Του Αντώνη Κολιάτσου
(Μέρος Α)
Ο ποιητής την άνοιξη στη γέννησή της χαίρεται
πριν της ιτιάς το κίτρινο στο πράσινο αλλάξει.
ΤσιάοΜέγκ-Φού (Κινέζος Ποιητής)
Το ερώτημα είναι σύνθετο και συνιστά παγκόσμια απορία. Προφανώς τίθεται διαχρονικά και απευθύνεται κυρίως στους κατέχοντες το… άθλημα. Ως εκ τούτου είναι δύσκολο να απαντηθεί από τους άλλους… Αφορά στην ωραιότερη των τεχνών, την ποίηση, τους ποιητές και τους… δαίμονες που κρύβουν μέσα τους ώστε να είναι πάντα σε δημιουργική ανησυχία. Και περισσότερο σε αυτό το, μυστηριώδες «γιατί» , που κάνει τον ποιητή να γράψει… Η αφορμή να γραφούν οι γραμμές που ακολουθούν, είναι οι πρόσφατες κυκλοφορίες των ποιητικών πονημάτων των φίλων Αρτινών δημιουργών Δ. Βλαχοπάνου και Λ. Μάλλιου αλλά και μια παλαιότερη επιθυμία δημοσιογραφικής έμμεσης αναφοράς στην προσφορά και πολλών άλλων συμπατριωτών, που διακονούν την ποίηση.
Ο γράφων ομολογεί πως δεν κατέχει το άθλημα…
Δεν έχει καμία δυσκολία, ωστόσο, να συμφωνήσει με την άποψη των ειδικών, που βλέπουν την ποίηση ως μια από τις υψηλότερες και ευγενέστερες μορφές της τέχνης. Ότι η ίδια συγκαταλέγεται ανάμεσα στις λεγόμενες Καλές Τέχνες. Ότι η είναι εκεί, που η ελεύθερη και δημιουργική έκφραση του ανθρώπου επιτρέπει στον καλλιτέχνη, στον ποιητή, να αποτυπώσει μέσα από την ψυχική του κατάσταση τα συναισθήματά του, την αισθητική του και τους οραματισμούς του.
Κατά τον πρώην καθηγητή Φιλοσοφίας Παν/μίου Αθηνών, τον αείμνηστο Ι. Θεοδωρακόπουλο : «το αντικείμενο της ποίησης, το ποίημα, δεν είναι πολυτέλεια αλλά επιούσιος άρτος του πνεύματος». Ενώ ο Φρειδερίκος Νίτσε, ο προπάτορας της ιδεολογίας του υπέρ-ανθρώπου (σ. σ, τάδε έφη Ζαρατρούστα) και θεωρητικός του «μηδενισμού», με τον αφορισμό: «Έχουμε την ποίηση για να μην καταστραφούμε από τη γνώση», υποδηλώνει τον καθοριστικό ρόλο της ποίησης στην προστασία του ανθρώπου από την κατάχρηση της γνώσης. Από το άλλο μέρος ο μεγάλος Αϊνστάιν, που γοητευόταν από το μυστήριο που ενυπάρχει στην τέχνη, αποφαίνεται: «ότι η ποίηση έχει μια μυστηριακή διάσταση».
Ο δε μέγιστος νους του Αρχαίου Κόσμου, ο Αριστοτέλης, στο έργο του «Ποιητική», δεν διστάζει την ευχαρίστηση που νοιώθει κανείς από την επαφή του με την ποίηση, να την ανάγει στο υψηλότερο επίπεδο συναισθημάτων, χρησιμοποιώντας τον όρο ηδονή.
