ΠΟΙΟΣ ΘΥΜΑΤΑΙ ΤΗΝ Hannah Arendt ;

Του Βαγγέλη Σακέλλιου

Δικηγόρου

«…Ο,τι πετάει, ο,τι κολυμπάει κι ο,τι έρπει
πέριξ των Εξαρχείων διεκδικεί τη θέση του
στον ήλιο : πάσχει για το καθημερινό έπος,
αγωνιά για την οικεία οδύσσεια, γιατί
ο καθένας μας είναι ο ψυχοπομπός
ενός εφήβου που σπαράζει εντός του.
Εδώ ή λίγο παραπέρα, κάθε ανώνυμη χειρονομία
επικαλείται με δέος τη χάρη της ιστορίας
κι ανά πάσα στιγμή, την ύστατη δικαίωσή της.
Που ήταν, χθες ή προχθές, που σκότωσε
έναν δεκαπεντάχρονο η Αστυνομία ;…»
Σωτήρης Παστάκας, Ο κοινωνός των αποστάσεων.

Ο διάλογος είναι αυθεντικός και ακριβής. Πριν δύο ή τρία χρόνια αναζητούσα την κόρη μου στο τηλέφωνο. Την έψαχνα για κάτι και δεν την εύρισκα, ούτε στο σπίτι ούτε στο κινητό. Αργά το βράδυ της δεύτερης μέρας μου τηλεφώνησε. «Έλα μπαμπά, τι γίνεται ;» «Που χάθηκες ρε Νεφέλη και σε ψάχνω δύο μέρες;» «Μπαμπά είμαι στο Πανεπιστήμιο. Έχουμε κατάληψη και ψήνω σουβλάκια. Χθες κάναμε κατάληψη και στο γραφείο του Πρύτανη». «Γιατί κάνετε κατάληψη;» την ρώτησα αν και υποψιασμένος. «Για την Πανεπιστημιακή Αστυνομία ρε μπαμπά. Δεν βλέπεις τι γίνεται ;» «Μα στην Γεωπονική δεν προβλέπεται αστυνομία» απάντησα, για να την βγάλω στη σέντρα. «Δεν έχει σημασία. Και σε μας μπορεί να φέρουν, είναι γενικό το θέμα».

Η συζήτηση έληξε κάπου εκεί, άδοξα. Μετά από καιρό την ρώτησα πως πήγαν οι …εισπράξεις απ’ τα σουβλάκια (!!!) κι αν στην κατάληψη συμμετείχαν πολλοί φοιτητές. Οι απαντήσεις της δεν έχουν σημασία.
Θυμήθηκα, ωστόσο, με ορατό τον κίνδυνο της νοσταλγίας, το μακρινό 1979, όταν δηλαδή ανέβηκα φοιτητής στη Νομική της Κομοτηνής και συμμετείχα ως πρωτοετής στις καταλήψεις του Ν. 815/79. Τότε ήταν αλλιώς. Οι καταλήψεις – καταλήψεις και οι καθηγητές – καθηγητές. Επιδίδαμε το ψήφισμα στον Πρύτανη, ρίχναμε κρυφές ματιές στο γραφείο του, σένα υπέροχο νεοκλασικό στην «Τσανάκλειο» κι επιστρέφαμε ησύχως στις αίθουσες που ήταν άδειες και μείς «σε περιφρούρηση». Συνήθως το βράδυ είχαμε και συναυλία και κάποια νούμερα απ’ τον Λαζόπουλο, άξιο τέκνο της Κομοτηνής κι αυτός.

Ξαναθυμήθηκα τώρα, με άλλη αφορμή, άλλη αιτία, «το θυμικό των παιδιών», αυτών των νέων ανθρώπων, φοιτητών της Φιλοσοφικής του ΕΚΠΑ, που μπούκαραν στο αμφιθέατρο, ξεδίπλωσαν τα λάβαρα της οργής (τους) κι απαίτησαν την παραίτηση της Προέδρου του Τμήματος, Βάνα Νικολαΐδου– Κυριανίδου το όνομά της. Προπηλακίστηκε, λοιδορήθηκε κι αξιώθηκε η παραίτησή της. Όχι γιατί ήταν αυταρχική καθηγήτρια. Όχι γιατί δεν έκανε καλά τη δουλειά της ή γιατί ήταν αυστηρή. Όχι γιατί απαξίωνε ή σνόμπαρε τους φοιτητές της. Απλώς διαφώνησαν μαζί της, διαφώνησαν για τις απόψεις της, διαφώνησαν για τις αναρτήσεις της, διαφώνησαν με ο,τι εξέλαβαν ως αιρετικό και κατά παρέκκλιση από το κυρίαρχο αφήγημα του θρήνου των Τεμπών. Η Νικολαΐδου– Κυριανίδου, όπως λέγεται κι όπως γράφεται, δεν υπήρξε ακόλουθος «της συγκίνησης της δημοκρατίας», ξεχώρισε την δίκαιη οργή και τον δίκαιο θυμό απ’ τους αφορισμούς και την ισοπέδωση, διαχώρισε την μνήμη και το πένθος από την πολιτική τυμβωρυχία. Δεν στοιχίστηκε αδαπάνως με το κύμα της αγανάκτησης. Θεώρησε πρέπον και σκόπιμο να υπερασπιστεί όσα πιστεύει, contra στο λαϊκό θυμικό ξέσπασμα. Προφανώς contra και στις προσλαμβάνουσες κάποιων απ’ τους φοιτητές της.

