Ο Ανδρέας Παπανδρέου για το «Βατερλό» των Σκοπίων

Του Αλέξανδρου Φαρμάκη

Η ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών δημιούργησε πολλές αναταράξεις ένθεν και ένθεν των δύο κρατών που ανάγονται στη σφαίρα της ιστορίας, της πολιτικής, της ιδεολογίας, αλλά και στο πεδίο της σύγχρονης γεωπολιτικής σκακιέρας. Οι βαλκανικοί πόλεμοι διαμόρφωσαν την τελική τύχη της Μακεδονίας (βλ. Συνθήκη Αγίου Στεφάνου 3 Μαρτίου 1878 και Συνθήκη Βουκουρεστίου 10 Αυγούστου 1913) και μετά από 115 χρόνια φαίνεται ότι η τύχη της έχει οριστικά διαμορφωθεί. (βλ. Βαλκάνια 1913-2011, της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών). Τα Βαλκάνια λόγω της γεωστρατηγικής τους θέσης αποτέλεσαν το μήλο της έριδας μεταξύ των Μεγάλων δυνάμεων και Συνασπισμών, αλλά από τα τέλη του 20ου αιώνα παρατηρούνται σεισμικές αναταράξεις λόγω των γεωπολιτικών επιδιώξεων του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας.

Δεν είναι τυχαίες οι επισημάνσεις της Ύπατης Εκπροσώπου της Ε.Ε. Φεντερίκα Μογκερίνι το 2017, ότι «τα Βαλκάνια ξαναγίνονται η σκακιέρα όπου θα συγκρουστούν τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων», με τη δική μου όμως επισήμανση ότι το φιτίλι στην πυριτιδαποθήκη και το άναμμα αυτού το κάνουν πάντα οι έξω από τα βαλκανικά κράτη δυνάμεις, στις οποίες σήμερα συγκαταλέγονται οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Γερμανία, η Σαουδική Αραβία, η Τουρκία.
Η επέμβαση και διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, ενός ανεξάρτητου κράτους, πυροδότησε ανεξέλεγκτες εκρήξεις στα Βαλκάνια, τις οποίες η τότε κυβέρνηση Κων. Μητσοτάκη με υπουργό Εξωτερικών τον Αντώνη Σαμαρά, υπεύθυνο για τη διευθέτηση του ζητήματος, άφησε αναξιοποίητες με αποτέλεσμα το όνομα της Μακεδονίας να εκχωρηθεί ή να υιοθετηθεί από τους Σκοπιανούς και σήμερα ο τότε πρωταγωνιστής να μεταλλάσσεται σε κήνσορα και θεματοφύλακα των ιερών και των οσίων της Μακεδονίας με περισσή υποκρισία που εγγίζει τα όρια της επαγγελματικής πατριδοκαπηλίας.

Με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας υπήρξε τότε η άριστη ευκαιρία για την Ελλάδα να πάρει το νέο κρατίδιο οποιοδήποτε όνομα και το ζήτημα θα διευθετείτο τότε και δεν θα έσερνε την χώρα μας τόσα χρόνια σε διπλωματικές διενέξεις με δυσάρεστα αποτελέσματα.
Τα γεγονότα εκείνης της κρίσιμης και καθοριστικής περιόδου, αλλά και τις επιπτώσεις από τη διπλωματική αβελτηρία και προχειρότητα, επεσήμανε με έναν διορατικό και προφητικό λόγο ο μεγάλος ηγέτης ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ στη 2η Σύνοδο του Συμβουλίου ΠΑΣΟΚ στην Αθήνα από τις 21-22 Μαρτίου 1992 (έκδοση ΠΑΣΟΚ 1992 σελ. 25-27) και φρονώ ότι αξίζει και για την ιστορία και την υστεροφημία του να παρουσιάσουμε το τμήμα της τοποθέτησής του που αναφέρεται στο «Βατερλό» της ελληνικής διπλωματίας στο Μακεδονικό ζήτημα. Αναφέρει επί λέξει:

«…Αλλά στα Σκόπια έχουμε το «Βατερλό» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Στις 16 Δεκέμβρη του ’91 στις Βρυξέλλες εκρίνετο το θέμα της διάσπασης ή όχι της Γιουγκοσλαβίας. Και υπήρχε τεράστια γερμανική πίεση να προχωρήσουν σε αναγνωρίσεις ορισμένων δημοκρατιών της Γιουγκοσλαβίας. Κυρίως της Σλοβενίας, αλλά και της Κροατίας. Για μας, για την Ελλάδα, η μόνη σωστή πορεία θα ήταν να παραμείνει η Γιουγκοσλαβία ως είχε, χωρίς διάσπαση. Και αν επιτέλους στο βωμό της μεγάλης Γερμανίας να κάνουμε κάποια υποχώρηση αυτό θα έπρεπε να αφορούσε το πολύ τη Σλοβενία, που για πολλούς λόγους και πολιτιστικούς είναι πιο κοντά, δεν είναι τόσο βαλκανική χώρα.

