Πατρίδα μου ο έρωτας

Γράφει ο Δημήτρης Πετρόπουλος

Δικά του λόγια. Ακούγεται παράδοξο για έναν σκηνοθέτη-ποιητή που άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του σε θέματα που προϋπέθεταν μια ιδιαίτερη κοινωνική ευαισθησία και ριζωμένες μνήμες από Ελλάδα.
‘’Δεν μπορώ να πω ότι εγκλιματίστηκα ποτέ στην Ελλάδα. Ζούσα έξω 10 χρόνια. Η ζωή μου όλη ήταν συνδεδεμένη με έρωτες. Όταν χώρισα από έναν μεγάλο έρωτα, αισθανόμουν ότι δεν είχα χώρα, πατρίδα, τίποτα. Τότε τα παράτησα όλα και γύρισα στην Ελλάδα. Δύο χρόνια έκανα να προσαρμοστώ. Ξένος αισθανόμουν και έξω, ξένος αισθάνθηκα και στην ίδια μου την πατρίδα. Αυτή η ιδιότητα του ξένου με ακολουθεί. Επέστρεψα στην Ελλάδα οριστικά το ’81. Είχα φύγει το ’71.

Είμαι πολύ μοναχικός, όσο δεν πάει, και αυτό είναι πολύ κουραστικό για τους άλλους. Μέσα από τη μοναξιά όμως βγαίνουν όλα. Πάντα από εκεί βγαίνει το έργο. Είμαι άνθρωπος κατά της ιδιοκτησίας. Ποτέ δεν είχα αμάξι. Δεν έχω οδηγήσει ποτέ. Είμαι άνθρωπος που μου αρκούν τα ελάχιστα. Η μόνη μου περιουσία είναι τα βιβλία μου.
Το μόνο πράγμα που θέλω είναι χρόνος. Αυτά που θέλω να κάνω είναι τόσα πολλά, που χρειάζομαι πέντε ζωές. Γι’ αυτό δουλεύω ακατάπαυστα. Δεν κάνω τίποτε άλλο, δεν πάω πουθενά. Τα τρία τελευταία χρόνια γράφω συνέχεια.

Στο σινεμά έχω δύο – τρία πρότζεκτ που δουλεύω παράλληλα και θέλω να δω ποιο είναι το καλύτερο για ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους. Όλα τα χρόνια δούλευα για την ΕΡΤ. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου – στα 35 χρόνια που κάνω σινεμά – που έχουν περάσει 2-3 χρόνια και δεν έχω δουλέψει. Κοντεύω να τρελαθώ. Δεν υπάρχει άλλο κανάλι που να προωθεί τις ταινίες – ντοκιμαντέρ. Μου αρέσουν πολύ τα συνεργεία, οι άνθρωποι, ο χαμός. Μέσα από το σινεμά, επειδή είναι μία ομαδική δουλειά, κοινωνικοποιούμαι. Όλα αυτά μου λείπουν.
Η πιο δυνατή στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν στην Ουγγαρία, όπου έζησα για ένα χρόνο και έκανα αυτή την πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία «Καλή πατρίδα σύντροφε – Beloiannisz» για τους πρόσφυγες και η οποία ψηφίστηκε από το κοινό ανάμεσα στις 20 καλύτερες ταινίες για τα 100 χρόνια ελληνικού κινηματογράφου 1914-2014. Και οι πολιτικοί πρόσφυγες ήταν για μένα μία μεγάλη σχέση. Αυτοί οι παππούδες με τους οποίους ήρθα σε επαφή’’.

Αυτά και άλλα πολλά είπε ο Λευτέρης Ξανθόπουλος σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στον Κλέαρχο Παπαγεωργίου για το politisonline το 2015.
Ο Λευτέρης δεν είναι πια ανάμεσα μας.
Πολλά θα ειπωθούν και θα γραφτούν για τη συνεισφορά του στον κινηματογράφο και την ποίηση αλλά και για τα ίχνη γενικότερα που άφησε στη ζωή και τη μνήμη όσων είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν. Προτίμησα να παραθέσω τα λόγια τα δικά του.
Τον Φλεβάρη που μας πέρασε, με αφορμή την προβολή του ντοκυμανταίρ του Λευτέρη Ξανθόπουλου ‘’Μπλοκ 25’’ στο Πολιτιστικό Κέντρο Δροσιάς του Δήμου Διονύσου στο πλαίσιο της Διεθνούς Ημέρας Μνήμης των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, μου ζητήθηκε να διαβάσω αποσπάσματα από το ομώνυμο βιβλίο, στηριγμένο στη μαρτυρία μιας Ελληνίδας Εβραίας της Θεσσαλονίκης, μια από τις ελάχιστες γυναίκες-ομήρους που επέζησαν των στρατοπέδων συγκέντρωσης των Ναζί. Ο Λευτέρης θα συνομιλούσε μετά την προβολή με το κοινό. Όπως και έγινε. Ήταν η μοναδική μας συνεργασία.

Στην εκδήλωση δεν τα κατάφερε να παραστεί λόγω υγείας ο στενός φίλος και εκδότης του Ξανθόπουλου Σάμης Γαβριηλίδης, γιος της επιζήσασας του ‘’Μπλοκ 25’’.
Ο Σάμης έφυγε πρώτος. Τώρα θα τα λένε κάπου οι δυο τους και ποιος ξέρει, μπορεί να σχεδιάζουν κάτι στο επέκεινα. Εκκρεμότητες.
‘’Είμαι μόνο ποιητής. Από εκεί εκπορεύονται όλα. Ήμουν ποιητής προτού καν σπουδάσω κινηματογράφο. Το πρώτο μου βιβλίο το έβγαλα πριν φύγω. Μου αρέσει η απώλεια στην ποίηση. Μέσα από ένα ποίημα χάνεσαι, παύεις να είσαι εσύ, ο εαυτός σου. Η ποίηση χτίζει έναν κόσμο που σε προσκαλεί μέσα του και ξεχνάς τον παρόντα χρόνο και τα προβλήματα που έχει. Είναι μία αλήθεια που δεν μπορώ να βρω στην καθημερινή μου ζωή’’.
Αιώνιες εκκρεμότητες.

Υ.Γ. Χρονικό

Ο πατέρας είπε
αγαπώ τον ξεραμένο καπνό
έγινε καπνεργάτης

η μητέρα γύρεψε παιδιά
ταίρι και σπιτικό
ζευγάρωσαν

ο μεγάλος
έψαχνε από παιδί
τον κούρασαν οι μάχες

ο μικρός
δε ζήτησε τίποτα
έφυγε σε ξένο τόπο

το σπίτι μπογιατίζεται κάθε χρόνο
ο πατέρας βγήκε στη σύνταξη
η μητέρα χτίστηκε στις κάμαρες
ο μικρός γίνηκε σιδερόδρομος μακρύς
κι ο μεγάλος σκέφτηκε να πει
αγαπώ τον ξεραμένο καπνό

άργησε προκόψανε οι μηχανές

Λ. Ξανθόπουλος, Αντίψυχα, Ανδρομέδα, 1982
Το Χρονικό περιλαμβάνεται στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Γυμνασίου