Οι Συγγραφείς Αποκαλύπτουν… Τα Μυστικά Τους Στον Ε. Ιντζέμπελη

ΛΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥ-ΣΕΦΕΡΙΑΔΗ

Κάθε βιβλίο αποτελεί ένα βήμα στην εσωτερική μου πορεία. Αυτό σημαίνει ότι και τα δεκαεννιά βιβλία, που έχω γράψει μέχρι σήμερα, προσπαθούν να απαντήσουν σε ερωτήματα που με απασχολούν ή με ταλανίζουν – υπαρξιακά, κοινωνικά, πολιτικά. Γράφω, με άλλα λόγια, για να κατανοήσω τον εαυτό μου και τον κόσμο που με περιβάλλει. Η γραφή είναι για μένα ό,τι το κοντάρι για τον ακροβάτη. Δεν μπορώ να πορευτώ χωρίς αυτήν – κάτι που ψυχανεμίστηκα πολύ νωρίς.

Ήταν το 1955, εποχή που οι λαοί σάρωναν την αποικιοκρατία, όταν ξεκίνησε ο ένοπλος εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των Κυπρίων. Τότε, με σύνθημα «Κύπρος-Ένωσις», έγινε στη γενέτειρά μου Θεσσαλονίκη μέγα συλλαλητήριο, το οποίο κατέληξε σε λιθοβολισμό του αγγλικού προξενείου. Εγώ ήμουν δέκα χρονών παιδάκι και ασφαλώς δεν έλαβα μέρος. Ο απόηχος όμως των γεγονότων έφτασε ως εμένα, κυρίως μέσω του ραδιοφώνου. Έφτασε, για να με συνεπάρουν μια για πάντα τα ιδανικά της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας, της ελευθερίας. Εντελώς αυθόρμητα σηκώθηκα, αναζήτησα μολύβι και χαρτί και έγραψα το πρώτο μου λογοτέχνημα : ένα ποίημα για την Κύπρο και τους ήρωές της. Τη στιγμή εκείνη ένιωσα βαθιά μέσα μου ότι η γραφή ήταν το ριζικό μου.

Και να που, μετά από εξήντα χρόνια, η Κύπρος αναδύθηκε πάλι ως πρωταγωνίστρια στο μυθιστόρημά μου «Οι σαράντα τρεις σιωπές», που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Κέδρος. Ως ιστορικό πλαίσιο διάλεξα την τουρκική εισβολή του 1974, δηλαδή την τελευταία προσώρας τραγωδία του Ελληνισμού.
Εκείνο το μαύρο καλοκαίρι, μια δεκαοχτάχρονη Ελληνίδα φοιτήτρια από την Αυστραλία, έρχεται σε επαφή με την αρχαιολογική σκαπάνη. Πρώτη ανασκαφή, πρώτη αγάπη, πρώτη οδύνη. Ο διχασμός, η προδοσία, η τουρκική εισβολή και κατοχή, η χαίνουσα πληγή των αγνοουμένων. Το ασήκωτο βάρος της απουσίας τους στη ζωή των παρόντων. Στη ζωή της Έλλης, που συνεχίζεται με πλάνες και επιτυχίες, με δοκιμασίες, εξάρσεις και χαρές, μα πίσω απ’ όλα με μια βαθιά κρυμμένη νοσταλγία. Ώσπου να οδηγηθεί στο σχήμα της γαλήνης – ύστερα από σαράντα τρία ολόκληρα χρόνια, στην Κύπρο πάλι.
«Οι σαράντα τρεις σιωπές» είναι ένα μυθιστόρημα για την προσωπική και συλλογική μνήμη. Τα όνειρα της πρώτης νιότης, ο πόλεμος, η μοναξιά. Το βάναυσο πέλμα της Ιστορίας.

