Ομάδα «για την ΠΡΕΒΕΖΑ», Οι ηλειακές αποικίες της Κασσωπαίας -Το Βουχέτιο
Της συνεργάτιδας της ομάδας, αρχαιολόγου Κωνσταντίνας Ζήδρου
Σύμφωνα με τα ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα, ο πληθυσμός της αποικίας, κατά τις δυο πρώτες φάσεις της οικιστικής της εξέλιξης, αποτελούνταν αποκλειστικά από Ηλείους. Λίγο μετά την κατάκτησή της από τους Κασσωπαίους, το έτος 343/2 π.Χ., σημειώνεται μια δημογραφική αύξηση της τάξεως του 130%, όπως αποδεικνύεται κυρίως από την έκταση του τρίτου οχυρωματικού περιβόλου αλλά και γενικότερα από τις ιστορικές συνθήκες και τα δημογραφικά στοιχεία ολόκληρης της Κασσωπαίας. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πληθυσμός των αποίκων θα είχε μειωθεί ως συνέπεια των πολεμικών επιχειρήσεων, επομένως η δημογραφική έκρηξη οφείλεται στην εγκατάσταση, τόσο στην αποικία όσο και στην ευρύτερη περιοχή, γηγενών Κασσωπαίων ως αποτέλεσμα της οικονομικής άνθισης που παρατηρήθηκε στην περιοχή κατά την ελληνιστική περίοδο και βασίστηκε κατά κύριο λόγο στην ανάπτυξη του εμπορίου, της ναυτιλίας και της εκτροφής βοοειδών. Έτσι, μετά το 343/2 π.Χ. και έως τη ρωμαϊκή καταστροφή του 167 π.Χ., το Βουχέτιο περιλάμβανε τόσο Ηλείους αποίκους όσο και γηγενείς Κασσωπαίους, σε ποσοστό περίπου 50% έκαστος.
Χρονολόγηση των τειχών
Η εξαιρετικά στρατηγική θέση του λόφου του Βουχετίου, σε άμεση επαφή και επικοινωνία τόσο με τον Αμβρακικό κόλπο όσο και με την Ηπειρωτική ενδοχώρα, είχε ως αποτέλεσμα την κατοίκησή του από την παλαιολιθική εποχή έως και την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Ιδιαίτερη ακμή βέβαια θα γνωρίσει κατά την ιστορική φάση από την ίδρυση της ηλειακής αποικίας και έως την καταστροφή της από τους Ρωμαίους, όπως και κατά την περίοδο του ύστερου Μεσαίωνα και πιο συγκεκριμένα του Ανεξάρτητου κράτους της Ηπείρου, οπότε επί του λόφου εδραζόταν το περίφημο κάστρο των Ρωγών το οποίο πλαισίωνε την πρωτεύουσα Άρτα. Επιπλέον, η σημασία της θέσης αποδεικνύεται και από τις ποικίλες αναφορές στις πηγές, τόσο της κλασικής αρχαιότητας σχετικά με το Βουχέτιο όσο και τις αντίστοιχες βυζαντινές σχετικά με το κάστρο των Ρωγών. Πρόκειται μάλιστα για τις περισσότερες αναφορές για θέση της Κασσωπαίας, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες. Ωστόσο, η συνεχής κατοίκησή της προκάλεσε την εξαφάνιση της πλειονότητας των λειψάνων της ηλειακής αποικίας, με εξαίρεση τους οχυρωματικούς περιβόλους αλλά και τα λείψανα ενός κτιρίου, μήκους περίπου 80μ, το οποίο εντοπίζεται στις νότιες υπώρειες του λόφου και πιθανότατα ανήκε σε ένα στωικό οικοδόμημα, σχετιζόμενο με κάποια αποβάθρα ή ναυπηγείο του πλωτού Λούρου.