Γιατί, πραγματικά δεν ξέρουμε, ούτε θα μάθουμε ποτέ σε τι συνίσταται η ευχαρίστηση που δίνει ένα ωραίο ποίημα. Και έπρεπε να έρθει 2000 περίπου χρόνια μετά ο Μπλεζ Πασκάλ (σ. σ, Γάλλος Μαθηματικός, Φυσικός και συγγραφέας) να την επαναδιατυπώσει (την αριστοτέλεια ευχαρίστηση), με τον αφορισμό: «Λέμε ομορφιά της ποίησης, δε λέμε όμως ομορφιά της γεωμετρίας ή της ιατρικής. Ξέρουμε ότι αντικείμενο της γεωμετρίας είναι η απόδειξη και της ιατρικής η θεραπεία. Δεν ξέρουμε όμως σε τι συνίσταται η ευχαρίστηση, που αποτελεί το αντικείμενο ενός ωραίου ποιήματος.
Δεν ξέρουμε ποιο είναι το φυσικό υπόδειγμα, που η ποίηση πρέπει να μιμηθεί», επιβεβαιώνοντας ότι η ομορφιά του (ποιήματος) είναι ασύλληπτη, θα έλεγε κανείς ότι δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Έτσι είναι τάχα, θα ρωτήσει κανείς, ή μήπως το φυσικό αυτό υπόδειγμα είναι πανταχού παρόν και για αυτό είναι ασύλληπτο; Μήπως γεμίζει τον κόσμο και ο ποιητής το συναντά συχνά εκεί που δεν το περίμενε;
Από το άλλο μέρος ο Γάλλος Ιμπρεσιονιστής Χρωστήρας Ευγένιος Ντελακρουά (σ.σ, εμπνεύστηκε από γεγονότα της Γαλλικής και Ελληνικής Επαναστάσεως, αποτυπώνοντάς τα, σε άφθαστης ωραιότητας δημιουργήματα), με τη δήλωση: «Δεν υπάρχει τέχνη χωρίς ποίηση», έρχεται με τη σειρά του και επιβεβαιώνει το παγκόσμιο εύρος της ποίησης ως καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Όμως ο ορισμός της 21η Μαρτίου, ως Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης που έγινε το 1999 με πρωτοβουλία της UNESCO(1)- ημέρα που σε μια στιγμή της ισορροπεί το φως με το σκοτάδι και κατά τον αρχαίο-ελληνικό μύθο συμβολίζει το γάμο με το θάνατο και τον τραυματικό χωρισμό της μητέρας Θεάς Δήμητρας, από την αρπαγείσα από τον Θεό Πλούτωνα κόρη της Περσεφόνη, και την μετ’ ολίγον επανασύνδεσή τους ύστερα από συμφωνία των Θεών—σαφώς νοηματοδοτεί την ποίηση: που ταλαντεύεται ανάμεσα στο αιώνιο και στο εφήμερο, ακροβατεί ανάμεσα στο αναλλοίωτο και στο μεταβαλλόμενο, και παλινδρομεί μεταξύ του αθάνατου και του θνητού. Ενώ για κάποιους, με μεταφυσικές αντιλήψεις,(η ποίηση) να είναι ο ανθρώπινος Δούρειος ίππος, το μυστικό προγεφύρωμα ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο κόσμους.
Ωστόσο, ξέχωρα από την οπτική θεώρησης της ευγενούς αυτής τέχνης, ένα είναι σίγουρο: Ότι η ποίηση έχει φανατικούς φίλους, αλλά και ορκισμένους εχθρούς. Ότι από την πρώτη της εμφάνιση ως την ώρα που γράφονται αυτές οι αράδες, άλλοι την είδαν «με κινούν αίτιο» τον έρωτα κι άλλοι την απόγνωση. Κάποιοι άλλοι να «αίτιο γεννιέται» και από τα δύο. Μερικοί την αγάπησαν με πάθος και άλλοι τη θεώρησαν πολυτέλεια σαλεμένων μυαλών. Ενώ νεότεροι μελετητές της, την όρισαν, ως την απλή σκέψη του ποιητή που διατρέχει το αορίστως επαναλαμβανόμενο παρελθόν ,κάποτε το παρόν και το μέλλον, που οικοδομεί το προσδοκώμενο με υλικά του πραγματικού και μοιραία καταλήγει σε υποθετικούς λόγους για την περιγραφή του ιδεατού.