Η λεηλασία του ελληνικού πολιτισμού της νήσου, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η επιδίωξη του αφανισμού του. Ένας έρωτας θανάτω θάνατον πατήσας. Μια κέδρινη λάρνακα που περιμένει.
Το έναυσμα για να γράψω το βιβλίο αυτό υπήρξε η συνεχής και αδιάλειπτη τουρκική απειλή απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο, που στις μέρες μας αναζωπυρώνεται επικίνδυνα. Αλλά και, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, η αδυναμία της φυλής των ανθρώπων να υπερβούν το μέγιστο κακό, που είναι ο πόλεμος.
Ο άλλος βασικός λόγος είναι «η διχόνοια η δολερή» όπως την αποκαλεί ο Σολωμός στον εθνικό μας ύμνο, ορμώμενος από τον εμφύλιο των επαναστατών του ’21, που έθεσε σε κίνδυνο την ίδια την Επανάσταση. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να γράψει «αν μισούνται ανάμεσό τους/δεν τους πρέπει ελευθεριά».

«Ανάδελφος, άνομος, άπατρις είναι εκείνος που αγαπά τον φριχτό εμφύλιο πόλεμο» λέει ο σοφός Νέστορας στην Ιλιάδα. Ο δε Ηρόδοτος φρονεί ότι ο εμφύλιος πόλεμος είναι τόσο χειρότερο κακό από τον ίδιο τον πόλεμο όσο ο πόλεμος από την ειρήνη.
Ειλικρινά ανατριχιάζω όταν ακούω στη σημερινή εποχή, ακόμη κι από επίσημα χείλη, που όφειλαν να είναι υπεύθυνα, λόγο ανόητα και αμετανόητα διχαστικό, όταν στη νεότερη ιστορία μας, μέσα σε πενήντα μόλις χρόνια, ο Ελληνισμός έζησε τρεις εθνικές συμφορές, που όλες τους τροφοδοτήθηκαν από τον διχασμό. Βασιλικοί και βενιζελικοί, κομμουνιστές και εθνικόφρονες, μακαριακοί και ενωτικοί. Τρεις τεράστιες συμφορές, που όχι απλώς χωράνε, αλλά και περισσεύουν στη ζωή ενός και μόνον ανθρώπου και που τα απόνερά τους φτάνουν μέχρι τις μέρες μας!

Το γεγονός φερ’ ειπείν ότι όλες οι άλλες χώρες που μπήκαν σε κρίση, και μάλιστα μετά από εμάς, κατάφεραν να βγουν προ πολλού, ενώ εμείς ακόμη βολοδέρνουμε, οφείλεται εν πολλοίς στη διχαστική μας λογική.
Όπως συνάγεται από τα παραπάνω, η επιλογή μου να κινηθώ σε παρελθόντα χρόνο προκύπτει από προβλήματα και ανησυχίες που γεννά το σήμερα. Το ίδιο ισχύει και σε άλλα μυθιστορήματά μου, όπου η Ιστορία είναι παρούσα, όπως λόγου χάρη στο «Γλυκιά καλοκαιριάτικη βραδιά», που κινείται στη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου και της Γερμανικής Κατοχής, για να μπορέσω να μιλήσω για τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία. Όχι βέβαια ότι τρέφω αυταπάτες πως ένα ή χίλια ένα βιβλία μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο.

Απλώς καταθέτω την έγνοια μου δια της γραφής, γιατί αυτό μπορώ να κάνω. Η τέχνη ασφαλώς παρηγορεί, τέρπει τον αποδέκτη της, προσφέρει τροφή για σκέψη, συμπαραστέκεται, αφυπνίζει συνειδήσεις, αλλά το κοινό της είναι περιορισμένο. Υπάρχουν όμως ιστορικές στιγμές που δρα μαζικά και εμψυχώνει έναν λαό. Όπως έγινε κατά την πολιορκία των 900 ημερών του Λένινγκραντ, όπως έγινε στην κηδεία του Παλαμά εν μέσω Κατοχής, όπως έγινε στην κηδεία του Σεφέρη τον καιρό της δικτατορίας των συνταγματαρχών…
Και ένα ακόμη μυστικό για τη γραφή μου : Όταν μετά από μακρά κυοφορία φτάνει η μαγική στιγμή που αποτυπώνεται στο χαρτί η πρώτη λέξη, νιώθω την ταραχή που νιώθει ένας περιπλανώμενος μόλις διακρίνει μέσα στη νύχτα τα φώτα μιας άγνωστης πόλης, προς την οποία δεν μπορεί παρά να κατευθυνθεί.
Τέλος, οφείλω να πω ότι η λογοτεχνία είναι μεν σημαντικό κομμάτι της ζωής μου, αλλά δεν είναι βέβαια το παν. Σήμερα, στην ηλικία των 73 μου χρόνων, αντλώ ασύγκριτη χαρά από τα εγγόνια μου. Με το αντίκρισμά τους και μόνο σβήνουν διαμιάς όλες οι σκοτούρες μου. Χαίρομαι επίσης για τις γάτες που κυκλοφορούν γύρω μου και χαϊδεύονται στην αγκαλιά μου.

