Ο αποχαιρετισμός «Και να σκέφτεσαι ότι πάμε να πεθάνουμε για ένα λάθος»

Της
Χαρά Παπαβασιλείου- Κουμουλλή

Σάββατο, 29 Μαρτίου 1952, στη φυλακή της Καλλιθέας. Η ατμόσφαιρα ώρα την ώρα βαραίνει γύρω τους. Το απόγευμα τα μέτρα στην Απομόνωση γίνονται πιο αυστηρά. Τους κλείνουν πιο νωρίς στα κελιά τους, οι άνθρωποι της Ασφάλειας – τους είχαν φέρει για ενίσχυση της φρουράς από την ημέρα που απορρίφτηκαν οι αιτήσεις χάριτος – κάνουν έρευνα πιο εξονυχιστική από ποτέ. Δεν ακούστηκαν οι συνηθισμένες κουβέντες από κελί σε κελί τη νύχτα εκείνη, δεν ακούστηκε κανένα από τα αστεία που συνήθιζαν. […]. «Γιατί δεν ακούγεστε;» φωνάζει η Έλλη στον Νίκο. Γέλασε, «Αναλύουμε, διαλύουμε και συνθέτουμε», της αποκρίνεται. Η ανάλυση δεν είχε άλλο περιεχόμενο παρά το πότε θα γινόταν η εκτέλεση. Πως θα γινόταν ήταν σίγουροι. Μα ξημέρωμα Κυριακής αποκλείεται, αφού Κυριακή ούτε και οι Γερμανοί επί Κατοχής δεν έκαναν εκτελέσεις. Θα είχαν και την αυριανή μέρα δική τους.

«Αποκοιμηθήκαμε. Στον ύπνο μου ακούω τον ήχο των κλειδιών απ’ το προαύλιο. Βήματα. Φωνάζω τον Νίκο. «Ε, έρχονται», μου αποκρίνεται απλά. Ένα ένα ξεκλειδώνουν τα κελιά. Ο Νίκος ζητά να με δει. Δεν ανοίγουν την πόρτα του κελιού μου. Στο μικρό παραθυράκι με τα σίδερα σκύβει να με αποχαιρετήσει. Βλέπω το αίμα να χάνεται από το πρόσωπό του, καθώς με κοιτά και ξέρουμε πως δεν θα υπήρχε άλλη μέρα για μας. Πώς μπορεί ν’ αντέξει κανείς μια ώρα σαν εκείνη; Ο Καλούμενος έρχεται κοντά ανοίγοντας το πουκάμισό του. «Πάω κι εγώ»», μου λέει. Ο Αργυριάδης κάνει μια κίνηση αποχαιρετισμού με το χέρι. «Φρόντισε, αν μπορέσεις, και για την κόρη μου», μου λέει ο Μπάτσης. «Αν ζήσω», του είπα, χωρίς να σκεφτώ τι έλεγα. Ο Νίκος έσκυψε πιο κοντά: «Πρέπει να ζήσεις. Για το παιδί. Για την εκδίκηση». Ο Τόνος του ήταν αυστηρός, σχεδόν επιτακτικός, δεν ήταν παρακλητικός… Γι’ αυτό έζησα.
Έζησα αναζητώντας πάντα την εκδίκηση και πάντα με το ερώτημα αν έκανα αυτό που μου ζητούσε. Πεθαίνοντας για ένα λάθος… Ποια είναι η εκδίκηση για τον αγαπημένο που ξέρει ότι πεθαίνει για ένα λάθος;» Η Έλλη είχε προετοιμάσει τον εαυτό της για το ενδεχόμενο να πάρουν τον Νίκο για εκτέλεση χωρίς εκείνη. Είχε ζητήσει απ’ τον Καλοφωλιά το ξυραφάκι για την περίπτωση που θα αντιμετώπιζε μια τέτοια ώρα. «Μα ήταν το πρόσωπο του Νίκου στον ιούδα του κελιού μου, όταν του είπα: «Αν ζήσω» κι είδα το αίμα να τραβιέται από το πρόσωπό του και να παίρνει το χρώμα του θανάτου πριν από το θάνατο. Και τα λόγια που άκουσα από εκείνο το – νεκρικό πια – προσωπείο: «Εσύ πρέπει να ζήσεις για το παιδί, για την εκδίκηση. (…). Ήμουν υποχρεωμένη να τον ακούσω, όσο κι αν δεν άντεχα στην ιδέα να μείνω ζωντανή. Είχαμε περάσει μαζί όλη τη δοκιμασία, είχαμε ζήσει την αγάπη μας μέσα σε απομονωτήρια και στρατοδικεία, είχαμε νικήσει τη μόνωση και τον αντίπαλο, που πίστευε πως ήταν πανίσχυρος, δίκαιο ήταν να πάμε μαζί στο θάνατο. Δεν άντεχα ούτε την ιδέα πως ο γιος μας δεν θα ήταν Βίκτωρας, αλλά Νίκος.

Ήξερα πως θα μου έδινε χαρές και δεν ήθελα να δοκιμάσω μόνη ούτε αυτές τις χαρές. Κι ήταν και η εκδίκηση που μου ζητούσε ο Νίκος. Μία ακόμη μάχη, που έπρεπε να τη δώσω μόνη, διαλέγοντας μόνη το έδαφος και τα όπλα.

Μου δίνει το ρολόι, το στυλό, τις φωτογραφίες. «Πάμε», λέει ο επικεφαλής της συνοδείας. «Και να σκέφτεσαι ότι πάμε να πεθάνουμε για ένα λάθος», μου είπε ο Νίκος. Το λάθος ήταν η αποχή από τις εκλογές του ’46.(…) Είχε ομολογηθεί στη Συνδιάσκεψη του ’50 κι έμεινε εκεί, μετέωρο, λες και δεν είχε συνέπειες για τον τόπο – γι’ αυτό και δε χρειαζόταν να έχει συνέπειες για κείνους που το διέπραξαν κι ας είχε παραδεχτεί ο Ζαχαριάδης στην

Συνδιάσκεψη την προσωπική του ευθύνη για την αποχή», γράφει η Έλλη στο εν είδει απομνημονευμάτων βιβλίο της ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΜΙΑΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ. […].(Απόσπασμα απ’ το υπό έκδοση βιβλίο μου «Η φίλη μου, η Έλλη Παππά»).