Ίσως για αυτό, υποστηρίζεται γενικότερα ότι δεν υπάρχει ένας οριστικός ορισμός της ποίησης. Και από ό, τι φαίνεται η αδυναμία αυτή είναι διαχρονική. Επ’ αυτού ο συγγραφέας και Ακαδημαϊκός Πέτρος Χάρης, εύστοχα παρατηρεί: «Όλοι οι ορισμοί είναι σωστοί για τα ποιήματα που γράφτηκαν, όχι για τα ποιήματα που θα γραφτούν, και που αυτά τα ίδια, με τη δική τους ιδιοτυπία, θα δώσουν έναν νέο ορισμό». Με άλλα λόγια είπε αυτό που θα έλεγε κανείς, και με το δίκιο του. Ότι, δηλαδή η ποίηση είναι κάτι τόσο μεγάλο, τόσο ασύλληπτο, ώστε και η σκέψη ακόμα να της δοθεί ένας ορισμός, είναι καθαρή ματαιοπονία, αν δεν είναι και κάποια βεβήλωση. Γιατί ο ορισμός, κάθε ορισμός έχει ως αποτέλεσμα να περιορίζει, ενώ η ποίηση θέλει να είναι απεριόριστη, χωρίς σύνορα, χωρίς όρια… Είναι, καθώς είπε ο Γάλλος λογοτέχνης Ονορέ ντε Μπαλζάκ για τη μουσική: «είναι μια άλλη ζωή μέσα στη ζωή μας».
Στην ποίηση, ωστόσο, κατά καιρούς παρατηρούνται διάφορες τεχνοτροπίες.
«Κλασικισμός», «Ρομαντισμό», «Νατουραλισμός», «Ρεαλισμός» κ.ά. Για να εμφανιστεί το 1924 στη Γαλλία, ένα νέο κίνημα, ο «Υπέρ-ρεαλισμός» ή «Σουρεαλισμός», με ιδρυτή της ομώνυμης σχολής τον ψυχίατρο Αντρέ Μπρετόν. Εδώ οι σουρεαλιστές ποιητές, έχοντας αναφορές στις θεωρίες του Φρόυντ, υπερβαίνουν τον αισθητό κόσμο και έρχονται να εξωτερικεύσουν τις υποσυνείδητες ενέργειες της ψυχής. Δεν τηρούν, καμία τάξη-ακρίβεια-ενότητα-συμμετρία. και χωρίς να είναι ωσάν πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα, εξωτερικεύουν συναισθήματα με οδηγό όχι την ανθρώπινη συνείδηση, που την επιβαρύνουν οι συμβατικές δεσμεύσεις και σκοπιμότητες της καθημερινότητας, αλλά τους κρυμμένους… δαίμονες του υποσυνείδητου, από το οποίο συνήθως ξεπηδούν η κατά Φρόυντ .ανθρώπινη αγνότητα και η ανιδιοτέλεια του (σουρεαλιστή) ποιητή.
(1)πρόκειται για τον γνωστό μύθο, που αναφέρει την αρπαγή της Περσεφόνης, κόρης της Θεάς Γεωργίας Δήμητρας από τον Θεό του κάτω κόσμου Πλούτωνα. Και την μετέπειτα επανασύνδεση μάνας και κόρης με τη συμφωνία των δύο Θεών, που επετεύχθη με παρέμβαση το Δία, κατά την οποία: η Περσεφόνη 6 μήνες το χρόνο θα ζούσε με τη μητέρα της στον επάνω κόσμο και τον υπόλοιπο με τον Θεό του Άδη, στον κάτω κόσμο. Έκτοτε τους έξι μήνες που η Περσεφόνη βρισκόταν στον Άδη, η Δήμητρα πενθούσε και μαζί της πενθούσε και η φύση. Τα δέντρα έχαναν το φύλλωμά τους,, οι καλλιέργειες ασθενούσαν και βαρύς χειμώνας έπεφτε στη γη. Όμως, όταν η Περσεφόνη επέστρεφε στη μητέρα της, η χαρά της Δήμητρας πρασίνιζε τη γη και άνθιζε τα φυτά….
akoliatsos@gmail.com