Οι Συγγραφείς Αποκαλύπτουν… Τα Μυστικά Τους Στον Ε. Ιντζέμπελη
Πάνος Ηλιόπουλος
Παροχέτευσα την καρδιά μου στο χέρι μου και άρχισα έγραφα
Άρχισα να γράφω γιατί δεν με άφηναν να μιλήσω. Απαγορευόταν τότε αυστηρά. Ούτε ψιθυριστά δεν λέγαμε. Κουβέντα. Έτσι ξεκίνησε η ιστορία.
Φοβόντουσαν όλοι. Και οι τοίχοι είχαν αυτιά που μας επισκέπτονταν συχνά. Χωρίς να χτυπάνε το κουδούνι. Έτσι για ψύλλου πήδημα, για να μας κόβουν τη χολή. Για να μας προσβάλλουν χαχανίζοντας. Να ξευτιλίζουν τον πατέρα μπροστά μας. Να του μιλάνε στον ενικό. Να τον κάνουν σκουπίδι. Και εμείς να ακούμε και να βλέπουμε, ανάμεσα στα πόδια τους κουβαριασμένα. Με μάτια ορθάνοιχτα και υγρά. Σώπα συ, θυμάμαι, στη μάννα μου, ο 3ος ο κοντός, που κούρνιαξε αμέσως μη μας κάνουν φονικό. Ακόμα δεν το το’ χω καταπιεί. Του το χρωστάω.
Δεν είχα άλλη διέξοδο καμιά παρά να μείνω μουγγός όλη μου τη ζωή. Τρελαινόμουν. Έτσι μια μέρα το πήρα απόφαση. Παροχέτευσα την καρδιά μου στο χέρι μου κι έγραφα. Έφτιαξα δική μου φλέβα. Μια εγχείρηση ήταν για να ζήσω. Το ίδιο έκανα και με το μυαλό μου. Μεγάλη αρτηρία κι αυτή να χωράει πολλά. Δεν φαινόταν τίποτα, κανείς δεν την έβλεπε. Όλα στην παρανομία. Τα πράγματα ήταν δύσκολα, εσείς δεν τα θυμάστε.
Είχα μάθει να πηδάω την σιδερένια εξώπορτα του κήπου με ένα σάλτο χωρίς να καθυστερώ να την ανοίξω το βράδι, ακουμπώντας μόνο το δεξί χέρι επάνω στην κουπαστή, με το κλειδί στο στόμα έτοιμο μετά να μην χάνω χρόνο, να προλάβω να μπω μέσα σε 2-3 δευτερόλεπτα το πολύ. Όλο σκιές παραμόνευαν. Φώτα δεν υπήρχαν. Προπονιόμουν κάθε μέρα χρόνια ολόκληρα να είμαι πάντα σε φόρμα. Είχα γίνει αίλουρος να γλυτώνω.
Όταν εύρισκα θέση στο λεωφορείο τα βράδια που γύριζα μετά το Κοντοπήγαδο που άδειαζε, με το 172 της Αργυρούπολης σκάλιζα στο πακέτο από τα τσιγάρα σχολιαρόπαιδο ακόμα. Μια διέξοδο να αντέξω. Μην νομίσετε τίποτα σπουδαίο, κάτι σημειώσεις ασουλούπωτες μουντζούρωνα γιατί μου πόναγε το στήθος. Από το πλάκωμα προσπαθούσα να ξεφύγω.
Πέρασαν 35 χρόνια να επιτρέψουν το ομιλείν. Επί τέλους. Τους το επέβαλαν οι ξένοι. Θιγόταν η δημοκρατία τους, η Ελλαδίτσα μας. Πανηγυρίσαμε. Μπορούσαμε να λέμε ότι θάλαμε. Στο σπίτι μας, στους φίλους μας, στις παρέες, στους δρόμους, στα καφενεία. Απόλαυση. Γνωριστήκαμε για πρώτη φορά. Μάθαμε τι σκεφτόταν και ο ένας κι ο άλλος δίπλα μας. Τι αισθανόταν. Με πολλούς γείτονες αγκαλιαστήκαμε, τους νομίζαμε χαφιέδες. Εσείς δεν ξέρετε από αυτά, νομίζετε ότι διαβάζετε παραμύθι με κακές μάγισσες και τέρατα.
Μόλις συνέβη αυτό και συνήλθαμε, στήσαν ένα μεγάλο κόλπο, απίστευτο. Τους ξέφυγε το πράγμα. Έτσι, κουφάθηκαν ξαφνικά όλοι στο γκουβέρνο. Σταμάτησαν να ακούνε. Ούτε εκλογές για τα μάτια τους ένοιαζαν, ούτε τίποτα. Το βιολί τους. Ψέμα στο ψέμα το πήγαιναν, απάτη στην απάτη. Μεγάλο κόλπο σας λέω. Το κρατάνε μέχρι σήμερα, σαν άσσο στο μανίκι.
Απολύσαν βιαστικά τους πράκτορες και προσλάβαν δημοσιογράφους να μην φαίνονται. Φοβερό! Όλα τα σαπάκια τα βάψαν με βερνίκι να φαίνονται βελανιδιές και ακακίες.
