Ο ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ (Απόσπασμα)
Γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου
Αργά τη νύχτα επιστρέφοντας απ’ το εξοχικό του Μόσιαλου κάτω απ’ το φως των αστεριών και το φεγγάρι ν’ ασημώνει τον δρόμο μας, κάναμε μια στάση στου Κρυστάλλη. Το κέντρο, σαν άσπρη μια πινελιά πάνω στα κυκλώπεια τείχη της αρχαίας Αμβρακίας, μόλις ξεχώριζε, το σήμερα αγκιστρωμένο στο χθες. Κατάμαυρα απ’ την πατίνα του χρόνου, συντηρούν μνήμες του μεγαλείου της αποικίας των Κορινθίων και πατρίδας του Πύρρου. Το εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων – βιγλάτορες, λες, της πόλης – θεμελιωμένο πάνω στα τείχη αντιστέκεται σθεναρά στη φθορά. Στην άκρη του δρόμου και ο αδριάντας του ποιητή με συντροφιά στα πόδια του το ποτάμι κι απέναντι και μακριά τα λατρεμένα του βουνά. Μοιάζει σαν να παρακαλά τον Σταυραετό: …για χαμηλώσου ολίγο, και δος μου τες φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου, πάρε με πάνω στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος, όπως και τον έφαγε. Βαριά εξασθενημένο απ’ την «καλοπέραση» στην πρωτεύουσα, τον παρέλαβε η αδερφή του στην Κόπραινα. Στο σπίτι της άφησε την τελευταία του πνοή ο υμνητής του βουνού και του κάμπου. Στη θέση του έχει υψωθεί μια πολυκατοικία , χωρίς μια, μικρή έστω, πινακίδα με το όνομα του ποιητή στο πλάι της εισόδου της. Περαστική, τουλάχιστον πριν μερικά χρόνια, δεν την είδα. Κανείς δεν τον θυμάται. (Σεφέρη ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ).
Ο αυτοκινητόδρομος χώριζε το μαγαζί απ’ την πλατεία με τα τσίγκινα στρογγυλά τραπεζάκια και τις ψάθινες καρέκλες. Κάτω απ’ τις ακακίες της γευόμαστε ένα απ’ τα «ένα κι ένα» γλυκά κουταλιού της Ταρσίτσας, λεβεντογυναίκας, συζύγου του ιδιοκτήτη και δουλευταρούς, κι αφού καλοκαίρι, κατά προτίμηση το καρπουζάκι της. Ο Πέτρος, το γκαρσόνι, αεικίνητος, με στυλ, και προσεκτικός στις διασταυρώσεις του με τα τροχοφόρα, σέρβιρε με μαεστρία τους πελάτες. Λευκό σακάκι, μαύρο παντελόνι και παπιγιόν. Απόλυτα πειθαρχημένα κάτω απ’ την μπριγιαντίνη τα κορακίσια μαλλιά του, με τη χωρίστρα στην άκρη, προσέδιδε κύρος στο καφε-ζαχαροπλαστείο. Αγέλαστος, λακωνικότατος στις κουβέντες του, έως ανέκφραστος, ακόμα και στις σπόντες για τη μεγάλη σαν του παπαγάλου καμπουρωτή μύτη του…Αμφιβάλλω αν θα δεχόταν την παραμικρή διορθωτική επέμβαση. Τόση αυτοπεποίθηση απέπνεε η συμπεριφορά του! Ήταν ν’ απορείς από πού ’χε φυτρώσει στον τόπο μας αυτός ο εφάμιλλος των μαιτρ Μεγάλης Βρετάνιας και βάλε αριστοκράτης-γκαρσόνος! Σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα, όπως εμείς τη ζούσαμε, με το κελάρυσμα του ποταμού στ’ αυτιά μας ή κάποιο τραγούδι στο τζουκ μποξ, μας εύρισκαν τα μεσάνυχτα. Μέχρι που, λιγοστεύοντας προειδοποιητικά τα φώτα, παίρναμε τον δρόμο για τα σπίτια μας