«Ορθοκωστά» (η ιστορία ως μυθιστόρημα)
Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου
«…Ο Παυλάκος ήταν παρών στην εκτέλεση του Βασίλημη. Τον Βασίλημη τον σκότωσε ένας αδελφός του. Ένας αδελφός του και ο Μαυρόγιαννης. Ο Μιχάλης Μαυρόγιαννης που παίρνει τώρα και σύνταξη για αντίσταση. Έσφαξε τν άνθρωπο παίρνει και σύνταξη. Τον πιάσανε τον Γιάννη Βασίλημη έναν άντρα μέχρι κει πάνω. Ωραία παρουσία, ωραία εμφάνιση. Με ένα αγόρι και ένα κορίτσι ανήλικα. Τον πιάσανε με τον πατέρα του. Ο πατέρας του πήγαινε κοντά. Ρε παιδιά τι σας έκανε ο Γιάννης τους λέει. Του έδωσε μια κάποιος, δεν ξέρουμε ποιός και τον έριξε μέσα σε κάτι βάτα. Άλλα έζησε ο γέρος, δεν πέθανε. Τον Γιάννη τον πήγαν παραπάνω, το λένε στους Σπαθοκομμένους το μέρος, είναι ψηλότερα, στο δρόμο απ΄το Κούβλι. Στο Κούβλι τον είχαν πιάσει. Ο αδελφός του, ο Παυλάκος και οι άλλοι. Και τον σκοτώσανε στους Σπαθοκομμένους. Βγήκε ο γέρος από τα βάτα, πήγε στη νύφη του. Μηλιά, Μηλιά, της φωνάζει. Τον Γιάννη τον φάγανε παιδάκι μου, άντε να τον μάστε. Πήρε η Μηλιά την κουνιάδια μου την Ηλέκτρα και πήγαν εκεί πάνω και τον βρήκανε. Είπε η κουνιάδα μου ότι είχε τόσο πολύ δαρθεί που είχε κόψει, ακριβώς έτσι μου είπε, ένα γόνα μπουχό. Ήταν μες τον μπουχό θαμμένος. Γιατί φαίνεται δάρθηκε πολλές φορές πριν ξεψυχήσει.
Δεν ξέρω αν τον κάναν σφαχτόν, δεν ξέρω για τον Παυλάκο αλλά τούτος ο άλλος, ο Ρουβαλιάνος, έκατσε στη φυλακή κάμποσα χρόνια. Κάπου τον είχανε σε κάποια φυλακή. Και τώρα λένε πετάγεται στον ύπνο του, τον κυνηγάει το αίμα…» Αυτά πρωτοδιαβάζεις στο πίσω εξώφυλλο στην «Ορθοκωστά» του Θανάση Βαλτινού. Το εξώφυλλο, στην εμβληματική έκδοση της «Άγρας» τον Απρίλιο του 1994, ήταν του Αλέκου Λεβίδη : αντάρτες, παιδιά, χαροκαμένες μάνες και πάνω –πάνω η Παναγιά, ο Χριστός και οι Αγγέλοι σαν στρατιώτες. Αυτό το εξώφυλλο, οι αφανείς και οι κατατρεγμένοι του Βαλτινού, σε κέρδιζε με το πρώτο. Όπως και το όνομα, αυτό το «Ορθοκωστά» που άκουγες και έβλεπες για πρώτη φορά.
Μυημένος ή αμύητος, ο κόσμος του Βαλτινού γινόνταν και ο «δικός» σου κόσμος, κόσμος καθημαγμένος, ματωμένος, χειροποίητος στις μοναδικές μικροϊστορίες του. Ήταν ο κόσμος ο αθέατος, των κατατρεγμένων, των ταπεινών, των ορφανεμένων, των ανώνυμων. Ήταν οι ήρωες που σαν αποπαίδια της ιστορίας βρήκαν λόγο και βηματισμό, χρώμα και φωνή μέσα στην αντάρα του χαλασμού. Και πως αλλιώς ;
Ο Βαλτινός δεν ήταν ούτε άγνωστος ούτε τυχαίος. Είχε προηγηθεί «Η κάθοδος των εννιά», το «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη», τα εμβληματικά «Στοιχεία για την δεκαετία του ‘60», που του χάρισαν το Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1990.
