Οι συγγραφείς αποκαλύπτουν… τα μυστικά τους στον Ε. Ιντζέμπελη

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΣ

Γράφω όταν νιώθω ότι κάτι αναβλύζει στην ψυχή μου

Ένας δημοσιογράφος γράφει από αγάπη στη διάδοση των ιδεών, των ειδήσεων, της γνώσης. Είναι ταγμένος στην υπηρεσία της γλώσσας και της γραφής. Και σίγουρα νοιώθει ευνουχισμένος όταν δεν έχει τη διέξοδο προς τον κόσμο με τρόπο που ο δημόσιος λόγος του να καταγράφεται ανεξίτηλα, με ευκρίνεια και με το εύρος που χρειάζεται για να μεταλαμπαδεύσει τις σκέψεις του.

Ωστόσο, ο δημοσιογράφος δεν είναι εύκολο να δηλώνει και συγγραφέας. Είναι άλλο πράγμα η περιορισμένης έκτασης έρευνα και άλλο η συλλογή και επεξεργασία υλικού για ένα βιβλίο που ξέρεις ότι θα κριθεί αυστηρά από το αναγνωστικό κοινό και που τα κείμενά του αποτελούν αναφορές με επιβαλλόμενη ακλόνητη τεκμηρίωση.
Προσωπικά, γράφω όταν νιώθω ότι κάτι αναβλύζει στην ψυχή μου. Όταν νιώθω πως έχω κάτι ενδιαφέρον να πω ή όταν θέλω να μοιραστώ τον πόνο και τις σκέψεις μου με ανώνυμους, άγνωστους αναγνώστες. Είναι σαν να μιλώ σε σκιές που με κοιτάζουν με ενδιαφέρον. Κι όσο μιλώ τα πρόσωπά τους να καθαρίζουν και να γίνονται παρουσίες φίλων που γνέφουν με κατανόηση γι αυτό που διαβάζουν. Ακόμη κι αν δεν συμμερίζονται τη γραφή μου, με γεμίζει δύναμη το γεγονός ότι αφιερώνουν διανοητικό χρόνο στην ανάγνωση ενός κειμένου μου. Είναι μεγάλη τιμή αυτό.

Συνήθως, οι δημοσιογράφοι καταγίνονται είτε με θέματα του αντικειμένου τους είτε με τη λογοτεχνία. Στην πρώτη περίπτωση εξειδικεύουν σε ανάγνωσμα αναφοράς τις εμπειρίες, τις γνώσεις ή την έρευνά τους, ενώ στη δεύτερη ανοίγουν την ψυχή τους. Νομίζω πως και τα δυο είδη είναι εξίσου δύσκολα.
Ο επαγγελματίας γραφιάς δεν έχει άγνοια κινδύνου. Και πολλές φορές η εγκράτεια τον αυτοπεριορίζει. Τον ταλαιπωρεί στη σύνταξη των «αιρετικών» του απόψεων. Γιατί, πώς να το κάνουμε, ένας συγγραφές ξεχωρίζει όταν ξεφεύγει από τον συρμό. Όχι μόνο ως προς τον προσανατολισμό του έργου του, αλλά και ως προς το βάθος της ανάλυσής του και -κυρίως αυτό- ως προς το «εποικοδόμημα» ιδεών που παράγει με τις προτάσεις του.
Για έναν δημοσιογράφο-συγγραφέα τίθεται πολλές φορές το ερώτημα αν πράγματι δικαιούται να αγγίξει τομείς που δεν έχει ειδικότητα. Ή αν οφείλει να αποδέχεται ως θέσφατο την ειδημοσύνη άλλων. Μα, όταν ξεκινά την έρευνά του και φτάνει σε ένα βαθμό ολοκληρωμένης εικόνας δεν τον σταματά τίποτε. Είναι μια στιγμή εσωτερικής ατομικής σχάσης που μετατρέπει τη γραφίδα του σε όπλο μιας κάποιας αλήθειας. Σε δείκτη μιας άλλης οπτικής. Σε ημερολόγιο γεγονότων με σκηνές από την κουΐντα που άλλοι συγγραφείς μόνο φανταστικά θα μπορούσαν να προσεγγίσουν.

