ΟΛΕΘΡΙΑ ΣΧΕΣΗ

Του Βαγγέλη Σακέλλιου

Δικηγόρου

«… Πήγαινε, μεγαλειοτάτη μου, πήγαινε
και πάρε κει ό,τι πολύτιμο έχεις κι ακριβό.
Όσο για με, στη χάρη σου θα παραδώσω
τη σφραγίδα που έχω, και να ιδώ τόσο καλό όσο
για σένα νοιάζομαι και τους δικούς σου όλους!
Εμπρός, ελάτε να σας πάω στ άγιο άσυλο…»
Ουίλλιαμ, Σαίξπηρ, Ο Βασιλιάς Ριχάρδος ο Γ΄

Τον Ιούλιο του 1990 η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη επέλεγε τον νέο πρόεδρο του Αρείου Πάγου. Τον Βασίλειο Κόκκινο. Για να γίνει αυτό, απ’ την προαγωγή παραλείφθησαν όλοι οι αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου και δεκάδες αρχαιότεροι αρειοπαγίτες, συγκεκριμένα τριαντατέσσερις (!!), προκειμένου ο εκλεκτός -και φίλος του Πρωθυπουργού- να γίνει ο κορυφαίος της Δικαιοσύνης και συνακόλουθα ο Πρόεδρος του Ειδικού Δικαστηρίου που θα δίκαζε τον Ανδρέα Παπανδρέου κι άλλα κορυφαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ, για το λεγόμενο «σκάνδαλο Κοσκωτά», που ήδη είχαν παραπεμφθεί σε δίκη απ’ τον Σεπτέμβριο του 1989.

Οι εκλεκτικές σχέσεις και συγγένειες του Πρωθυπουργού με τον νέο Πρόεδρο του Αρείου Πάγου δεν ήταν άγνωστες. Διατηρούσαν προσωπική- φιλική σχέση και μοιράζονταν τις ίδιες ανησυχίες και προβληματισμούς ως προς τα πολιτικά πράγματα του τόπου. Ιδίως, όμως, είχαν τις ίδιες ακριβώς προσλαμβάνουσες ως προς τον Ανδρέα Παπανδρέου, κάτι ανάμεσα σε φόβο και μίσος. Αυτή η σχέση επιβεβαιώθηκε κι αργότερα απ’ τον ίδιο τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη όταν, αναφερόμενος στο Ειδικό Δικαστήριο και την δίκη του Ανδρέα Παπανδρέου, είχε πει ότι «αν ήθελα να καταδικαστεί ο Παπανδρέου θα το έκανα μόνο με ένα τηλεφώνημα» (βλ. Αλέξης Παπαχελάς, Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα δικά του λόγια, δεύτερος τόμος, 1974-2016, εκδ. Παπαδόπουλος, 2019). Αυτή η πολιτική παραδοχή, στα όρια του πολιτικού κυνισμού, καταμαρτυρά απόλυτα τον ομφάλιο λώρο πολιτικής και δικαστικής εξουσίας, όταν υπάρχουν φαύλοι πολιτικοί και επίορκοι δικαστές.
Για την ιστορία βέβαια να θυμίσουμε ότι για μια ακόμα φορά ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης εψεύδετο. Ο Βασίλειος Κόκκινος σε όλες τις ψηφοφορίες που αφορούσαν τις κατ’ ιδίαν κατηγορίες του Ανδρέα Παπανδρέου είχε μειοψηφίσει τασσόμενος πάντα με την πλευρά της καταδικαστικής μειοψηφίας, (βλ. Αντώνης Βγόντζας, Η δίκη του Ανδρέα Παπανδρέου, εκδ. Λιβάνη, 2010), ήταν δε αυτός που συνέταξε το σκεπτικό της μειοψηφίας με τον πλέον αυθεντικό- νομικοπολιτικά- τρόπο.