Ακριβώς αυτή η έλλειψη αρχαιολογικών δεδομένων, που επιτείνεται από το γεγονός ότι στη θέση δεν έχουν πραγματοποιηθεί συστηματικές ανασκαφικές εργασίες, δυσχεραίνει ιδιαίτερα τη χρονολόγηση των αλλεπάλληλων περιβόλων. Τα υπάρχοντα στοιχεία, τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν ως χρονολογικά κριτήρια, συνίστανται στη μορφή και τον τρόπο κατασκευής των τειχών, στα ιστορικά δεδομένα, τόσο για το Βουχέτιο όσο και για ολόκληρη την Κασσωπαία, όπως και στα επιφανειακά όστρακα, τα οποία καλύπτουν μια μακρά χρονική περίοδο από τα μέσα του 6ου π.Χ. αι. έως και τους υστερορωμαϊκούς χρόνους αλλά και αργότερα την υστεροβυζαντινή εποχή.
Ωστόσο, δυο επιβεβαιωμένα, τόσο από τις πηγές όσο και από τα αρχαιολογικά ευρήματα, ιστορικά γεγονότα λειτουργούν ως terminus ante quem και terminus post quem για τους οχυρωματικούς περιβόλους του Βουχετίου.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Δημοσθένη, ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β΄ αποφάσισε, λίγο μετά τα μέσα του 4ου π.Χ. αι., να παρέμβει δυναμικά στα Ηπειρωτικά πράγματα. Έτσι, αφού έφτασε με το στρατό του στην περιοχή, αρχικά αποκατέστησε στο θρόνο των Μολοσσών τον αδελφό της γυναίκας του Ολυμπιάδας αλλά και νόμιμο διάδοχο Αλέξανδρο Α΄ τον Μολοσσό. Στη συνέχεια και κατά τη διάρκεια του χειμώνα του έτους 343/2 π.Χ., πολιόρκησε, χωρίς επιτυχία, την Αμβρακία. Αμέσως μετά και χωρίς να πτοηθεί από την αποτυχία του, εισέβαλε στην Κασσωπαία, πολιόρκησε τις ηλειακές αποικίες, κατέκαψε τις όμορες περιοχές που ελέγχονταν από τους Ηλείους και τελικά κατέλαβε την Πανδοσία, το Βουχέτιο και την Ελάτεια για να τις παραδώσει λίγο αργότερα στον Ηπειρώτη βασιλιά Αλέξανδρο Α΄. Έκτοτε, οι αποικίες έπαψαν να είναι ανεξάρτητες και πέρασαν οριστικά στη δικαιοδοσία των Κασσωπαίων. Ο τρόπος όμως της πολιορκίας, με πυρπόληση της περιβάλλουσας των θέσεων περιοχής, οδήγησε τον καθηγητή Σ. Δάκαρη στη διατύπωση του συμπεράσματος ότι οι τρεις ηλειακές αποικίες, όταν κατελήφθησαν από τον Φίλιππο Β΄, ήταν περιτειχισμένες. Επομένως, ένας ή περισσότεροι περίβολοι του Βουχετίου κατασκευάστηκαν, με βεβαιότητα, πριν το έτος 343/2 π.Χ.
