Οι συγγραφείς αποκαλύπτουν… τα μυστικά τους στον Ε. Ιντζέμπελη

Δρ. Σταύρος Ι. Δρακουλαράκος

Καθόλη τη διάρκεια της φοιτητικής μου σταδιοδρομίας, από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Πανεπιστήμιο Paris – I – Pantheon – Sorbonne ως και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, όπου και εκπόνησα τη διδακτορική μου διατριβή, η ενασχόληση με την Τουρκία και τη θέση της στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής αποτελούσε ένα ιδιαίτερα ελκυστικό θέμα με προεκτάσεις τόσο στον ελληνικό χώρο όσο και στα διεθνή δρώμενα. Με την πάροδο των ετών και της εμπειρίας άρχισε να διαμορφώνεται μια εικόνα της Τουρκίας λιγότερο ελληνο-κεντρική, με πτυχές οι οποίες προκαλούν την περιέργεια κάθε μελετητή του μεσανατολικού χώρου.

Κατά συνέπεια, θεώρησα ότι ήταν επιβεβλημένο να προχωρήσω σε μια ενδελεχή έρευνα αναφορικά με τις σχέσεις της Τουρκίας με τα γειτονικά της κράτη, και με ιδιαίτερη έμφαση σε αυτές με το Ισραήλ. Το ενδιαφέρον ως προς το Ισραήλ εντοπίζεται στο γεγονός ότι αποτελεί κράτος με το οποίο η Τουρκία δεν μοιράζεται θρησκευτικές παραδόσεις, γλώσσα, ή έθιμα. Αντιθέτως, παρατηρείται μια προσέγγιση στρατηγικού και οικονομικού χαρακτήρα, ανταποκρινόμενη στις εκάστοτε προτεραιότητες της τουρκικής πολιτικής, οι οποίες μεταβάλλονται με βάση τις συνθήκες που επικρατούν.

Το βιβλίο μου με τίτλο «Τουρκία και Ισραήλ στη Μέση Ανατολή: από τον Ψυχρό Πόλεμο ως την Αραβική Άνοιξη», από τις εκδόσεις Επίκεντρο, το Δεκέμβριο του 2019, μελετά την απαρχή των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων από το 1949 ως το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τη χρυσή δεκαετία των σχέσεων του 1990, τη δημόσια ρήξη και υποβάθμιση των σχέσεων κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010, καθώς και την επανεκκίνησή τους από το 2017.
Στόχος της επιστημονικής έρευνας και της συγγραφής του βιβλίου ήταν να παρουσιαστούν και να μελετηθούν οι παράγοντες που διέπουν τη χάραξη της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής τόσο της Τουρκίας, όσο και του Ισραήλ, ώστε να αναδειχθούν οι προτεραιότητες των δύο κρατών στο ευρύτερό τους φάσμα, πέρα από το στενό πλαίσιο των μικροπολιτικών συμφερόντων και της προεκλογικής προπαγάνδας.

Όσον αφορά την Ελλάδα, η έμφαση του βιβλίου δεν εντοπίζεται στις ελληνοτουρκικές διαφορές, αλλά εστιάζει στην καλλιέργεια των σχέσεων μεταξύ της Κύπρου, του Ισραήλ και της Ελλάδας, στο ενεργειακό, οικονομικό, πολιτικό και στρατηγικό επίπεδο. Η κατεύθυνση της πολιτικής της ισραηλινής ηγεσίας στους παραπάνω τομείς από το 2010 και ύστερα σχετίζεται άμεσα με την υποβάθμιση των διμερών σχέσεων με την Τουρκία, αλλά και την προοπτική ανάδειξης του Ισραήλ ως μελλοντικού ενεργειακού προμηθευτή.

Το πρώτο μέρος του βιβλίου αποσκοπεί στην ανάλυση των αιτίων και αιτιατών, τα οποία οδήγησαν στην στενότερη προσέγγιση μεταξύ της Τουρκίας και του Ισραήλ, τη δεκαετία του 1990. Καλύπτονται, μεταξύ άλλων, η απαρχή των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων, το «δόγμα εξωτερικής περιφέρειας» του Ισραήλ, η μυστική συνεργασία «Trident», το απόγειο της συνεργασίας της Τουρκίας και του Ισραήλ κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1990, η επιρροή των δεσμών με τρίτα κράτη – όπως οι ΗΠΑ και η Συρία – αλλά και ο παράγοντας της περιοχής της Παλαιστίνης ως εργαλείο χάραξης εξωτερικής πολιτικής. Η παραπάνω ιστορική αναδρομή καταλήγει στην πρώτη εμφάνιση της νέας τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, με ιδιαίτερη έμφαση στον φιλο-αραβικό χαρακτήρα της, και την άρνηση διαμετακόμισης των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων ενόψει του Τρίτου Πολέμου του Κόλπου το 2003.

Το δεύτερο μέρος ασχολείται με την εμφάνιση και αποτίμηση των παραγόντων, οι οποίοι δημιούργησαν σταδιακά νέα δεδομένα στον πολιτικό χώρο του Ισραήλ και ιδιαίτερα σε αυτόν της Τουρκίας. Έτσι, κρίνεται απαραίτητη η ενασχόληση με την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, τις σχέσεις του Ισραήλ με τον αραβικό κόσμο, όπως και την ηγετική θέση την οποία εποφθαλμιά η Τουρκία εντός αυτού. Υπό αυτό το πρίσμα, ιδιαίτερη μέριμνα δίνεται στην επιρροή του «Συνδρόμου των Σεβρών» και του «δόγματος Νταβούτογλου» κατά τη διάρκεια της επικράτησης του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης στα τουρκικά πολιτικά πράγματα.

Το τρίτο μέρος αποβλέπει στην καταγραφή τόσο των συνθηκών, οι οποίες οδήγησαν στη ρήξη μεταξύ της Τουρκίας και του Ισραήλ, όσο και στις άμεσες συνέπειές της στις διμερείς και διεθνείς τους σχέσεις. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο αυτό, μελετώνται η προσέγγιση της Τουρκίας με το Ιράν και τη Συρία, το νέο υπό-διαμόρφωση status quo στην περιοχή από τις εξεγέρσεις της «Αραβικής Άνοιξης» και τις ανακαλύψεις ενεργειακών κοιτασμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και η αναβίωση του «δόγματος εξωτερικής περιφέρειας» του Ισραήλ – όπως ορίζεται από τις επαφές του με τα κράτη του Νοτίου Καυκάσου, με την Ελλάδα και με τη Δημοκρατία της Κύπρου. Επιπρόσθετα, το ρευστό περιβάλλον της Μέσης Ανατολής και η γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας και του Ισραήλ οδηγούν στη συνέχεια στην εμφάνιση ενός νέου modus vivendi, χωρίς αντίστοιχο προηγούμενο κατά τη διάρκεια της κοινής τους ιστορίας.

Βιογραφικό:
Ο Σταύρος Ι. Δρακουλαράκος είναι Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και Διευθυντής Έκδοσης στο Κέντρο Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών (ΚΕΜΜΙΣ). Ειδικεύεται στις τουρκο-ισραηλινές σχέσεις, στην εξωτερική πολιτική των κρατών της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, καθώς και σε ζητήματα αναφορικά με τον θρησκευτικό πλουραλισμό στον μεσανατολικό χώρο.