Η «Ορθοκωστά», ωστόσο, ήταν μια γερή γροθιά στο στομάχι. Ιδίως, για την Αριστερά και τους αριστερούς. Ήταν μια ρωγμή στο αφήγημα του Εμφυλίου αφού ο Βαλτινός έδινε λόγο και πνοή στην «άλλη πλευρά», στους ανώνυμους και κατατρεγμένους που δεν έγιναν τραγούδι, ταινία, μυθιστόρημα, καλά-καλά δεν πρόλαβαν να μοιρολογηθούν απ’ τους δικούς τους, άταφοι νεκροί ή πεταμένοι στις χαράδρες.
Ο Βαλτινός πήρε τους περιφρονημένους, τους αφανείς και από τις μικροϊστορίες της Κυνουρίας τους έβαλε, απ΄ την μπροστινή πόρτα μάλιστα, στο μεγάλο κάδρο της Ιστορίας, έστω και ως μυθιστόρημα. Μυθιστόρημα παραμυθίας, με ντοπιολαλιές, χήρες, ορφανά, σκοτωμένους, φυλακισμένους, εκτελεσμένους.
«Η κάθοδος των εννιά» ανταρτών, γραμμένη σε δύσκολους καιρούς, το 1963, μπορεί να ήταν ένα δοξαστικό «για την μοναξιά και την αξιοπρέπεια και των χαμένων» ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού το εφιαλτικό καλοκαίρι του 1949, που ο Βαλτινός φανέρωσε με ευαισθησία όταν οι ηττημένοι του Εμφυλίου παρέμειναν ακόμα ηττημένοι αλλά περήφανοι, πλην όμως συναντά, όχι ανορθόδοξα, την «άλλη πλευρά» με τους δικούς της σκοτωμένους, το βουβό ή γοερό κλάμα για τους «άλλους» νεκρούς, αυτούς δηλαδή στους οποίους ομνύει η «Ορθοκωστά».
Ο Βαλτινός δεν γράφει Ιστορία. Γράφει μυθιστόρημα, χρωματίζει ψηφίδες με τα δικά του χρώματα, δίνει φωνή σε όσους η Ιστορία προσπέρασε, μιλάει με τη φωνή των αδύναμων, αυτών δηλαδή που παραμένουν υποσημείωση στις μέσα σελίδες της.
Η «Ορθοκωστά» του Βαλτινού, μετά την «Κάθοδο των εννιά» και το αξεπέραστο «Κιβώτιο» του Αλεξάνδρου, μοιάζει με «ανορθογραφία», με μια α-συνέχεια στο κυρίαρχο αφήγημα της καθ’ ημάς Αριστεράς για τον Εμφύλιο. Είναι μια, πρώτη, αιρετική ματιά, μια ρωγμή στην μέχρι τότε μεγάλη αφήγηση, μια «παραφωνία» με φόντο την ιστορία, τους ανθρώπους και το πεπρωμένο τους.
Το μυθιστόρημα του Βαλτινού, μάστορα των λέξεων, της πλοκής και της αφήγησης, δεν είναι «αθώο». Εγγράφεται ως «ιστορικό μυθιστόρημα» αλλά η κατάταξη του είναι ψευδώνυμη γιατί ο Βαλτινός υπήρξε «αταξινόμητος», ποιος ; αυτός, ένας οξυδερκής παλμογράφος της νεότερης Ιστορίας μας. Ως εκ τούτου, πιστεύω, πως το έργο του, αν και βαθύτατα «πολιτικό» κατά μείζονα λόγο (πρέπει να) κρίνεται μόνο ως λογοτεχνία.
