ΟΡΕΣΤΕΙΑ (στη μαγεία της Επιδαύρου)

Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου

«…Γνωρίζετε την ιστορία μου : δεν υπάρχει κανείς
από σας που να μην την έχει επαναλάβει είκοσι φορές (…)
αλλά κι ούτε μία απ’ τις γυναίκες σας που να μην έχει ονειρευτεί
μια νύχτα της ζωής της να ήταν Κλυταιμνήστρα…»
Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, Κλυταιμνήστρα ή το έγκλημα

Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι. Τον Θόδωρο Τερζόπουλο τον παρακολουθώ χρόνια. Ανήκω στους θαυμαστές του. Τον αγαπώ και τον εκτιμώ. Τον αγαπώ γιαυτό που είναι, για την ρηξικέλευθη ματιά του στα θεατρικά δρώμενα, για τη νέα ερμηνεία πάνω στην αρχαία τραγωδία. Τον εκτιμώ γιατί το μακρινό 1985 στους Δελφούς ίδρυσε το θέατρο «Αττις», μια αιρετική ματιά και αφήγηση της δραματουργικής θεώρησης, μια ελεγεία για το επέκεινα της αρχαίας τραγωδίας, πέρα από νεωτερισμούς και επιδερμικές προσεγγίσεις.
Με όσες παραστάσεις του έχω δει ένοιωσα καλύτερα, ένοιωσα καλύτερος, ένοιωσα «πλήρης».
Γιαυτό και πήγα στην Επίδαυρο. Για την «Ορέστεια». Βρέθηκα εκεί στην πρεμιέρα της, μια ζεστή, σχεδόν αποπνικτική, Παρασκευή, όπου οι κερκίδες γέμιζαν γρήγορα, τα μάρμαρα και τα τσιμέντα έκαιγαν, το φεγγάρι ήταν γεμάτο, ολόκληρο κι από πάνω μας.

Υποψιασμένοι και ανυποψίαστοι, μυημένοι και αμύητοι, «παλιοί» και «καινούργιοι», ήμασταν έτοιμοι να αφεθούμε σε μια νέα ανάγνωση του τραγικότερου απ’ τους τραγικούς, του Αισχύλου. Ιδίως αυτοί που ο μύθος και η ιστορία των Ατρείδων τους γοήτευσε, τους συνεπήρε, τους ταξίδεψε. Κι ακόμα τους ταξιδεύει.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων το σχόλιο του Τερζόπουλου, στην πρώτη συνεργασία του με το Εθνικό Θέατρο, πάνω στην σωζόμενη Τριλογία του Αισχύλου αποκτούσε ιδιαίτερο βάρος, ιδιαίτερο συμβολισμό. Γεννούσε προσδοκίες που μόνο μια μεγάλη αφήγηση ενός σπουδαίου έργου κι ενός εμβληματικού δημιουργού μπορεί να προσφέρει. Και πρόσφερε.

Η «Ορέστεια» είχε πολλούς αστερίσκους. Δεκάδες επιμέρους σχόλια ενός στοχασμού πάνω στο σώμα του «Αγαμέμνονα», των «Χοηφόρων», των «Ευμενίδων».
Ένας στοχασμός που άλλοτε γίνεται μοιρολόι κι άλλοτε θεοδικία. Ένας στοχασμός και μια ύστερη σκέψη που στοιχειώνουν βαθιά ριζωμένες παραδοχές, αυτές που δεν μοιράζονται στο κάλεσμα της μοίρας και της Αθηνάς οι Ερινύες. Ένα μοιρολόϊ σαν αυτά της Μάνης και της Ηπείρου, που τα σώματα του χορού κοινωνούν σαν «μουσικές εξαίσιες» παραδομένα σε ήχους, ακούσματα, προσταγές.

Ο ίδιος ο σκηνοθέτης προειδοποιεί . Κανοναρχεί και σημειώνει : «…Γιατί η Ορέστεια συνεχίζει να ασκεί τρομακτική έλξη ; Μια πιθανή απάντηση θα μπορούσε να είναι : επειδή στον άνθρωπο υπάρχει η ανάγκη για μια βαθύτερη σχέση με το Μύθο. Ο μύθος της Ορέστειας είναι επικίνδυνος, ανήκει στον κόσμο του ανοίκειου και του παράξενου, προκαλεί τον τρόμο, επειδή αποκαλύπτει το ατίθασο, το βίαιο και τους νόμους του βάθους που δεν μπορούν να δαμαστούν. Η Κλυταιμνήστρα μας καλεί να σπάσουμε μαζί τον καθρέφτη, για να γεννηθεί από τα θραύσματα του μια νέα εφιαλτική εικόνα, που ωστόσο θα διατηρεί τις σκοτεινές ρίζες του μύθου…»

Και πράγματι έτσι είναι. Η «Ορέστεια» του Αισχύλου, η κατά Τερζόπουλο «Ορέστεια», είναι μια τρικυμία. Μια τρικυμία λαξευμένη πάνω στον μύθο των Ατρειδών, φτιαγμένη από πρόσωπα μυθικά – πρόσωπα «σταθμό» στον ρου της Ιστορίας.