Ο δημοσιογράφος-συγγραφέας εμφορείται από πραγματισμό και αναβλύζει στα κείμενά του την ένταση της ψυχικής του δύναμης. Τον οίστρο μιας…. επανάστασης, που δεν την κατευθύνει αλλά που τη νιώθει να διακατέχει σκόρπιες ανθρωπομονάδες της κοινωνίας. Γιατί ο δημοσιογράφος-συγγραφέας έχει μια καθαρή και διεισδυτική ματιά. Ισορροπεί τις υπερβολές και φέρνει στην επιφάνεια αθέατες πλευρές της πραγματικότητας.
Έτσι κι εγώ. Τα κείμενά μου τα χωρίζω σε δυο κατηγορίες: εκείνα που αντικατοπτρίζουν ιστορικά γεγονότα με επίκεντρο την Ευρώπη, και εκείνα που ψηλαφούν το επέκεινα. Το απόκρυφο σημάδι μιας λάμψης έρωτα, μιας αγκαλιάς αισθήσεων, μιας ονειρικής περιπέτειας. Οι συγγραφείς εμπνέονται συνήθως από βιωματικές καταστάσεις. Το πιστοποιεί το βιογραφικό τους. Το φανερώνουν τα βήματα της ζωής τους. Κι είναι φορές, ιδιαίτερα στο λογοτεχνικό κείμενο, που η πλοκή είναι η ζωή που έχασαν.

Χωρίς αμφιβολία, όλοι οι εγγράμματοι άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι καλοί συγγραφείς, αν απελευθερώσουν την ψυχή τους. Και όλοι έχουν κάτι να πουν για κάτι που κάποιος άλλος θέλει πολύ να το ακούσει. Επειδή επιζητά την επαλήθευση μιας δικής του σκέψης. Επειδή τον σαγηνεύει το άγνωστο. Επειδή τον ανακουφίζει η αλήθεια. Επειδή τον προκαλεί – και τον προσκαλεί – η γνώση.
Συνεπώς, η έμπνευση μπορεί να έλθει από παντού, υπό την αίρεση ότι ο συγγραφέας είναι ικανός να ευαισθητοποιείται από τα πιο απλά ζητήματα. Γιατί εκεί τον χρειάζεσαι περισσότερο. Στη διήθηση της απλότητας. Τον περίπλοκο κόσμο τον έχει αναλάβει η επιστημονική έρευνα.
Το δεύτερο βιβλίο μου έχει τον τίτλο «Ευρωφελή & Ανθενωτικά» (Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, 2019) και αναφέρεται στη δύσκολη και πολυτάραχη ενοποιητική διαδρομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εστιάζοντας παράλληλα σε όσα απειλούν την ενότητα και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών της.

Από πρώτη άποψη μοιάζει με ένα βιβλίο τεχνοκρατικό. Ένα ημερολόγιο απογραφής καταστάσεων χωρίς συναίσθημα. Ένα σύγγραμμα πανεπιστημιακής αναφοράς. Κι όμως δεν είναι. Και δεν είναι επειδή τα μονοπάτια που ιχνηλατεί το βιβλίο δεν περιορίζονται στις χαρτογραφημένες περιοχές της ευρωπαϊκής νομενκλατούρας, καθώς παρεκκλίνουν από την ξύλινη γλώσσα της «φούσκας των Βρυξελλών» και δίνουν οξυγόνο στα ψάρια των γραφειοκρατικών ενυδρείων από τον αέρα της πραγματικής ζωής.