Γιατί μυθιστόρημα διαβάζουμε, όχι Ιστορία. Η «Ορθοκωστά» δεν φιλοδοξεί να γίνει μανιφέστο και σημαία των «άλλων». Φιλοδοξεί, ωστόσο, να δόσει φωνή στους ταπεινούς των «άλλων» σαν νάταν «οι δικοί μας», όπως «οι δικοί μας». Η μυθοπλασία δεν έχει όρια ούτε φραγμούς. Ακόμα κι όταν εναγκαλίζεται σφιχτά κι επικίνδυνα με τα απολειφάδια της Ιστορίας, με τα συμφραζόμενα, τις αντιφάσεις και τις (πολλές) αλήθειες της.
Κατά τούτο η «Ορθοκωστά» με λογοτεχνικούς όρους μιλάει με την Ιστορία. Οι πρωταγωνιστές της, μαρτυρίες κοφτές και ντοπιολαλιάς, ομολογούν την δική τους αλήθεια, όπως την έζησαν ή την έμαθαν.
Είναι οι ανώνυμοι και ταπεινοί «πρωταγωνιστές» του Βαλτινού που χωρίς φωτοστέφανο περιχαρακώνουν την Ιστορία μέσα στην μυθοπλασία του συγγραφέα. Η «Ορθοκωστά» είναι ένα πολυφωνικό κείμενο που αναφέρεται στην ίδια μήτρα : το σώμα του Εμφυλίου, τους νικητές και τους ηττημένους μέσα από την πολυπρισματική λαλιά των νικητών, κι ας ήταν οι ίδιοι σκοτωμένοι, τυραγνισμένοι.
Ο Βαλτινός παραδίδει μαθήματα πατριδογνωσίας πασχίζοντας, σαν μάστορας των λέξεων, να ενώσει ψηφίδες πολύχρωμες, ατάκτως ερριμένες. Ψηφίδες μιας καθημαγμένης βιωτής μέσα στα χαλάσματα και την αντάρα που γέννησε ο Εμφύλιος και οι άνθρωποι του. Διαισθάνομαι πως η «Ορθοκωστά» συνομιλεί, με τους χειροποίητους κώδικες του Βαλτινού, και συναντά τους εννιά αντάρτες στην κάθοδό τους. Είναι μια ελεγεία για τον αφανή και θνήσκοντα άνθρωπο, ένα δοξαστικό για όσους ήταν περαστικοί και δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, μια υπόμνηση που αν δεν είναι ενοχλητική γίνεται αδιάφορη.
Το ιστορικό μυθιστόρημα, σαν αυτό που ξετυλίγεται με μαεστρία στα χέρια και την γραφή του Βαλτινού, δεν απαντά με ιστορικούς όρους. Αφουγκράζεται θραύσματα μνήμης ως ζώσα συνείδηση μιας μικρής, πικρής πατρίδας, ένα μοιρολόϊ ή ένα κιτρινισμένο γράμμα απ’ αυτά που ξετρύπωσες στα «Στοιχεία για την δεκαετία του ΄60», ένας ατέλειωτος καημός, χαμένος, σαν τους γλάρους που αγναντεύεις πολύ μακριά, έως Ναυπλιαίας θαλάσσης, εκεί στο μοναστήρι της Παναγιάς, Ορθοκωστά επιλεγόμενον.
ΥΓ. Θυμήθηκα τον Βαλτινό πριν λίγες μέρες, τώρα που πέθανε δηλαδή. Η «Ορθοκωστά» κυκλοφόρησε ως μυθιστόρημα το μακρινό 1994. Θεωρήθηκε ως σύμβολο μιας αναθεωρητικής ανάγνωσης του Εμφυλίου. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 2015, ο Στάθης Καλύβας και ο Νίκος Μαραντζίδης έγραψαν τα «Εμφύλια Πάθη».