Οι συγγραφείς αποκαλύπτουν…τα μυστικά τους στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Θεόδωρος Π. Ζαφειρίου
Εμπνέομαι από καθημερινά γεγονότα, φαινομενικά πρόσκαιρα, ναι μεν χωρίς το
καβαφικό ιστορικό, αλλά μ’ εξίσου δραματικό βάθος
Για ποιο λόγο γράφετε;
Ως διερώτηση στον εαυτό μου δεν με απασχόλησε ποτέ. Αντιθέτως μάλιστα με ενοχλούσε πάντα ο απρόκλητος και διφορούμενος μακαρισμός, «Α! έχετε/έχεις ωραίο χόμπι!», όταν έπρεπε ν’ απαντήσω σε φίλους, συναδέλφους ή και συγγενείς, που από κάπου επληροφορούντο αυτό το «χόμπι μου» και με ρωτούσαν προς επιβεβαίωση. Το πράγμα όμως γίνεται σοβαρότερο και πιο σύνθετο, όταν στην ερώτηση προστίθεται, όπως εδώ, και η απορία για τον λόγο. Τουλάχιστον μπορώ, χωρίς να εμπλακώ σε περίπλοκα και αφηρημένα σχήματα λόγου, να απαντήσω αυθόρμητα, αν και δι’ αρνήσεως, «πάντως όχι από χόμπι». Στην πραγματικότητα μια θετική και αξιόπιστη απάντηση θα αποτελούσε το αποτέλεσμα ψυχανάλυσης, επιστημονική διαδικασία, που και να τη γνώριζα -που δεν την γνωρίζω- δεν θα με βοηθούσε καθόλου να ψυχαναλύσω εγώ τον εαυτό μου. Γι’ αυτό ας καταφύγω στην λίγο πολύ γνωστή θεωρία της «έμπνευσης», που μετατρέπεται σε «εσωτερική ανάγκη», η οποία θέλει σώνει και καλά να εξωτερικευτεί. Και εδώ το θέμα της γραφής σοβαρεύει σοβαρά.
Διότι η γραφή είναι κατά κανόνα υπόθεση γραφείου, υπόκειται δηλαδή κατά κάποιο τρόπο σε μια γραφειοκρατική διαδικασία επεξεργασίας, από την οποία εξαρτάται η εγκυρότητά της. Δηλαδή το αισθητικό αποτέλεσμα. Το οποίο ωστόσο, από την άλλη πλευρά, αγνοεί και δεν υπακούει σε κανόνες, ούτε καν συντακτικού, και κρίνεται κατ’ αρχήν διαισθητικά από τον ίδιο τον «συντάκτη» είτε πρόκειται για αληθινό είτε για κατά φαντασίαν ποιητή. Τώρα, μιλώντας για μένα, οφείλω να πω, ότι «γράφοντας» δεν έχω στο μυαλό μου κανενός είδους κοινωνική προσφορά, χωρίς ωστόσο να αρνούμαι την αντικειμενικά κοινωνική διάσταση της γραφής. Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να αποποιηθώ και την υποκειμενική ιδιοτέλειά μου, που συνίσταται στην ενδόμυχη επιθυμία μου για ανταπόκριση, έστω σε έναν δυο τυχόν αναγνώστες, αν τύχει και αναγνωρίσουν δικά τους βιώματα, σκέψεις, συναισθήματα στα πονήματά μου. Με την προϋπόθεση όμως πως ό,τι τούς προκαλεί αυτή την οιονεί ταύτιση είναι η αισθητική δύναμη του κειμένου.
Τί είδους βιβλία γράφετε;
Αμιγώς ποιητικά, τουλάχιστον ως προς την ειδολογική τους κατάταξη, όχι ως προς την αξιολόγηση, πράγμα, που δεν είναι δική μου δουλειά.