Είναι, ωστόσο, αυτοί οι ίδιοι φοιτητές που αξιώνοντας την κατάργηση της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας, αξιώνοντας την διατήρηση του Πανεπιστημιακού Ασύλου ομνύουν στην ελεύθερη διακίνηση των ιδεών στον ακαδημαϊκό χώρο. Είναι οι ίδιοι ακριβώς φοιτητές που θεωρούν τα Πανεπιστήμια φυτώριο και εργαστήριο ιδεών, μονοποικιλιακού ωστόσο είδους. Είναι οι ίδιοι ακριβώς φοιτητές που ταξινομούν τις ιδέες σε «σωστές» και «λάθος» σύμφωνα πάντα με τις δικές τους απόψεις. Αν συμφωνούν είναι σωστές και αρεστές. Εάν διαφωνούν είναι εσφαλμένες, εχθρικές. Αυτή ακριβώς η ιδιόμορφη αντίληψη περί «σωστού» και «λάθους», η ιδιοκτησιακή αντίληψη της «αλήθειας», η συνακόλουθη αντίθεση με το «άλλο» και το «διαφορετικό», δεν είναι μια δημοκρατική αντίληψη. Η Δημοκρατία, σε οποιαδήποτε εκδοχή και έκφανσή της, είτε ως «αστική φιλελεύθερη δημοκρατία» είτε ως εκδοχή σοσιαλιστικής αναφοράς, είναι πάντα ευρύχωρη.
Προϋποθέτει, ως προς την πολιτική νομιμοποίηση της, διάλογο, αντιδικία, κριτική, πρόταση, εναντίωση, πειθώ. Προϋποθέτει, δηλαδή, ανοχή σκέψεων και αφηγήματος, ανοχή χειρονομιών από υπερασπιστικές και υπονομευτές της. Προϋποθέτει μια γενναιόδωρη και ηθική αποτύπωση της σύγκρουσης των ιδεών, μέσα από τάξεις, είδωλα πολιτισμού, την κοινωνία των πολιτών.

Για την Δημοκρατία δεν αρκεί η «Αγανάκτηση». Χρειάζεται και το επόμενο βήμα.
Στο πρόσωπο της κόρης μου, στο πρόσωπο των παιδιών της Φιλοσοφικής, ακόμα και στον αμύητο έφηβο της Κομοτηνής του ’79, βλέπω, παρά τις διαφορές, κάτι κοινό. Βλέπω την «ανάγκη της αντίδρασης», την ηχηρή έκφραση της αντίθεσης, την στοχοποίηση του «άλλου». Βλέπω μια «οιονεί εχθροπάθεια» σε ο,τι μοιάζει ξένο, διαφορετικό, αντίθετο. Βλέπω a priori μια ατελέσφορη ακύρωση όσων δομούν ένα άλλο αφήγημα. Βλέπω, πως αλλιώς, μια έντονη ιδεολογικοποίηση των πολιτικών υποκειμένων με αφορμή ή αιτία τα «Τέμπη», τα ΑΕΙ, τις αντοχές μιας καχεκτικής Δημοκρατίας.
Η καλή μοίρα των φοιτητών που μπούκαραν στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής θα τους οδηγεί ξανά και ξανά στο ίδιο διάβημα, στην ίδια διαμαρτυρία, στην ίδια διεκδίκηση.
Η κακή μοίρα των φοιτητών που μπούκαραν στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής θα τους οδηγεί ξανά και ξανά εκεί για τους ίδιους λάθος λόγους.