Στήσαν μια καινούργια συντεχνία, τους φτιάξαν και μια ασυλία στη βουλή, δεν κρατιόνταν από την χαρά τους, δεν τους άγγιζε κανείς. Οι παλιοί δημοσιογράφοι τα χάσαν, μείναν άφωνοι κι αυτοί. Δυστροπούσαν κλωτσούσαν, δεν ξέραν τι να κάνουν. Μεγάλοι φίλοι μας κάποτε που μας βοηθούσαν. Από αυτούς περιμέναμε.
Είχαν λέει κι αυτοί οι προσχωρήσαντες και οι καινούργιοι συνδεθεί με την παραγωγή, τις ανάγκες της αγοράς. Όσο για τα μικρά παιδιά, το πρώτο που μαθαίναν στο σχολείο, ήταν ανάπτυξη. Το ίδιο και στις υπόλοιπες τάξεις, μέχρι που τέλειωναν το πανεπιστήμιο και βάλε. Χωρίς να αναπτύσσεται κανείς. Όλοι ήταν καχεκτικοί. Εγώ όταν το άκουσα αυτό τόβαλα στα πόδια. Όπου φύγει-φύγει. Μακριά μη με αρπάξουνε και με κάνουν διανοούμενο. Οργανικό κιόλας. Το χειρότερο! Δεν ξέραν να μιλήσουν. Από την μάνα τους μαθαίναν καλλίτερα τη γλώσσα. Γέμισε ο αέρας σκουπίδια και διαφημίσεις όπως σήμερα. Αποπνιχτική ατμόσφαιρα. Δεν μπορούσες να ανασάνεις.
Κι αμέσως μετά κοτσάραν κι άλλο ένα κόλπο γιατί το πρώτο δεν έφτανε. Ιδιωτικοποίησαν τον λόγο και την φωνή. Κι έτσι κάναν την ελευθερολογία και την γραφή μαζί ελεύθερες-απαγορευμένες και τις δυο. Χωρίς τρομοκρατία τώρα, χωρίς αστυνομία. Φτιάξαν το δεύτερο κόλπο, που είχε κι ένα δεύτερο άρθρο που τόνιζε με κεφαλαία γράμματα την ελευθερία του λόγου του κυρίαρχου λαού, αρκεί να μην πλησίαζε στα μικρόφωνα και τις κάμερες. Κοροϊδεύαν κιόλας. Φιλήσαν όλες τις κατουρημένες ποδιές. Το χόρτασαν. Το ευχαριστήθηκαν. Και κολλητά μια δράκα μοντέρ επαγγελματιών, να μιξάρει ότι ξέφευγε από τις συντεχνίες αυτές. Ασυνάντητα πράγματα. Το γκουβέρνο με τις κουστωδίες του, δεν επικοινωνούσαν με μας, με ένα χαλύβδινο τοίχο μεταξύ μας, μιλώντας καθημερινά με μας, αλλά θεόκουφοι πάντα. Άλλα τους λέγαμε άλλα λέγαν ότι είπαμε. Στο τέλος παρέσυραν και τον κόσμο, δεν άκουγε κανείς αηδιασμένοι είχαν μπουχτίσει.
Εν τω μεταξύ εγώ είχα γνωρίσει σπουδαίους ανθρώπους στο θέατρο που αγάπησα πολύ. Έκανα παρέα με το Αισχύλο και τον Σοφοκλή. Φοβερή τιμή για μένα. Ακόμα συγκλονίζομαι. Γνώρισα τον Ευριπίδη τον μέγα και τον Αριστοφάνη τον άλλο μέγα που με έκανε να μαθαίνω γελώντας. Να ξεκαρδίζομαι. Έμαθα πράγματα που δεν έμαθα στο σχολείο. Ένας κόσμος χαμένος που γέμιζε ελπίδα κι όρεξη για ζωή.
Απ όλες τις νυχτερινές διαβασιές μου, πιο πολύ μου άρεσε η φιλοσοφία και η μικρότερη αδερφή της η φυσική. Μα καταβρόχθιζα τα πάντα σαν λιμασμένος, μετα από πολύχρονη απεργία πείνας. Τον Θουκυδίδη και τον Μαρξ, τους αρχαίους και τους ευρωπαίους, καθένας με το μπόι του. Πρόλαβα ακόμη στην εποχή μου, τον Ηράκλειτο με τον Θαλή να παραδίδουν εντατικά μαθήματα στους φιλοσόφους, γιατί τα πτυχία τους ήταν μαϊμού. Και τρέχαν στα θερινά τμήματα στην Έφεσο και την Μίλητο. Εκεί έμαθα ότι η κίνηση είναι βία. Κι ότι όσο πιο πολύ τρέχεις τόσο αυξάνει. Προσοχή στην ταχύτητα τους έλεγαν. Μακριά από αυτήν.
Κατά τα άλλα μου άρεσαν οι γυναίκες. Δεν το έκανα επίτηδες, αυθόρμητα μου ερχόταν, από μόνο του. Τις αγαπούσα και τις θαύμαζα γιατί μπορούσαν να κάνουν παιδιά. Εντάξει, βοηθούσαμε και εμείς. Μα τα ανέθρεφαν με το τίποτα. Πως διάολο το κατάφερναν μέσα στα χαλάσματα. Πέρασα καλά μαζί τους. Μέχρι που πριν δέκα χρόνια, μούπαν ότι ήμουνα λάθος. Κα πως δεν είχα σωστό προσανατολισμό. Μα ήμουν ξεροκέφαλος, επέμενα ευχαριστημένος στο δικό μου.
Αυτά για μένα.