχολή των πρώτων γυναικών, το 1895, έκανε τη εγγραφή της στο «Φαρμακευτικόν Σχολείον» (Φαρμακευτική) η πρώτη φαρμακοποιός, η Πολύμνια Παναγιωτίδου, η οποία μετά την αποφοίτηση της επρόκειτο να αναλάβει το Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Όταν όμως ενημερώθηκε από το Συμβούλιο, ότι ο μισθός της θα ήταν 100 δραχμές, ενώ του προκατόχου της ήταν 150, η Πολύμνια κατέθεσε την φαρμακευτική της ποδιά πάνω στο τραπέζι τού Συμβουλίου και έφυγε δηλώνοντας: «Προκειμένου περί επιστήμης άνδρες και γυναίκες είναι ίσοι». Η πρώτη Ελληνίδα φαρμακοποιός άνοιξε το φαρμακείο της τα Χριστούγεννα του 1899. Δυστυχώς όμως, σε λιγότερο από ένα μήνα αρρώστησε από τύφο και πέθανε.
Η πρόοδος της εισαγωγής των γυναικών στα Ανώτατα Ιδρύματα εξακολουθούσε να είναι πολύ αργή. Χρειάστηκε να περάσουν δυο ακόμη δεκαετίες για να εγγραφεί η πρώτη φοιτήτρια στη Νομική Σχολή. Ήταν η Μαρία Φλαμπουράρη με καταγωγή από την Κέρκυρα. Η Φλαμπουράρη τάραξε εκ νέου τα νερά στην εποχή της, όταν το 1926, τρία μόλις χρόνια μετά την αποφοίτησή της, ανέλαβε την υπεράσπιση ενός αξιωματικού κατά την εκδίκαση μιας υπόθεσης στο Στρατοδικείο. Χαρακτηριστικά ο Παύλος Νιρβάνας σε κείμενο του, που δημοσιεύθηκε αμέσως μετά την αγόρευση της, στην Εφημερίδα «Εστία» γράφει: «… καλούμεν και ημείς το λάλον δεσποινίδιον να επανέλθη, ως τάχιστα, εκεί όπου φύσει ανήκει. Ή εις το σπίτι του ή εις το «Καπρίς». Αι γυναίκες είνε προωρισμέναι, κατ’ εκλογήν των και προ παντός καθ’ ικανότητα, ή να γίνουν μητέρες ή να μείνουν γυναίκες. Ή σπίτι ή «Καπρίς»…»
Η Φλαμπουράρη συνέχισε πολύ δυναμικά την πορεία της και δεν αρκέστηκε στα τυπικά νομικά θέματα. ‘Έδωσε διαλέξεις και έγραψε νομικές μελέτες και άρθρα για καυτά κοινωνικά ζητήματα. Η τολμηρή της διάλεξη με τίτλο «Τα νόθα τέκνα και η αναζήτησις της πατρότητος»… με τις αναφορές της στις πρώτες φεμινιστικές κινήσεις της Καλλιρόης Παρρέν δεν προκάλεσε απλά τα ήθη της εποχής, αλλά με την επιχειρηματολογία της χρησίμευσε ζωτικά τόσο στην κρατική διοίκηση, όσο και στους νομικούς κατά την νομοπαρασκευή του Νόμου για την προστασία των «νόθων τέκνων».
Τελευταία «πρώτη γυναίκα» στο σημερινό αφιέρωμα είναι η πρώτη Ελληνίδα μηχανικός. Η πρώτη γυναίκα μηχανικός και πρώτη γυναίκα αρχιτέκτονας ήταν η Ελένη Πατρικίου Κανελλοπούλου, η οποία αποφοίτησε το 1923 από το ΕΜΠ . Να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη η μέση εκπαίδευση στις γυναίκες ήταν το Παρθεναγωγείο και η κυρίαρχη άποψη του κόσμου ήταν ότι τα γυναικεία μυαλά δεν μπορούν να τα καταφέρουν στις θετικές επιστήμες.
Η Ελένη Πατρικίου Κανελλοπούλου πέραν του μεγάλου έργου της ως αρχιτέκτονας, έδωσε μεγάλους αγώνες για την ισότητα των δυο φύλων σε θέματα εργασίας. Μάλιστα έφτασε μέχρι το Συμβούλιο της Επικρατείας την περίοδο 1932-1934 και τελικά να δικαιώθηκε, ανοίγοντας τον δρόμο σε όλες τις γυναίκες υπαλλήλους να διεκδικήσουν τις ανώτατες υπαλληλικές βαθμίδες διευθυντών και γενικών διευθυντών του Ελληνικού Δημοσίου.
Για αυτό το μικρό αφιέρωμα στην 8η Μαρτίου επιλέχθηκε η σύντομη παρουσίαση οκτώ πρωτοπόρων γυναικών, γυναικών που αγωνίστηκαν να κατακτήσουν αυτή την «πρώτη θέση» τους στον κόσμο των αντρών, αλλά όχι μόνον αυτό. Με την πορεία τους, που δεν ήταν ποτέ εύκολη, γιατί ήταν γυναίκες, απέδειξαν ότι είχαν να προσφέρουν πάρα πολλά στην κοινωνία και άνοιξαν τον δρόμο.
Για αυτές τις γυναίκες θεσμοθετήθηκε ο εορτασμός της ημέρας της Γυναίκας. Για αυτές και για όλες τις γυναίκες, που με τους προσωπικούς ή συλλογικούς αγώνες τους βελτίωσαν την θέση των γυναικών, αλλά και όλη την κοινωνία.
Και αυτές είναι οι γυναίκες, που πρέπει να μνημονεύουμε την 8η Μαρτίου.
Αυτό το αφιέρωμα κλείνει, όπως άρχισε, με κάποια λόγια της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου : «αν λέγατε : πέφτω κάθε στιγμή και μου είναι μεγάλος κόπος να σηκώνουμε, γι΄αυτό θέλω να μένω χάμου στο χώμα, ποτέ ασφαλώς δε θα φτάνατε στο φρούριο. Το ίδιο συμβαίνει στο ταξίδι που κάνουμε για να αποκτήσουμε την αρετή. Μια μέρα θα το κατορθώσουμε, αρκεί να μη μένουμε στο χώμα από αδράνεια».