Αντίστοιχα, κατά το έτος 167 π.Χ. και όπως μαρτυρείται σε αρκετές πηγές αλλά επιβεβαιώνεται και από τα αρχαιολογικά δεδομένα, η Ήπειρος υπέστη συνολική και συστηματική καταστροφή από τους Ρωμαίους, οι οποίοι, λίγο μετά την κατάληψή της, ισοπέδωσαν 70 τειχισμένους οικισμούς και αιχμαλώτισαν 150 000 ανθρώπους. Βέβαια, ο Πολύβιος αναφέρει ότι το μένος των κατακτητών στράφηκε κυρίως ενάντια στις πόλεις των Μολοσσών, καθώς αυτοί είχαν προβάλλει σθεναρή αντίσταση. Ωστόσο, και άλλα Ηπειρωτικά φύλα, όπως οι Θεσπρωτοί και οπωσδήποτε και οι Κασσωπαίοι, στενοί σύμμαχοι των Μολοσσών, βίωσαν τη θηριωδία. Άλλωστε, τα ίχνη της καταστροφής είναι ευδιάκριτα στην πρωτεύουσα των Κασσωπαίων Κασσώπη, στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα, όπως και στα τείχη των ηλειακών αποικιών Πανδοσίας, Βουχετίου και Βατίας. Ειδικότερα στους περιβόλους του Βουχετίου, ξεχωρίζουν τα σημάδια της βίαιης κατεδάφισης τους αλλά και οι εκτεταμένες ρωμαϊκές επισκευές, οι οποίες σε αρκετά σημεία ξεκινούν από τη βάση του τείχους. Επομένως, ο νεώτερος περίβολος του Βουχετίου κατασκευάστηκε πριν τη ρωμαϊκή κατάκτηση του 168 π.Χ., ενώ αντίστοιχα οι ρωμαϊκές επισκευές θα πρέπει να τοποθετηθούν μετά την καταστροφή του 167 π.Χ.
Αναφορικά με τη χρονολόγηση των αλλεπάλληλων περιβόλων, που αντιστοιχούν σε ισάριθμες οικοδομικές φάσεις, έχουν διατυπωθεί δυο κυρίως απόψεις, του πρώτου μελετητή της αποικίας N.G.L. Hammond και του καθηγητή Σ. Δάκαρη.
Έτσι, ο Δάκαρης ανάγει τον πρώτο, μικρό σε μέγεθος, ισοδομικό περίβολο του Βουχετίου όχι πριν τα μέσα του 5ου π.Χ. αι., βασιζόμενος στη μορφή των τειχών, στη θέση και τη μορφή των πύργων, σε διάφορες τεχνικές λεπτομέρειες, σε συγκρίσεις με άλλα τείχη αλλά και στα ιστορικά δεδομένα.
Πιο συγκεκριμένα, με αφετηρία την ύπαρξη των αρχαϊκών οστράκων, στο εσωτερικό του περιβόλου, υποστήριξε ότι η ανεύρεσή τους αποδεικνύει οπωσδήποτε την κατοίκηση του χώρου ήδη από τον 6ο π.Χ. αι., όχι όμως και την οχύρωσή του. Βέβαια, η κατασκευή ενός αρχαϊκού περιβόλου, τον οποίο αντικατέστησε ο υπάρχων περίβολος του 5ου π.Χ. αι., δεν μπορεί ούτε να αποκλειστεί ούτε όμως και να αποδειχτεί με τα υπάρχοντα αρχαιολογικά δεδομένα.
Ωστόσο, οι ιστορικές συνθήκες και ειδικότερα η επικρατούσα πριν τον Πελοποννησιακό πόλεμο κατάσταση δεν επέβαλλε την οχύρωση και προστασία των αποικιών. Πιο συγκεκριμένα, έως την έναρξη του πολέμου, οι σχέσεις των γηγενών Ηπειρωτών με τους Ηλείους αποίκους θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ειρηνικές, φιλικές, σχέσεις συνεργασίας και αρμονικής συνύπαρξης. Επιπλέον, και οι δυο πλευρές τάσσονταν αδιάκοπα, ως πιστοί σύμμαχοι, στο πλευρό των Κορινθίων, όπως αποδεικνύεται και από τη μαρτυρία του Θουκυδίδη ότι στη ναυμαχία στα Σύβοτα, το 433 π.Χ., συμμετείχε τόσο δύναμη πεζών Ηπειρωτών, οι οποίοι συνέδραμαν τους Κορινθίους από την στεριά, όσο και 10 πλοία των Ηλείων της μητρόπολης. Επομένως έως και τη συγκεκριμένη περίοδο, οι Ηλείοι άποικοι συμβίωναν αρμονικά με τους Ηπειρώτες. Επιπρόσθετα, και οι Ηλείοι της μητρόπολης συνοικίστηκαν σε οχυρωμένες κώμες μετά το 471 π.