
της Χαρά Παπαβασιλείου
Σαράντα στρέμματα περιβόλι με πορτοκαλιές τού το ’χε αγοράσει ο πατέρας του, αρχιτσέλιγκας στο Ραδοβίζι. Κι απ’ τα σαράντα ο Άραχθος, στις μεγάλες του κατεβασιές, πεινασμένο θεριό, με το φάε και ξαναφάε, άφησε στον Ανέστη τα έξι και κάτι. Δηλαδή απ’ τ’ αρνί έμεινε η ουρά. Αρκετή όμως για να κάνει τη ζημιά, με τις επερχόμενες, στη ροή του χρόνου, αλλαγές στα πράγματα και στις ζωές των ανθρώπων. Κάτι ήξερε η Φωτεινή, που πίεζε τον άντρα της να το πουλήσει. Η ίδια μέσα σ’ αυτό είδε τον Χάρο με τα μάτια της μια μέρα που πήγε να κόψει πορτοκάλια. Κλεισμένη στο σπίτι σαν στην Κιβωτό του Νώε – όταν ξεκίναγε να βρέξει, ξεχνούσε να σταματήσει. «Ακόμα βρέχ’ στ’ ν Άρτα!» έμεινε η φράση για την «αφηρημάδα» της.
Και μετά από μιας βδομάδας λιακάδα, πήρε και τη Θάλεια μαζί της να κάνουν και τον περίπατό τους ως την έξοδο της πόλης, όπου βρισκόταν το κτήμα. Προσέχοντας μη γλιστρήσουν στη γλίνα, όπως μετατρεπόταν το έδαφος του περιβολιού τον χειμώνα, προχώρησαν ως την άκρη, απ’ όπου σύρριζα κατρακυλούσε θολουριασμένος ο Άραχθος.
Στάθηκαν για λίγο να θαυμάσουν την αγριάδα του σ’ όλο της το μεγαλείο! κι ύστερα τη ματιά τους τράβηξε το δέντρο δίπλα τους. Βαρυφορτωμένο από τα μεγάλα, σαν ήλιους μικρούς ομφαλοφόρα πορτοκάλια του, φαινόταν σαν να τις καλούσε να τ’ αλαφρώσουν κομμάτι. Η Φωτεινή άδραξε το κλαδευτήρι κι άρχισε να κόβει, να κόβει και να μη σταματά. Ώσπου κάποια στιγμή: «Μαμά, ξεκολλάει η γη κάτ’ απ’ τα πόδια σ’!», ούρλιαξε η Θάλεια έντρομη!
Πράγματι! Από μια χαραμάδα είδε να βγαίνουν νερά, σχηματίζοντας λιμνούλα στη βάση του κορμού. Αφοσιωμένη στο κόψιμο του εκλεκτού καρπού, με το κεφάλι ψηλά η Φωτεινή, που να το ’παιρνε είδηση. Ίσα που πρόλαβε κι έκανε τον σάλτο μορτάλε, γιατί σε χιλιοστά του δευτερολέπτου η σχισμή έγινε χάσμα και πίδακας το νερό. Ένα μέρος απ’ τον «κορμό» της περιουσίας τους το ’δαν ιδίοις όμμασι να κόβεται μ’ ανάκατα συναισθήματα. Και στην αδυναμία τους να την προστατέψουν, έμειναν να κοιτάζουν την πορτοκαλιά, σαν κατάρτι στη γήινη σχεδία, να τους αποχαιρετά. Σκαμπανεβάζοντας πάνω στα κύματα, που παίζοντας, λες, μαζί της, την κρατούσαν όρθια, χάθηκε στη στροφή του Κάστρου. Το ποτάμι συνέχισε το ταξίδι του προς τον κόλπο του Αμβρακικού. Η Φωτεινή στο παραπέντε γλύτωσε και τα ’βαλε με τον άντρα της, που δεν εννοούσε να πουλήσει το καταραμένο κτήμα, πριν τριτώσει το κακό (είχε κι άλλη φορά κινδυνέψει μέσα σ’ αυτό). «Ίσα-ίσα, σε γλύτωσε το καλό στοιχειό του», αντέτεινε εκείνος, εννοώντας το φίδι. – Οικουρό Όφι έλεγαν οι αρχαίοι το ιερό φίδι-φύλακα της Αθηνάς που κατοικούσε στο υπόγειο του Ερέχθειου. Του κτήματος ένα μαύρο το ξέκριναν ή το ’νιωθαν πού και πού να σέρνεται ανάμεσα στα χορτάρια.