Αντ’ αυτού δώσαμε τη σύμφωνη γνώμη μας για την αναγνώριση των Δημοκρατιών αυτών και πήραμε ένα τρίπτυχο αορίστου μορφής, που υποτίθεται θα εξασφάλιζε το ότι αν εκηρύσσετο ανεξάρτητη η «Δημοκρατία των Σκοπίων» δεν θα είχε ούτε βλέψεις στην Ελλάδα, ούτε θα μιλούσε για μειονότητα εν Ελλάδι, ούτε θα είχε επεκτατικές βλέψεις και δεν θα χρησιμοποιούσε τον όρο Μακεδονία.
Δεν πήραμε τίποτα. Απλώς εγκρίναμε την καταστροφική πορεία της Γιουγκοσλαβίας. Και είχαμε και το δικαίωμα αλλά θα έλεγα και το εθνικό χρέος εκεί να πούμε όχι. Κάποτε κανείς λέει όχι. Και ήταν μια τέτοια περίπτωση, κρίσιμη περίπτωση. Βέβαια οι τρεις όροι δεν πάρθηκαν τόσο σοβαρά από ντους εταίρους μας. Διορίστηκε μια νομική επιτροπή, του «Μπατιντέρ», στην οποία δεν συμμετείχαμε καν, για να εξετάσει αν οι όροι ικανοποιούνται ή όχι για όλες τις Δημοκρατίες και απεφάνθη ναι.

Και βρεθήκαμε επομένως μπροστά στην αδυσώπητη πραγματικότητα ότι οι εταίροι μας ήσαν έτοιμοι να αναγνωρίσουν τα Σκόπια ως τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας» . αλλά εάν υπήρχαν και κάποιες αμφιβολίες, κάποιοι από τους εταίρους μας να μας παραστεκόντουσαν σ’ αυτή την τοποθέτηση, αυτή χάθηκε από τη στιγμή που ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μπέϊκερ ουσιαστικά έδωσε εντολή στους εταίρους της Κοινότητας να αναγνωρίσουν τις 4 Δημοκρατίες.
Υπεχώρησε μόνο όσον αφορά το χρόνο. Δέχθηκε να μην περάσει την 5η Απριλίου, την 6η Απριλίου, το χρονικό διάστημα αυτό να μην ξεπεραστεί χωρίς την αναγνώριση όλων των Δημοκρατιών, Σλοβενία, Κροατία, Βοζνία, Ερζεγοβίνη, «Μακεδονία». Και φυσικά η πολιτική αυτή της κυβέρνησης οδήγησε και θα οδηγήσει σε προβλήματα απομόνωσης. Όμως θα ήθελα με δυο λόγια να τονίσω και να εξηγήσω τη θέση του ΠΑΣΟΚ, θέση που επανειλημμένα έχουμε πάρει, αλλά που αξίζει να ειπωθεί ξανά, σχετικά με το όρο, το όνομα Μακεδονία.

Για δεκαετίες τώρα πολλές δεκαετίες τώρα, υπάρχουν «σλαβομακεδονικά κινήματα», χρηματοδοτούμενα αφειδώς, στον Καναδά στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου έχω ζήσει πολλά χρόνια, και στην Αυστραλία. Και στόχος τους είναι η δημιουργία ενός «μακεδονικού έθνους».
Το έθνος αυτό θα αποτελείται, θα εδράζεται στη γεωγραφική περιοχή που λέγεται Μακεδονία. Και θα συμπεριλαμβάνει επομένως τη «Μακεδονία του Πιρίν», τη «Μακεδονία των Σκοπίων» και τη «Μακεδονία του Αιγαίου», όπως λένε. Δηλαδή, για να φτιάξεις το «μακεδονικό έθνος», το νέο αυτό «μακεδονικό έθνος» που αλλάζει τα σύνορα της περιοχής, που ακρωτηριάζει την Ελλάδα, πρέπει να έχεις κάποιο σημείο αναφοράς, κάποια βάση, κάποιο όνομα, κάποιο σύμβολο και το σύμβολο αυτό είναι η λέξη, το όνομα «Μακεδονία». Αυτή είναι η θέση μας. Οι χειρισμοί ήσαν πανάθλιοι για να φτάσουμε στο δίλημμα. Αλλά για μας δεν υπάρχει δίλημμα, υπάρχει σαφής η θέση».

Στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή για το Μακεδονικό (24 Ιανουαρίου 1994) ο Ανδρέας Παπανδρέου επεσήμανε ότι είχε υπάρξει μια τετελεσμένη υπαναχώρηση από την κυβέρνηση Κων. Μητσοτάκη στην αποδοχή της σύνθετης ονομασίας και επιτέθηκε στον Αντώνη Σαμαρά που ήταν τότε αρχηγός της Πολιτικής Άνοιξης, υπενθυμίζοντάς του ότι το 1991 «ήταν υπουργός της Νέας Δημοκρατίας και έχει την ευθύνη μέχρι την ημέρα που παρέδωσε αυτό το υπουργείο».

Από τη διορατική και προφητική τοποθέτηση του Ανδρέα Παπανδρέου, αποκαλύπτεται όλη η μετέπειτα περιπέτεια της Ελλάδας στο ζήτημα του Μακεδονικού. Τη σοβαρή αυτή επισήμανσή του, που προσδιόριζε επακριβώς την πηγή των δεινών, δεν την λαμβάνουν υπόψη κάποιοι περιστασιακοί, άλλοι τυχάρπαστοι και ορισμένοι αυτόκλητοι κληρονόμοι της πολιτικής παρακαταθήκης του, που «για ακατανόητους λόγους κρύβουν, σαν να ντρέπονται σύμβολα και ονόματα που καθόρισαν θετικά με την συμβολή τους την πορεία της παράταξης». (δηλώσεις του νέου υφυπουργού Θάνου Μωραϊτη, βλ. και τη στάση του πρώην πρωθυπουργού Κ. Σημίτη που δεν παρέστη ποτέ στη δίκη του Ανδρέα στο «βρώμικο 89», αλλά και τώρα για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του δεν ψέλλισε ούτε μια κουβέντα). Η στάση του τότε υπουργού εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά, η οποία στηλιτεύτηκε και από τον τότε πρωθυπουργό του Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, καθώς και οι χειρισμοί του, που «ήταν πανάθλιοι», προξένησαν αρνητικές αλυσιδωτές αντιδράσεις στο εθνικό μας θέμα που ταλάνιζαν μέχρι πρόσφατα την πατρίδα μας.

Προβαίνοντας σε μια περιληπτική ανασύσταση των επιπτώσεων από το 1991 μέχρι τη Συμφωνία των Πρεσπών βλέπουμε ότι: Οι «φίλοι και σύμμαχοί μας πέραν του Ατλαντικού», οι ΗΠΑ και ακολούθως οι Γερμανοί, οι Ρώσοι οι Κινέζοι και 140 περίπου χώρες αναγνώρισαν τη γειτονική χώρα με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» σε κάθε χρήση. Στο Σύνταγμά τους είχε καταχωρηθεί η παραχάραξη της ελληνικής ιστορίας και η οικειοποίηση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, η οποία τα χρόνια του εθνικιστή Γκρούεφσκι μετατράπηκαν και σε δημόσια και επίσημη επίδειξη. Οι θεσμικές διπλωματικές επαφές είχαν αντικατασταθεί με τις ανεπίσημες και εξωθεσμικές μυστικές συναντήσεις του στρατηγού Αντώνη Γρυλλάκη ως εκπροσώπου του πρωθυπουργού Κων. Μητσοτάκη, ο οποίος είχε αποδεχθεί το συμβιβασμό στο όνομα με τη λέξη Μακεδονία.

Το «βέτο ή μη βέτο» στο Βουκουρέστι το 2008 μετατράπηκε σε καταδίκη της Ελλάδας στο δικαστήριο της Χάγης. Η εκπρόσωπος της σημερινής Νέας Δημοκρατίας, εκ μέρους του αρχηγού της Κυριάκου Μητσοτάκη συναντά μυστικά στις Βρυξέλλες τον πρωθυπουργό των «Σκοπίων» Ζόραν Ζάεφ και τον «παρακαλεί» να υπογράψουν μαζί τη συμφωνία και όχι με τον νυν πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Θα μείνω με τη μόνιμη απορία γιατί ίσως δεν θα μάθω πως τον αποκάλεσε η κ. Σπυράκη τον Ζόραν Ζάεφ κατά τη συνάντησή τους και κατά την απόλαυση του «καφέ» τους, αλλά σίγουρα με τον τίτλο που απορρέει από το τότε συνταγματικό όνομα της χώρας του δηλαδή «κύριε Πρωθυπουργέ της Δημοκρατίας της Μακεδονίας». Όσοι λοιπόν τόσα χρόνια, «ως μόνιμοι ιδιοκτήτες», έβαλαν φωτιά στο σπίτι που κατοικούσαν και το κατέκαιγαν, κατηγορούν τώρα τους πυροσβέστες, «τους προσωρινούς ένοικους», που δεν μπόρεσαν να το σώσουν και να το ανοικοδομήσουν εκ βάθρων. Αυτός είναι ο πολιτικός αμοραλισμός, ο ακραίος καιροσκοπισμός και η επικίνδυνη εθνική υποκρισία. Ανακάλυψαν την ίδρυση του ελληνικού κράτους το 2015 και προσπαθούν να το σώσουν επικαλούμενοι την κινδυνολογία και την καταστροφολογία, ενίοτε και εντός του κοινοβουλίου την πεζοδρομιακή βωμολοχία, ως αντίβαρο στην απώλεια της κρατικής ιδιοκτησίας. Αυτό αποδεικνύει περίτρανα την αναπλήρωση της βαρύτητας που δεν έχουν, με το βάρος της ελαφρότητάς τους.

