Περιμένοντας την Ανάσταση
Γράφει ο Χρήστος Τούμπουρος
«Διάπλατες πέρα οι εκκλησιές ολόφωτες και φτάναν/απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα στα σπίτια μας οι θρήνοι/σεμνοί κι αντιθρηνούσανε στου χριστιανού τα χείλη:/ “Ζωή εν τάφω… Έαρ γλυκύ… Γλυκύτατόν μου τέκνον..” /Μπρος στην πεζούλα του σπιτιού, της γειτονιάς μελίσσι/κι εμείς, αγόρια αγίνωτα κι αστάλωτες παιδούλες,/ο ύπνος δε μας έπαιρνε, προσμέναμε την ώρα/της εκκλησιάς…»Κωστής Παλαμάς , ΓΙΟΡΤΕΣ, από την Ασάλευτη Ζωή.
Κάπως έτσι περιμέναμε την Ανάσταση. Όλοι μας νέοι, γέροι, άντρες, γυναίκες με υπομονή και βαθιά κατάνυξη αναμέναμε τη Λύτρωση μέχρι δηλαδή να βγει ο παπάς «λαμπροφορεμένος» στην Ωραία Πύλη με τα τρικέρια αναμμένα και να ψάλει περιπαθώς το «Χριστός Ανέστη». Και μέχρι να ‘ρθει η Ανάσταση περνούσαμε τη νεκροβδομάδα. «Νεκροβδομάδα» λέγαμε το επταήμερο που μεσολαβεί μεταξύ του Ακάθιστου Ύμνου και της Μεγαλοβδομάδας. Κάποια ζωντάνια της έδιναν οι νοικοκυρές. Ετοιμασίες… Λαμπριάτικες ετοιμασίες! Άσπρισμα και ξάσπρισμα. Ασβέστωναν μέχρι και τους κορμούς των δέντρων.
Να ασπρίσουν τα πάντα, για να ασπρίσει Λαμπριάτικα και η καρδιά των χριστιανών. Καθαριότητα παντού. Τίναγμα, ξετίναγμα, σκούπισμα, σιγύρισμα. Παντού ήθελαν να μυρίζει πάστρα. Άστραφτε το σπίτι, καθώς έπρεπε να αστράφτει και η ψυχή. Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα οι μάνάδες, αν και κουρασμένες, με υπομονή και εγκαρτέρηση είχαν τις πασχαλιάτικες ετοιμασίες. Έβαφαν τα αυγά, αγόραζαν κεριά, σκούρα για τον Επιτάφιο και λευκά για την Ανάσταση, κουλούρια, γλυκά και άλλα πολλά φαγώσιμα.
Ασφαλώς και δεν θα συγκρίνω το ΤΟΤΕ με το ΤΩΡΑ.
Τώρα, είμαστε όλοι με το κλειδί στο χέρι, έτοιμοι να φύγουμε, να κατσιαρτίσουμε, για να ξεφύγουμε, να διαφύγουμε, να αποφύγουμε τη μονοτονία και το ξεροτηγάνισμα στο «κλεινόν άστυ». Να δραπετεύσουμε. Να πάμε κάπου, οπουδήποτε, φτάνει να μη μείνουμε στην πόλη. Να θυμηθούμε το Σολωμό νιώθοντας μια άφατη χαρμοσύνη, αφού οι βόμβες πέφτουν κατά Συρία και Ουκρανία μεριά και δεν μας επηρεάζουν τουλάχιστον ακουστικά.
«Χριστὸςἀνέστη! Νέοι, γέροι καὶ κόρες,/ ὅλοι, μικροὶ μεγάλοι, ἑτοιμαστεῖτε».
Και έμπλεοι χαράς και ανακούφισης για τη θεία Ανάσταση του Κυρίου που περιφανώς πάτησε τον θάνατο. « Θανάτω θάνατον πατήσας!»
Το διαιτολόγιο της Μεγάλης Εβδομάδας υπάγονταν κι αυτό στην προσμονή της Ανάστασης του Χριστού. Η ψυχική και πνευματική χαρά, από το θρησκευτικό γεγονός της Ανάστασης συναντιέται με τη φυσική αγαλλίαση της εποχής και δημιουργεί το ελληνικό Πάσχα. Γι’ αυτό απαξάπαντες έπρεπε να συμμετέχουν «καθαροί» στον γιορτασμό. Και η συμμετοχή αυτή προαπαιτούσε όλη την εβδομάδα ως τροφή μόνο λάχανα αλευρωμένα που λειτουργούσαν ως καθαρτικό ψυχής και σώματος. Κι όταν ερχόταν εκείνη η ευλογημένη ώρα μετά την Ανάσταση για τη μαγειρίτσα, που την τρώγαμε περιπαθώς, ούτε που καταλαβαίναμε πώς την τρώγαμε, δεν προλαβαίναμε να την απολαύσουμε γευστικά και άρχιζαν τα κοιλιακά προβλήματα.
Συνήθως μετά την Ανάσταση τα σερκά πήγαιναν στα καφενεία του χωριού και «μπεκροβύζαιναν», όπως έλεγαν και οι γυναίκες, μέχρι να ετοιμαστεί το Αναστάσιμο τραπέζι. Πόσες φορές δεν πήγα μικρός απέξω από το καφενείο-εντολή της μητέρας μου- να φωνάξω τους μεγάλους να ‘ρθουν για να φάμε. Αυτά και τόσα άλλα. Με τόση αγνότητα και προσδοκία. Όλα υπάγονταν στην πραγματικότητα της «Αναστάσιμης» ελπίδας και απαντοχής. Γι’ αυτό επιδιώκαμε το γλεντοκόπι με κάθε μορφή. Παρελθόν; Όπως το πάρει κανείς…