Θα (μας) θυμίζουν κάθε στιγμή αυτό που, κυρίως, δίδασκε και διδάσκει η καθηγήτριά τους Βάνα Νικολαΐδου– Κυριανίδου, την Hannah Arendt και την «κοινοτοπία του κακού». (βλ. Hannah Arendt. ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ, έκθεση για την κοινοτοπία του κακού, εκδ. Νησίδες 2009, Βάνα Νικολαΐδου – Κυριανίδου , HANNAH ARENDT, ο νόμος της γης και η λησμονημένη παράδοση, εκδ. Αλεξάνδρεια 2021).
Δεν αρέσκομαι στον διδακτισμό. Τον θεωρώ ξένο προς την κουλτούρα, τις αξίες και την ηθική της Αριστεράς. Δικαιούμαι, ωστόσο, να είμαι κάτι περισσότερο από θεατής. Δικαιούμαι να θυμίσω (και να διαφωνήσω) στην κόρη μου ότι η διαμαρτυρία είναι οξυγόνο και ανάγκη για την Δημοκρατία. Δικαιούμαι να θυμίσω ότι πολλοί αγώνες επιβάλλονται, πρέπει να δίνονται, ωστόσο δεν είναι a priori όλοι οι «αγώνες» δίκαιοι. Δικαιούμαι να θυμίσω ότι η Δημοκρατία είναι κατεξοχήν ευρύχωρη , ανεκτική. Δικαιούμαι να θυμίσω ότι οι διεκδικήσεις έχουν ηθικό αποτύπωμα, (πρέπει να) αποπνέουν αίσθημα αλληλεγγύης, αίσθημα δικαιοσύνης, αίσθημα ισότητας και, ιδίως, απαίτηση για αξιοπρέπεια. Δικαιούμαι να θυμίσω πως ελεύθερος και ενεργός πολίτης είναι πράγματι ο πολίτης που αντιστέκεται, ο πολίτης που δικαιούται, ο πολίτης που νοιώθει και είναι ισχυρός απέναντι στο κράτος και τους θεσμούς του, απέναντι στην δολιοφθορά και την αμφισβήτηση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων του.

Την ίδια όμως στιγμή υποχρεούμαι να θυμίσω ότι η Δημοκρατία είναι και το Πολίτευμα της συνύπαρξης. Υποχρεούμαι να θυμίσω ότι οι δικές μου ιδέες, οι ιδέες που θεωρώ σωστές, οι ιδέες που ασπάζομαι δεν είναι κατ’ ανάγκη και οι ιδέες του άλλου. Το αντίθετο μάλλον συμβαίνει. Υποχρεούμαι να θυμίσω πως δεν μπορώ να είμαι τιμητής κάθε διαφορετικής αντίληψης ή ιδέας. Υποχρεούμαι να θυμίσω πως στο πεδίο των ιδεών η μάχη (πρέπει να) γίνεται με πειθώ, επιχειρήματα, με το βλέμμα στο μέλλον, με την ευεργετική ματιά στην ιστορία. Υποχρεούμαι να θυμίσω ότι η τυφλή βία δεν είναι διάλογος, είναι τραμπουκισμός. Υποχρεούμαι να θυμίσω ότι η στοχοποίηση κατεξοχήν είναι πολιτική, η στόχευση αφορά τις ιδέες.
Οι φορείς των ιδεών δικαιούνται την πολιτική ελευθερία της δράσης τους, την ελευθερία της έκφρασης τους.
Υποχρεούμαι να θυμίσω ότι πράξεις τιμωρούνται, όχι οι ιδέες, όσο απεχθείς και να είναι. Η Χρυσή Αυγή ηττήθηκε, δυστυχώς, μόνο στο δικαστικό πεδίο, όταν δηλαδή η ηγετική της ομάδα δικάστηκε και καταδικάστηκε για τις πράξεις μιας εγκληματικής οργάνωσης. Στο πολιτικό πεδίο, δυστυχώς, η Χρυσή Αυγή δεν ηττήθηκε. Διεκδικεί ξανά ρόλο και παρουσία.

Τέλος, υποχρεούμαι να ξαναμιλήσω για την «κοινοτοπία του κακού». Όχι βέβαια για τον Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ. Η Hannah Arendt τα είπε όλα. Αλλά για την ανοχή στο «άλλο». Για την προσήλωση στον διάλογο και την πειθώ. Για την συνεκτική αναφορά διαφορετικών κόσμων, αντιλήψεων και ιδεών. Για τους φοιτητές που θα μπουκάρουν ξανά στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής, όχι με επίδικο της ιδέες της καθηγήτριάς τους, αλλά με στόχο ένα ελεύθερο, ζωντανό και δημιουργικό Πανεπιστήμιο. Για την καινοφανή ,πια, εχθροπάθεια σε ο,τι ορίζουμε ή νοιώθουμε απέναντι, ο,τι δηλαδή μοιάζει ή είναι αιρετικό μπροστά στο κυρίαρχο (;) αφήγημα, ή στα δικά μας «πιστεύω».
Για την χειραφέτηση των ιδεών απ’ την τοξικότητα. Για τον επαναπροσδιορισμό των αξιακών σταθερών σε μια καθημερινότητα που μας πληγώνει. Για τον ορυκτό πλούτο της ιστορίας μας πίσω απ’ τα οδοφράγματα τα χειροποίητα, τα δικά μας. Για μια διαλεκτική συνεύρεση αυτών που θέλουμε με αυτά που μας έκλεψαν. Για ένα ακήρυχτο πόλεμο δύο αντίθετων κόσμων, κι ο κόσμος ο δικός μας είναι ο κόσμος των αδύνατων, των αναγκεμένων ανθρώπων. Κάντο όμως με ενσυναίσθηση, με τρυφερότητα ακόμα και τότε που έχεις υψωμένη τη γροθιά.
Σύμφωνοι. Οι σημαίες ποτέ δεν υποστέλονται. Μετά τις πορείες όμως διπλώνονται, έτοιμες για την επόμενη φορά.