Θυμήθηκα τα παραπάνω, εξόχως διαφωτιστικά, διαβάζοντας κι ακούγοντας για τις εξελίξεις στον Άρειο Πάγο τις σχετικές με τον, πρώην πλέον, αντιπρόεδρο του (και Πρόεδρο του Α΄ Τμήματος) που παραιτήθηκε καταγγέλοντας κυβερνητικές παρεμβάσεις στην δικαιοδοτική λειτουργία του Τμήματος, παραδεχόμενος συναντήσεις με κυβερνητικούς παράγοντες, αποκαλύπτοντας (;) πιέσεις, υποσχέσεις και εξωδικαστικές δοσοληψίες με επίδικο την νομική μεταχείριση του κομματικού μορφώματος που φιλοδοξεί να διαδεχθεί την Χρυσή Αυγή, ηγουν˙ του λεγόμενου «κόμματος Κασιδιάρη» και της συμμετοχής αυτού στις εθνικές εκλογές της 21ης Μαΐου.
Ως προς την ουσία του πράγματος συντάχθηκα με την (μικρή) μειοψηφία που θεωρεί άστοχη, αντισυνταγματική και πολιτικά επιζήμια κάθε απόπειρα νομικής απαγόρευσης, ως προς την συμμετοχή στις εκλογές, εκάστου μορφώματος με τα ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά της Χρυσής Αυγής χωρίς την τήρηση της συνταγματικής πρόνοιας που αφορά το «τελεσίδικο» της καταδικαστικής ποινικής απόφασης που κρίνει τις πράξεις του απαγορευτικού κανόνα δικαίου (βλ. άρθρα Πόσο «πολιτική» είναι η δίκη της Χρυσής Αυγής, ΗΧΩ 14.10.2022, Ποιοι είναι οι λύκοι; ΗΧΩ 16.2.2023).

Εφόσον αντίστοιχη πρόβλεψη δεν υφίσταται στον Συνταγματικό μας Χάρτη (όπως π.χ. στην Γερμανία με νωπές τις μνήμες του ναζισμού και του Ολοκαυτώματος) κάθε απόπειρα a priori αποκλεισμού με βάση και μόνο τον εικαζόμενο «κίνδυνο των ιδεών», κατά τη γνώμη μου, προϋποθέτει επαρκή και αιτιολογημένη νομικοπολιτική κρίση, που στις παρούσες τουλάχιστον συνθήκες, δεν υφίσταται. Γι’ αυτό εξάλλου και οι σπασμωδικές, νευρικές κινήσεις της κυβέρνησης να αναχαιτίσει νομοτεχνικά κάθε εγχείρημα πολιτικής νομιμοποίησης απ’ το οικείο Τμήμα του Αρείου Πάγου ώστε δια του επιδιωκόμενου εκλογικού αποκλεισμού να διατηρούνται ακέραιες οι ελπίδες ενός δυνάμει εφικτού στόχου, αυτού της κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας.
Ωστόσο, αυτό που θέλω να επισημάνω είναι άλλο.
Είναι ο διαφαινόμενος κίνδυνος όσμωσης, έως ασφυξίας, δύο διακριτών πολιτικών λειτουργιών, της εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, με σκοπό όχι την ανάδειξη των αρχών ενός κράτους δικαίου με την εγγύηση των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών και την διασφάλιση των όρων μιας δίκαιης δίκης, αλλά με την εξυπηρέτηση ενός πολιτικού αφηγήματος χάριν του οποίου σχετικοποιείται η ασφάλεια του δικαίου ανάλογα με τις επιδιώξεις και τα προτάγματα της πολιτικής εξουσίας, δηλαδή του υπέρτερου πόλου ισχύος.
Στον τόπο μας πολλές φορές κι από πολλές κατευθύνσεις δικαστές υπήρξαν θεραπαινίδες ομολογημένων ή ανομολόγητων πολιτικών στοχεύσεων και κομματικών σκοπιμοτήτων. Άλλαξαν γρήγορα και χωρίς κόπο την δικαστική τήβεννο με τα ευρύχωρα πολύχρωμα ρούχα κομμάτων εξουσίας πριν ακόμα ολοκληρώσουν τη θητεία τους.