Ο μύθος αρδεύεται απ’ τους ανθρώπους, τα πάθη τους, τους εφιάλτες τους, «του κάτω κόσμου τα πουλιά», τα ένστικτα και την λύτρωσή τους.
Απ’ την ύβρι που κληρονομείται από γενιά σε γενιά, όπως την γενιά του Αγαμέμνονα και του Αίγισθου, όπως την γενιά της Ηλέκτρας, της Ιφιγένειας και του Ορέστη.

Ο μύθος γίνεται Τραγωδία όταν ο πορθητής της Τροίας, αυτός που ταπείνωσε τον Πρίαμο και την Εκάβη, αυτός που επιστρέφει νικητής στο Παλάτι των Μυκηνών στέκεται πλέον νεκρός από το χέρι της γυναίκας του και του εραστή της. Ο Αγαμέμνων πεθαίνει, ψυχορραγεί απ΄ το φονικό χέρι της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου.
Αν και νικητής, αν και τροπαιούχος «χάθηκε για μια γυναικοδουλειά». Παντελώς ανυποψίαστος. Κι αυτός ο φόνος, ένας φόνος άδικος, φόνος ανείπωτου πόνου, στοιχειώνει τα παιδιά του, τον Ορέστη και την Ηλέκτρα. Στο αίμα του Αγαμέμνονα γράφεται η ληξιαρχική πράξη θανάτου της φόνισσας, της Κλυταιμνήστρας, μαζί κι αυτή του εραστή της, του Αίγισθου.

Αλήθεια, τι πόνεσε πιο πολύ τα παιδιά του ; Ο θάνατος του πατέρα τους ή που αυτός ο θάνατος είχε βαριά την σφραγίδα του εραστή της μητέρας τους ;
Ο φόνος της Κλυταιμνήστρας, για τον Ορέστη, δεν είναι φόνος εκδίκησης. Είναι φόνος του πεπρωμένου και της λύτρωσης, είναι φόνος που δεν αρνούνται οι θεοί, είναι φόνος εξιλέωσης, φόνος πολυπόθητος για τον Χορό και το Παλάτι των Μυκηνών. Είναι, ωστόσο, και φόνος που προκαλεί τις Ερινύες, φόνος που, εν τέλει, «τρομάζει» τον Ορέστη, τον οδηγεί εκόντα – άκοντα σένα ταξίδι ύστερης αυτογνωσίας, σένα ταξίδι προστασίας του χρησμοδότη Απόλλωνα. Είναι τότε που ο φόβος γίνεται αδυναμία, η αγωνία γίνεται έκκληση: «Πυλάδη τι να κάνω ;» Είναι το φοβερό και αναπότρεπτο «ενώπιος ενωπίω», εκεί που ο θνητός αναζητεί τον Θεό αφού η αλήθεια και οι άνθρωποι τον τρομάζουν.

Κι αυτή η αλήθεια ζητά απαντήσεις, απαιτεί την ανθρώπινη δικαιοσύνη με την συνηγορία των θεών. Οι θεοί συνηγορούν υπέρ του Ορέστη, οι πολίτες είναι αμήχανοι και διστακτικοί, δεν πιστεύουν στην δική τους δύναμη μέσα από τον Άρειο Πάγο που η θεά εγκαθιδρύει στην πόλη της, οι Ερινύες είναι κατήγοροι.

Η αθώωση του Ορέστη με την διπλή ψήφο της Αθηνάς αναδιατάσει ολόκληρη την πλοκή. Οι Ερινύες, εξημερωμένες, συμφιλιωμένες (;) με την νέα τάξη πραγμάτων που οι θεοί προνόησαν, μετατρέπονται σε Ευμενίδες, προστάτιδες των πολιτών και της Αθήνας. Και οι πολίτες καταξιώνονται τον νέο ρόλο τους, έναν ενεργό ρόλο που εγγυάται την Δημοκρατία και την αναγέννηση της πόλης.
Ο Τερζόπουλος είχε να δαμάσει τους δαίμονες που ο Αισχύλος αμόλησε στην Τριλογία του εστιάζοντας στο βάρος της ανθρώπινης πράξης και της ευθύνης. Η ευθύνη αυτή δεν απαντάται πια στην κρίση του θεού, δεν είναι έρμαιο της θεοδικίας. Η ευθύνη αυτή απαντάται με την κρίση των ανθρώπων, με την ψήφο των πολιτών, απαντάται μέσα από συντεταγμένους θεσμούς της Δικαιοσύνης, διασφαλίζεται κατ’ ισονομία, θεμέλιο λίθο της Δημοκρατίας της Πόλης.