Θλίβομαι όμως, γιατί δεν έχω πια σκύλο. Στο τελευταίο μου μυθιστόρημα ωστόσο αφιερώνω ένα ολόκληρο κεφάλαιο-φόρο τιμής στον Άργο μου. Το όνομά του το πήρα από τον σκύλο του Οδυσσέα. Μόνον αυτό το γέρικο και άρρωστο σκυλί αναγνώρισε, κάτω από τα κουρέλια του ζητιάνου, τον δεσπότη του και τον έκανε να δακρύσει. Κι είναι τα δάκρυα αυτά που κάνουνε ακόμη πιο μεγάλη τη μεγαλοσύνη του ποιητή.
Με τι άλλο ασχολούμαι; Φροντίζω τον κήπο μου. Μ’ ευχαριστεί αφάνταστα η επαφή με το χώμα. Ο μικρόκοσμος των παρτεριών. Η μυστική ζωή του. Η ανακάλυψη καθημερινών θαυμάτων, που απλόχερα μας προσφέρει η φύση. Οι επιστήμονες σήμερα ανακαλύπτουν πως η ευφυία των ζώων είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι πιστεύανε. Κάποτε θα ανακαλύψουν και των φυτών τη νόηση. Είναι πλάσματα τα φυτά. Είναι όντα. Και δεν αποκλείεται να αποτελέσουν το θέμα ενός βιβλίου μου στο μέλλον. Επί του παρόντος, όταν τελειώνω τη χειρωνακτική μου εργασία, πίνω ένα ποτηράκι κρασί και καμαρώνω το έργο μου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Η Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1945. Είκοσι χρόνια αργότερα μετοίκησε στην Αθήνα, όπου και ζει μέχρι σήμερα. Το 1966 εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με το διήγημα Έντεκα γράμματα κι ένα υστερόγραφο στο περιοδικό ΕΠΟΧΕΣ, με πρόλογο του Άγγελου Τερζάκη. Σύντομα άρχισε να δημοσιογραφεί, αλλά η δραστηριότητά της αυτή διακόπηκε εξαιτίας της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Τότε συνίδρυσε τον εκδοτικό οίκο «Ρόμβος» και το ομώνυμο βιβλιοπωλείο της Αθήνας, που πλέον δεν υπάρχουν. Όλα τα βιβλία του «Ρόμβου» χαρακτηρίζονταν από αντιφασιστικό πνεύμα. Το 1972 εκδόθηκε το πρώτο της βιβλίο, μια ποιητική συλλογή με τίτλο Ο δραπέτης στο δέντρο. Από τότε μέχρι σήμερα έχει εκδώσει άλλα δεκαοκτώ βιβλία, τα περισσότερα από αυτά μυθιστορήματα. Ποιήματα και πεζά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Επίσης έχει ασχοληθεί και η ίδια με μεταφράσεις βιβλίων. Το 1979 βραβεύτηκε από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά για το βιβλίο της Τα μικρούτσικα, (Εκδόσεις Ερμής) παραμύθια για μικρά παιδιά. Το 2001 τιμήθηκε με το βραβείο Ιπεκτσί (υπό την αιγίδα του ΟΗΕ) για το μυθιστόρημά της Σαν το μετάξι (Εκδόσεις Καστανιώτη, 1996). Βιβλία της βρίσκονται σε πολλές πανεπιστημιακές και εθνικές βιβλιοθήκες ανά τον κόσμο. Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, μητέρα δύο παιδιών και γιαγιά τριών εγγονών. Τέλος, πιστεύει ότι «ο δρόμος είναι η χαρά» όπως λέει και ο τίτλος του ομώνυμου μυθιστορήματός της (Εκδόσεις Κέδρος, 2014).