Χ. Κατά συνέπεια, φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο να είχαν περιτειχιστεί οι αποικίες νωρίτερα. Ωστόσο, η κατάσταση για τους Ηλείους αποίκους της Ηπείρου θα μεταβληθεί άρδην όταν, κατά τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, οι Αθηναίοι κατόρθωσαν να πάρουν με το μέρος τους τους Ηπειρώτες, στρέφοντας τους ενάντια στους προηγούμενους συμμάχους τους Κορινθίους. Έτσι, φαντάζει εύλογο ότι λίγο αργότερα θα αναγκάστηκαν να οχυρωθούν οι Ηλείοι άποικοι, οι οποίοι βέβαια ως Πελοποννήσιοι παρέμειναν στο πλευρό των Κορινθίων, με σκοπό να προστατευτούν από τους αντιπάλους τους και εχθρικά διακείμενους πλέον Ηπειρώτες. Συνεπώς, οι ιστορικές συνθήκες αντιτίθενται στην ύπαρξη αρχαϊκού περιβόλου.
Αντίθετα, τη χρονολόγηση, μετά τα μέσα του 5ου π.Χ. αι., ενισχύουν οι αρχαιολογικές ενδείξεις, δηλαδή η μορφή των τειχών, τα οποία ήταν επιπλέον οχυρωμένα με πυκνούς πύργους. Μάλιστα, ακριβώς η ύπαρξη των πύργων αποτελεί καθοριστικό χρονολογικό κριτήριο, καθώς αυτοί καθιερώνονται ως απαραίτητο οχυρωματικό στοιχείο από τα μέσα του 5ου π.Χ. αι. και έκτοτε, για να αναδειχθούν στη συνέχεια στα κυρίαρχα και δεσπόζοντα τμήματα των ελληνιστικών οχυρώσεων. Ωστόσο, η πιθανή απουσία λίθινων κλιμάκων, οι οποίες εξασφάλιζαν την άνοδο των αμυνομένων στον περίδρομο των τειχών, αλλά και εσωτερικών εγκάρσιων ενισχυτικών ζευγμάτων, όπως και το μικρό σχετικά πλάτος του τείχους και το μικρό μέγεθος των πύργων οδηγούν σε μια χρονολόγηση στον 6ο ή στο πρώτο μισό του 5ου π.Χ. αι., οπότε και τα παραπάνω αμυντικά στοιχεία μπορούσαν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τις υπάρχουσες πολιορκητικές μεθόδους. Πιο συγκεκριμένα, από τα μέσα περίπου του 5ου π.Χ. αι., καθιερώνεται, στην ηπειρωτική Ελλάδα, η χρήση πολιορκητικών μέσων, όπως οι κριοί και οι πετροβόλοι. Έτσι, τα τείχη κατασκευάζονται πλέον ισχυρότερα και ενισχυμένα με μεγάλους πύργους, με σκοπό την αναχαίτιση των πολιορκητικών μηχανών αλλά και την αντίσταση στα ισχυρά χτυπήματά τους. Έως τότε, τόσο τα τείχη είχαν μικρό πλάτος όσο και οι πύργοι μικρό μέγεθος, καθώς σκοπός τους ήταν απλώς να εμποδίζουν την προσέγγιση και άνοδο των επιτιθέμενων στα μεταπύργια διαστήματα. Όμως, το πλάτος του τείχους και το μέγεθος των πύργων δεν θεωρείται ως σταθερό χρονολογικό στοιχείο, ειδικότερα στην Ήπειρο, όπου ένας σημαντικός αριθμός κάστρων και ακροπόλεων της κλασικής ή και ελληνιστικής περιόδου διαθέτουν τείχη με μικρό πλάτος και μικρούς ή καθόλου πύργους. Τέλος, τα εσωτερικά ενισχυτικά εγκάρσια ζεύγματα αποτελούν ένα οχυρωματικό στοιχείο το οποίο εμφανίζεται στις αρχές του 5ου π.Χ. αι. και τελειοποιείται στα τέλη του. Επομένως, επειδή βρισκόταν ακόμη σε μια διαδικασία εξέλιξης, πιθανώς, είτε δεν ήταν ακόμη γνωστό στην Ήπειρο είτε σκοπίμως δε χρησιμοποιήθηκε στο συγκεκριμένο περίβολο του Βουχετίου.