Από πού εμπνέεσθε;
Όχι μόνον από προσωπικά βιώματα, όπως είναι το φυσικό και το σύνηθες, αλλά και από καθημερινά γεγονότα, φαινομενικά πρόσκαιρα, ναι μεν χωρίς το καβαφικό ιστορικό, αλλά μ’ εξίσου -θα τολμήσω να πω- δραματικό βάθος. Γεγονότα είτε εκτεθειμένα στην άπληστη δημοσιογραφική δημοσιότητα είτε διαδραματιζόμενα μέσα σε τέσσερις τοίχους-και όχι μόνον στην εποχή του κορωναϊού. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, τουλάχιστον για open air περιστατικά, ας θυμηθούμε την αδέσποτη σφαίρα (με συγκεκριμένη όμως προέλευση και ευθύνη), που σκότωσε το παιδάκι στο Μενίδι στις 8 Ιουνίου 2017 ή την Πόρσε, που σκότωσε στις 26 Φεβρουαρίου 2017 στην Εθνική μαζί με τα θύματα και τον θύτη οδηγό.
Αλλά κι ένα οποιοδήποτε τροχαίο, που δεν τιμάται ούτε στα ψιλά των εφημερίδων, αλλά αφήνει έναν άσημο π.χ. δρομέα μαραθωνίου χωρίς πόδια. Για να ξεφύγουμε όμως από τη βαριά μελαγχολία των πλειοψηφούντων δυστυχώς θλιβερών περιστατικών, που πυροδοτούν και «ποιητικές εμπνεύσεις» ας μνημονεύσουμε και κάποια από τις πράξεις, που ανήκουν στην μειοψηφία των καλών έως εξαιρέτων συμπεριφορών: π. χ. την στάση του μαραθώνιου κολυμβητή, που έχασε την πρωτιά κατά μία «χεριά» στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016: «Στο βάθρο σαν ιππότης/ Χαιρέτησε τον νικητή/ Ο Σπύρος Γιαννιώτης.» («Η χεριά», Ομόλογα, 2017).
Ποιο είναι το τελευταίο έργο σας, τί περιέχει και ποιες είναι οι δυσκολίες, που αντιμετωπίσατε για να το γράψετε και να το εκδώσετε;
«Τα τραίνα ταξιδεύουν ακόμα» που περιέχουν και τους ανθρώπους, που ταξιδεύουν, ή ονειρεύονται, ή αναπολούν τα σιδηροδρομικά τους ταξίδια στους σταθμούς. Δυσκολίες, για να το γράψω; Οι συνυφασμένες με την τέχνη της γραφής, ανεξάρτητα βέβαια από το αποτέλεσμα, που παραδόξως αρκετές φορές μού προέκυψε εύκολα. Φυσικά την ποιότητά του θα την κρίνει ο καθένας με τα δικά του μέτρα και σταθμά. Οι ουσιαστικές δυσκολίες κατά συνέπεια προκύπτουν μετά την έκδοση. Αν η κριτική είναι συνολικά αρνητική, οφείλω να αποδεχθώ την καθολική μου αποτυχία. Αλλά και στην μεμονωμένη δεν έχω να αντιτείνω κανένα επιχείρημα, ακόμη και η μερική αποτυχία βαραίνει ως αποτυχία.
Ποιες άλλες δραστηριότητες έχετε πέρα από την γραφή;
Αν εννοείτε σχετικά με τα γράμματα και τις τέχνες καμμιά άλλη. Γενικά, η αναγνωστική απόλαυση, ειδικά στην εποχή του κορωναϊού.
Βιογραφικό:
Ο Θεόδωρος Π. Ζαφειρίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1952. Κατάγεται από την Λάρισσα. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στο Ρέγκενσμπουργκ της Γερμανίας. Εργάστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Αγνώστων λοιπών στοιχείων» (1988), «Απόβαρο» (1997), «Αντίγραφα χωρίς πρωτότυπο» (2000), «Ημίμετρα» (2003), «Ο αριθμός που λείπει» (2006), «Για μια ομοιοκαταληξία» (2008), «Φτου ξελεφτερία» (2009), «Ξηροί καρποί» (2012), «Τα κακά ποιήματα», «Τα καροτσάκια», «Σαρκοτροπία» (2014), «Αχθοφόροι», «Τα άλλα», «Κορμιά και σώματα (2016), «Ομόλογα» (2017), «Τα χειρότερα (2018), «Deliveries» (2018) και «Τα τραίνα ταξιδεύουν ακόμα» (2020). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, γερμανικά, σουηδικά και αλβανικά.
Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα του: https://zaphirioutheodoros.com/