
Γράφει ο Χρήστος Τούμπουρος
Παλιά… Μισός και πλέον αιώνας. Η μνήμη καταβυθίζεται στο παρελθόν και ξελαγαρίζει, όσα ξελαγαρίζει. Έχει τα δικά της κριτήρια. Και μάς τα δίνει. Τα κουβαλάμε, τα βγάζει στην επιφάνεια, αναθυμόμαστε, αναπολούμε και αναστοχαζόμαστε. Η μνήμη: το μεγάλο μας θησαυροφυλάκιο.
Ξημέρωνε, αργά, αργά, βασανιστικά, αλλά με ακουστική ευφροσύνη, στην Ομόνοια, ακριβώς γωνία Τρίτη Σεπτεμβρίου και Βεραντζέρου. Από κάτω, στην υπόγα, στον «Έλατο» βογγούσε το κλαρίνο κι αναστέναζαν οι ψυχές.
Οι θαμώνες φλουκαρισμένοι στο υπερπέραν. Η ψυχούλα τους λειτουργούσε… «Αγγέλου μ’ κρέν’ η μάνα σου, δεν ξέρω τι σε θέλει». Στήναμε αυτί, με πάσα ιερότητα και τάξη.
Ήταν τότε που ήρθαμε από το χωριό. Άλλοι για σπουδές κι άλλοι για εργασία. Για το μεργιάτικο. Και όταν, τρόπον τινά εκπληρώναμε τις καθημερινές μας υποχρεώσεις, κυρίως Σάββατα, φεύγαμε από το Γαλάτσι, αργά το βράδυ και ποδαράτοι φτάναμε στο κέντρο της Αθήνας, στον τόπο της μουσικής πανδαισίας, εκεί όπου «παίζονταν τα δημοτικά άσματα». Βεραντζέρου, Σατωβριάνδρου, Πλατεία Μάρνης και παραπέρα. «Έλατος», «Βοσκοπούλα», «Ηπειρώτικο Γλέντι» και πάει λέγοντας.
Όλη τη νύχτα. Μέσα δεν μπαίναμε. Δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις. Κατεβαίναμε τα σκαλοπάτια μέχρι τη μέση κι ακούγαμε, ακούγαμε… Κρίναμε. «Να δεις ο Μπατσής τι ωραία έπαιξε τον Ήλιο», κι ο Ζέρβας «πρωτάκουστο το σολάρισμα» στην Γενοβέφα. Κάποτε μας είχε βάλει μέσα ο Νίκος. Χωριανός-αρχισερβιτόρος. Σε μια γωνιά, τώρα που το θυμάμαι, «κουρνιάσαμε», θα έλεγα. Τότε, μόνο που δεν κλάψαμε από τη χαρά μας. Και «βάραγαν τα λαλούτα» και θαραπαύτηκε η ψυχούλα μας.
Στην πίστα τρία ζευγάρια -μεσήλικης και πάνω ηλικίας- με κέφι, γούστο και, ιδίως οι γυναίκες «εξέπεμπαν» τσαχπινιά, χόρευαν και συμμετείχαν, εκδήλωναν αγαλλίαση με την μουσική «εκτέλεση» της «λουλουδιασμένης Ιτιάς» και του «παραπονιάρη Σελήμπεη». Και μεις στη γωνιά μας εκστασιασμένοι, με ψυχική πληρότητα και κατάφανο ενθουσιασμό, συγκλονισμένοι και με τα μάτια πεταμένα σαν πριτσαλίδες, παρακολουθούσαμε… Αλήθεια συμμετείχαμε. Σίγουρα φαινόμασταν συγχορευτές, γιατί αυτό που επακολούθησε «ήταν απ’ τα Άγραφα».
Ο μεγαλύτερος ηλικιακά απ’ αυτούς τους άφησε στη μέση και κατευθύνθηκε σε μας. «Θέλετε να χορέψετε;» ήταν η ερώτηση του. «Μα..», «Δεν έχει μα, και ξεμά. Σηκωθείτε επάνω. Πληρωμένα όλα από μένα. Παλικάρια ολόκληρα θα κοιτάτε εμάς; Εμείς πρέπει να σας κοιτάμε, όταν χορεύετε». Κι άρπαξε από το χέρι τον Νίκο και τον τράβηξε πάνω.
Με δύναμη. Πολύ δύναμη. Κυρίως δύναμη ψυχής. Απευθυνόμενος στην ορχήστρα έδωσε εντολή. «Βαράτε για τα παιδιά, εγώ πληρώνω». Και ερχόντουσαν οι μπίρες σε κάθε γύρα, και να τα μπράβο από τις γυναίκες και δόστου, εμείς, τα τσαλιμάκια και τα αεροψάλιδα.
Στο τέλος, μας είπαν κι ένα μεγάλο ευχαριστώ, πλήρωσαν και έφυγαν. «Καλοί γλεντζέδες από επαρχία», μάς είπε ο Νίκος. Τότε ούτε που κατάλαβα κι ούτε που σκέφτηκα τίποτε. Σήμερα αναλογιέμαι πως στη χρονική αυτή απόσταση, μισός και πλέον αιώνας, πολλά άλλαξαν. Δεν υπάρχει τέτοιο γλέντι. Ο καθένας για πάρτι του. Κι άμα μας φωτογραφίσουν ακόμα καλύτερα, γιατί θα επιδείξουμε την «μοναδικότητά μας». Και να ήταν μόνο τα γλέντια… «Όσοι περισσότεροι γύρω μας, τόσοι λιγότεροι μέσα μας και, τελικά, ένας… Ο εαυτός μας».