Το μεταναστευτικό, η οικονομική κρίση, η θεσμική υπόσταση της Ευρώπης, οι αγωνίες πολιτικών και πολιτών τα ρήγματα που απειλούν το μέλλον μας εξυφαίνονται με τρόπο εύληπτο για αναγνώστες κάθε ηλικίας, ακόμη και χωρίς γνώσεις στα ευρωπαϊκά. Αρκεί να έχουν ενδιαφέρον για όσα μας ενώνουν και όσα μας απελπίζουν.
Πέρα από τη γραφή… αγαπώ τις γεύσεις και τις ανακαλύψεις που σε ενθαρρύνουν να κάνεις για να μάθεις από που έρχεται το τάδε ή το δείνα υλικό. Το μακρινό ταξίδι που σε πάει η κουζίνα και τη βαθιά φιλοσοφία που αναπτύσσουν οι σύγχρονοι δειπνοσοφιστές.
Αγαπώ τη ζωή σαν ένα κέλυφος που προστατεύει τον έρωτα και τη μουσική, από παραφωνίες… ανέραστων και στεγνών ανθρώπων.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Γιώργος Συριόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1963. Σπούδασε Δημοσιογραφία στις Βρυξέλλες και εργάστηκε επτά χρόνια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ως Κοινοβουλευτικός Συνεργάτης του Δημοσιογράφου – Ευρωβουλευτή Δημοσιογράφου Τάκη Λαμπρία. Με δράση για το φεντεραλιστικό κίνηµα, έχει διατελέσει Πρόεδρος των Νέων Ευρωπαίων Φεντεραλιστών Ελλάδος. Είναι ιδρυτικό µέλος της Ελληνικής Επιτροπής για την Ευρωπαϊκή Ένωση (παράρτηµα του European Movement) και µέλος της AHEPA – Βρυξελλών.
Διοργάνωσε πολλές ενηµερωτικές εκδηλώσεις και έρευνες για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και µετείχε σε δράσεις του ΕΣΟΝΕ κατά του ρατσισµού. Το 1992 συµµετείχε σε αποστολή ειρηνιστών, από 21 χώρες, στο Ανατολικό Τιµόρ.

Ως Μέλος της Επιτροπής Αξιολόγησης για το “Βραβείο Γυναίκες της Ευρώπης”, υποστήριξε την υποψηφιότητα της Ειρήνης Παπά, η οποία κέρδισε επάξια τον ευρωπαϊκό τίτλο.
Δημοσιογράφος – Σύμβουλος Επικοινωνίας, με έφεση στα ευρωπαϊκά θέματα, εργάστηκε σε ραδιοφωνικούς σταθμούς της Ομογένειας, στις εφημερίδες “Ροδιακή” και “Γνώμη”, στον τηλεοπτικό σταθμό “Seven-Χ”, στο δημοτικό ραδιόφωνο “Αθήνα 984”, στο περιοδικό “ΕΕ”, στην “ΕΡΑ”, και ως ειδησεογράφος τηλεπαρουσιαστής στην “ΕΤ-1” και στη “ΝΕΤ”.
Διετέλεσε Διοικητικός Διευθυντής στην Ένωση Ιδιοκτητών Ημερησίων Επαρχιακών Εφημερίδων και είναι Μέλος των δημοσιογραφικών Ενώσεων: ΕΣΗΕΑ, ΕΣΑΤ και ΑJΡΕ (Association des Journalistes Parlementaires Europeens). Ως Διευθυντής Εκδόσεων της ΕΡΤ ανανέωσε με τη συνδρομή των συναδέλφων του το περιοδικό “Ραδιοτηλεόραση”, προσφέροντας στο κοινό πολιτισμικούς θησαυρούς από το πολύτιμο αρχείο της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης. Το 2008 του απονεμήθηκε Τιμητική Διάκριση από το Ίδρυμα Προαγωγής Δημοσιογραφίας Αθανασίου Βασιλείου Μπότση για το περιοδικό “Ραδιοτηλεόραση” και την ίδια χρονιά, σε συνεργασία με τη Δ/νση Περιφερειακών Ραδιοφωνικών Σταθμών της “ΕΡΑ”, πραγματοποίησε ημερίδες δημόσιου διαλόγου σε 12 πόλεις με θέμα “Ραδιοτηλεοπτικός & Παιδικός Κόσμος”. Το 2009 βραβεύτηκε από την Ένωση Ευρωπαίων Δημοσιογράφων” για την Πολύχρονη Προσπάθεια του υπέρ της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και την Ποιότητα της Δημοσιογραφικής του Εργασίας”.