Η Συμφωνία των Πρεσπών έκλεισε μια εθνική εκκρεμότητα 30 τουλάχιστον ετών, στέρησε από τους επαγγελματίες πατριώτες τους αλυτρωτισμούς και τους επεκτατισμούς και από τις δύο χώρες, περιορίζει τις βλέψεις για την αναδιάταξη των συνόρων στα Βαλκάνια όπως τις γνωρίσαμε πρόσφατα, δημιουργεί συνθήκες καλής γειτονίας και γενικότερα προβάλλει την αρχή μιας νέας περιόδου ειρήνης και συνεργασίας. Από την άλλη όμως κατέδειξε τόσο την υποκρισία και την ανακολουθία πρώην πρωθυπουργών, πρώην υπουργών εξωτερικών, νυν αρχηγών κομμάτων, οι οποίοι στέκονται τώρα contra omnes των δικών τους δηλώσεων και ενεργειών, όσο και στην ελαφρότητα ορισμένων γλωσσολόγων και πανεπιστημιακών, οι οποίοι «θυσίασαν τόσο χοντροκομμένα την επιστημοσύνη τους στην περιστασιακή πολιτική και κομματική σκοπιμότητα».

Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και το γεγονός ότι αποκάλυψε την τάση μέσα στη Νέα Δημοκρατία που δηλώνει ότι «δεν είμαστε ένα ακροδεξιό γκρουπούσκουλο με εθνικιστικές κραυγές» (Ν. Δένδιας, 31 Ιανουαρίου 2019) και την αντιστροφή των οραμάτων του αείμνηστου Ανδρέα Παπανδρέου που διαβεβαίωνε πως «στρατηγικός σύμμαχος είναι η αριστερά και στρατηγικός αντίπαλος είναι η δεξιά», αντιστροφή που υπαγορεύεται από τον καιροσκοπικό πραγματισμό και τον αυτοκαταστροφικό μαξιμαλισμό, χαρακτηριστικά που αποκτήθηκαν από τη συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία του Α. Σαμαρά. Οι αντιστροφή του οράματος του αείμνηστου Ανδρέα από τους αυτόκλητους πολιτικούς κληρονόμους του, αποδεικνύεται από τις ανοίκειες και κυνικές και απαράδεκτες προσωπικές επιθέσεις προς τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, αδιαφορώντας ή παραβλέποντας την τακτική της ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, με την οποία αποδεικνύεται πως αχνοφαίνεται μια εκλεκτική πολιτική και στρατηγική σύμπλευση, απεμπολώντας το κάλεσμα για τη σύμπλευση των προοδευτικών-σοσιαλδημοκρατικών και αριστερών δυνάμεων για την αντιμετώπιση της ακροδεξιάς επίθεσης.

Οι αλλοπρόσαλλες πολιτικές και τακτικές οδήγησαν στον ιδεολογικό εκτροχιασμό, τον πολιτικό εκφυλισμό και την απομάκρυνση όλο και περισσότερο οπαδών και στελεχών που δεν δέχονται να συμπράξουν με μια σκληρή και εθνικιστική δεξιά που εξαϋλώνει τους συμμάχους της, όπως αποδείχθηκε κατά τη συγκυβέρνηση Σαμαρά –Βενιζέλου, μετατρέποντας ένα ιστορικό κόμμα με αρχές και οράματα σε ομάδα διαμαρτυρίας, αντιρρήσεων και προσωπικών προσβολών.
Επειδή μπορείς να πεις ψέματα για την ιστορία, αλλά δεν μπορείς να την αλλάξεις με αυτά, και επειδή η Ιστορία οφείλει να τηρεί το νόμο: «ουδέν το ψευδές να λέει, ουδέν το αληθές να σιωπά», θα ακολουθήσει και δεύτερο μέρος αυτού του άρθρου.