Η δεύτερη οικοδομική φάση με τον αντίστοιχο ευρύτερο και πολυγωνικό πλέον περίβολο, θα πρέπει να αναχθεί πριν την πολιορκία που οδήγησε στην κατάληψη της αποικίας από το Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας το έτος 343/2 π.Χ. Προς τη συγκεκριμένη χρονολόγηση, συντελούν οι ομοιότητες με τους σύγχρονους, του τέλους του 5ου αρχών 4ου π.Χ. αι., περιβόλους των δυο άλλων ηλειακών αποικιών, της Ελάτειας και της Πανδοσίας, αλλά και με άλλα σύγχρονα κάστρα της Ηπείρου. Επιπλέον, επιτείνεται και από τις ιστορικές συνθήκες, καθώς φαντάζει εύλογο ότι οι Ηλείοι θα αμύνθηκαν ενάντια στον μεγαλύτερο πολιορκητή της περιόδου, Φίλιππο Β΄, με τις ισχυρές πολιορκητικές μηχανές στο εσωτερικό ενός σύγχρονου και ισχυρού περιβόλου και όχι στη μικρή ανίσχυρη ακρόπολη του 5ου π.Χ. αι. Αντίθετα, εάν δεν υπήρχε ο δεύτερος περίβολος, το πιθανότερο είναι ότι οι άποικοι θα συνθηκολογούσαν εξαρχής και δεν θα προέβαιναν σε καμία αντίσταση.
Ο τρίτος ευρύχωρος, και πάλι πολυγωνικός περίβολος, κατασκευάστηκε πιθανώς στους χρόνους μετά την κατάκτηση
της αποικίας από το Φίλιππο Β΄ και ενώ είχε πλέον περιέλθει στη δικαιοδοσία των Κασσωπαίων, όπως προκύπτει από τις ιστορικές συνθήκες, τη μορφή του τείχους, τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες αλλά και την εξαιρετικά μεγάλη, σε σύγκριση με τους προηγούμενους περιβόλους, έκταση που περιέκλεισε. Πιο συγκεκριμένα, μετά την υποταγή των αποικιών, οι Κασσωπαίοι, εκτός από τις οχυρωμένες θέσεις, έθεσαν υπό τον έλεγχό τους και τις όμορες περιοχές, οι οποίες έως τότε βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Ηλείων. Επρόκειτο για τις εύφορες πεδιάδες του Λούρου και του Αχέροντα, τα λιμάνια αλλά και τους εμπορικούς δρόμους. Ως συνέπεια, η γεωργία, η κτηνοτροφία, η υλοτομία αλλά και το εμπόριο πέρασαν πλέον ολοκληρωτικά στη δικαιοδοσία των Ηπειρωτών. Δημογραφικά, το αποτέλεσμα της παραπάνω μεταβολής ήταν η συγκέντρωση των γηγενών αγροτικών πληθυσμών στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Πανδοσία και το Βουχέτιο. Εξαιτίας ακριβώς της απότομης αστικοποίησης και προκειμένου τα υπάρχοντα αστικά κέντρα να φιλοξενήσουν και να προστατεύσουν το σύνολο του πληθυσμού, και αυτού των νεοαφιχθέντων, κατασκευάστηκαν ευρύτεροι περίβολοι, διπλασιάζοντας ή και τριπλασιάζοντας την περικλειόμενη έκταση.