Βλέποντας την Ορέστεια του Τερζόπουλου, απολαμβάνοντας για τρεις και πλέον ώρες την δική του εκδοχή για την Αισχύλεια τριλογία, είχα την ψευδαίσθηση, ομνύοντας τις αρχές και τις αξίες μιας, με ανήκεστο βλάβη, πληθυντικής Αριστεράς, ότι θα με κέρδιζαν οι Ευμενίδες, δηλαδή η εξαγγελία και εγκαθίδρυση των θεσμών της λογοδοσίας και της δικαιοσύνης, δηλαδή των πυλώνων της Αθηναϊκής Δημοκρατίας.
Ωστόσο, όχι εντελώς παράδοξα, με κέρδισε ο «Αγαμέμνων», η γοητεία της γυναίκας σχεδόν σε όλες τις εκφάνσεις της : «…Βασίλισσα, σύζυγος, μοιχαλίδα, ερωμένη, σκλάβα, μητέρα, κόρη, αδελφή, παρθένα, τροφός, προφήτισσα, Ερινύα, Θεά…», τελικά μια γυναίκα που αφανίζει τον άντρα, αυτή μια βασίλισσα, μια σύζυγος, μια μοιχαλίδα, μια ερωμένη , μια μητέρα.

Όπως με κέρδισε και ο Χορός. Ένας Χορός ημίγυμνων και ολοφυρωμένων σωμάτων που, όπως εύστοχα ειπώθηκε, για τον Τερζόπουλο υπήρξε «μια Ασκητική του Πάθους» και «μια Αισθητική της Ανάταξης», ό,τι δηλαδή βλέπεις στη σκηνή του «Αττις» χρόνια τώρα.

Ο Τερζόπουλος δεν είναι αυτό που θα λέγαμε «ασκητής της σκηνής». Μαθήτευσε δίπλα στον θεατράνθρωπο Χάινερ Μίλλερ , ήταν ο μέντορας του στο Berliner Ensemble, ψηλαφώντας και αφουγκράζοντας την μέθοδο του Μπρεχτ.
Εκεί πρωτοέμαθε , όπως ο ίδιος ομολογεί, πως αποκωδικοποιείται η λειτουργία του Χορού. Λίγο πριν την πρεμιέρα της Επιδαύρου επιγραμματικά δήλωνε : «…ο Χορός δεν μπορεί να είναι απλώς ένα πλήθος πεταμένο. Πρέπει να βρεθεί η χειρονομία που είναι ουσιαστική για τη διεξαγωγή του μύθου… εννοώ την σωματικότητα…. όλα είναι ο Χορός, το άπαν. Από την αρχή μέχρι το τέλος : είναι η σοφία των νεκρών, που την έχουμε ανάγκη… προσπαθώ να διασχίσω τα σκοτάδια μου, ψηλαφώντας τα σκοτάδια της τραγωδίας…»
Η «Ορέστεια» του Αισχύλου, η κατά Τερζόπουλο «Ορέστεια» στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, ήταν μια ωδή προς τον άνθρωπο , τον θνήσκοντα άνθρωπο. Ήταν μια κατάφαση ζωής μέσα από θρήνους, κατάρες και αφορισμούς. Ήταν η σαγήνη ενός μύθου, του μύθου των Ατρείδων, που τελικά είναι πολλά παραπάνω απ’ αυτά που μας έλεγαν οι δάσκαλοί μας.
Είναι αυτή η γοητεία του ανεύρετου που γίνεται λάβα, φωτιά, σωστή τρικυμία.

Υ.Γ. Σύμφωνα με τον μεταφραστή του Ουίλιαμ Φώκνερ στο υπέροχο «Καθώς ψυχορραγώ» (εκδ. Gutenberg), ο τίτλος προέρχεται από την ραψωδία λ της Οδύσσειας (Νέκυια), όπου ο νεκρός Αγαμέμνων περιγράφει την δολοφονία του από την Κλυταιμνήστρα.