Θυμάμαι, με θυμό ή λύπη αδιάφορο, εν ενεργεία Αρειοπαγίτη, Πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, να παραιτείται νύκτωρ και την επομένη να ανακοινώνεται επίσημα η συμμετοχή του στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας κόμματος εξουσίας. Την μεθεπόμενη ορκιζόταν και Υπουργός Δικαιοσύνης (!!!).
Θυμάμαι, με θυμό ή λύπη αδιάφορο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου αμέσως μετά την αφυπηρέτηση της να αναλαμβάνει «άμισθος» (;) νομικός σύμβουλος του Πρωθυπουργού που την επέλεξε στην ύψιστη θέση της Δικαιοσύνης.
Θυμάμαι, με θυμό ή λύπη αδιάφορο, ανώτατους Δικαστές, Αρειοπαγίτες και Συμβούλους Επικρατείας, που με την ψήφο τους καθόρισαν νομικοπολιτικές εξελίξεις, έκριναν νόμους, έκριναν ανθρώπους, διαμόρφωσαν αντιλήψεις με το κύρος του θεσμού που εκπροσωπούσαν, να γίνονται πρόεδροι ή μέλη των Ανεξάρτητων Αρχών, να ασκούν «κατ’ ιδίαν» πολιτική διοίκηση, να είναι μέρη ενός πόλου ισχύος με πρωτοφανή παρεμβατικότητα και ρόλο.
Κάποιοι απ’ αυτούς υπήρξαν πράγματι άριστοι Δικαστές. Δεν έδωσαν αφορμή, καθ’ όλη την διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, ποτέ και για τίποτα.
Συνθλίβονται όμως δίπλα σε όσους δίκαζαν χωρίς το μαντήλι στα μάτια τους. Συνθλίβονται δίπλα σε αυτούς που δίκαζαν ως πολιτευτές και κομματάρχες των κομμάτων τους υπηρετώντας όχι το πρόταγμα του δικαίου αλλά το αφήγημα της πολιτικής στράτευσης τους.

Συνθλίβονται, δηλαδή, δίπλα σε όσους υπήρξαν επιλήσμονες και κατώτεροι του καθήκοντος τους.
Ως προς τούτου η πρόσφατη διένεξη και αντιδικία της κυβέρνησης κι ενός ανώτατου Δικαστή που ασμένως έστερξε για εξωθεσμική συνάντηση και συνομιλία με, εξίσου, ανώτατο κυβερνητικό παράγοντα για θέματα «δικαιοδοτικής λειτουργίας» του Αρείου Πάγου, στον απόηχο του επιδιωκόμενου αποκλεισμού του λεγόμενου «κόμματος Κασιδιάρη» στις εθνικές εκλογές, ουδόλως εκπλήσσει.
Με διαφορετικούς πρωταγωνιστές το επίδικο παραμένει ίδιο: η πολιτική χειραγώγηση της Δικαιοσύνης. Αλλά και η φιλάρεσκη ανταπόκριση Δικαστών, πολλοί απ’ τους οποίους γαλουχήθηκαν και ομνύουν ακόμα στο «Κράτος των Δικαστών», να υποδυθούν ρόλο παράταιρο, ξένο προς τον θεσμό που υπηρετούν.
«Για το ταγκό, όμως, χρειάζονται δύο». Αρκεί απλώς να το θέλουν.

Πραγματικά, ως νομικός και ως πολίτης, σκέφτομαι με θλίψη τον διάλογο του Γιώργου Γεραπετρίτη με τον Χρήστο Τζανερίκο. Και η θλίψη γίνεται απελπισία όταν θυμάμαι το σωτήριον έτος 1928. Όταν δηλαδή ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ως Πρωθυπουργός, ζήτησε να συναντήσει τον Αντώνιο Ζηλήμονα, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και προσωπικό φίλο του, ο ανώτατός Δικαστής απάντησε: «Πείτε παρακαλώ στον κύριο Πρωθυπουργό, ότι ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου από της ογδόη πρωινής μέχρι της τρίτης απογευματινής, βρίσκεται στο γραφείο του εργαζόμενος. Θα θεωρήσει μεγάλη τιμή του, αν ο Πρωθυπουργός τον επισκεφθεί».
Να μην τα συγχέουμε όμως. Αυτός ήταν ο Αντώνιος Ζηλήμων. Έστω κι αν ο «απέναντι» ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος.