Πολλά τα αγριογούρουνα – Λίγα τα «γουρουνόσκυλα»

Γράφει ο
Γιάννης Αμπατζίδης,

Στις μέρες μας όπου τα βουνά και οι κάμποι βρίθουν από αγριόχοιρους θα περίμενε κανείς ότι τα γουρουνόσκυλα θα δημιουργούνται πιο εύκολα και σε μεγαλύτερους αριθμούς.
Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει. Βέβαια με τη λέξη «γουρουνόσκυλο» δεν εννοείται κάθε σκύλος που χρησιμοποιείται για αγριόχοιρους αλλά εκείνος που ανταποκρίνεται στα κριτήρια που απαιτούνται για το αντίστοιχο κυνήγι.
Στο…«ψάξιμο»
Κι αν σήμερα το κύριο σημείο συζήτησης στα καφενεία και το ίντερνετ είναι τα «πολλά θηρευμένα αγριογούρουνα», αυτή είναι και η αιτία που έστρωσε το αφήγημα περί πολλών και εξίσου «καλών» γουρουνόσκυλων. Η κατάσταση του υπερπληθυσμού του αγριόχοιρου δημιούργησε μια κάλπικη εικόνα στα μάτια των αδαών σχετικά με την αξιολόγηση των σκύλων.
Η διαπίστωση αυτή δεν αποτελεί κάποια νοσταλγική πρόθεση του γράφοντος για το παλιό-καλό παρελθόν. Πηγάζει μέσα από τις πράξεις της πλειοψηφίας των γουρουνοκυνηγών στη χώρα μας. Όταν οι ίδιοι παρά την επιτυχία της υψηλής καρπώσεως βρίσκονται σε μια ατέρμονη αναζήτηση σκύλων, αυτομάτως σηματοδοτείται ανεπάρκεια στο θεμελιώδης αυτό κομμάτι.
Όλοι λένε πως «έχουν» κι όλοι «ψάχνουν» (σκύλους). Αυτή η κραυγαλέα αντίφαση βάζει τα πράγματα στη σωστή τους θέση. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά καθώς οι συνθήκες των τελευταίων ετών και ο επακόλουθος τρόπος κυνηγίου αποδόμησαν βασικές δεξιότητες των σκύλων. Συν αυτού δεν υφίσταται ακόμα κάποια αξιολόγηση επίσημου φορέα μέσω εργασιακών αγώνων στο μεγάλο θήραμα, πτυχή ευρέως διαδομένη σε άλλες χώρες.
Οι σημερινές συνθήκες
Όταν λόγω πληθώρας των αγριόχοιρων και σε ευπρόσιτα πολλές φορές σημεία δεν απαιτείται η έρευνα (έμφυτη ιδιότητα του σκύλου) ώστε να αναδειχθεί το κυνηγετικό ένστικτο, όταν οι αγριόχοιροι «πετάγονται» στα καρτέρια δίχως την επαρκή εργασία του ιχνηλάτη και γενικώς τα καθήκοντα αυτού αναπληρώνονται από τον κυνηγό, τότε αυτό λειτουργεί καταλυτικά για την δημιουργία μιας πλασμαστικής εικόνας και ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων.
Επιπλέον ο τρόπος διεξαγωγής κυνηγίου που ασκείται (ενδεχομένως από την πλειοψηφία) συμβάλει στην απαλλοτρίωση των χαρακτηριστικών που συγκροτούν ένα καλό γουρουνόσκυλο.
Το γεγονός των πολλών αγριόχοιρων οδήγησε παράλληλα και την αύξηση των κατόχων σκύλων μέσα σε μια ομάδα και τη δημιουργία περισσοτέρων, με έλλειψη ωστόσο βασικών κυνολογικών γνώσεων.
Η άκρατη χρήση της αγέλης ιχνηλατών με το ένα να αλληλοσυμπληρώνει τις ανεπάρκειες του άλλου και η αναγκαία προσαρμογή για κοντινές καταδιώξεις λειτουργούν αποτρεπτικά για την δημιουργία μιας αξιόλογης μονάδας και την ενίσχυση των χαρακτηριστικών της εκτροφικά.
Επιπρόσθετα η πάγια χρήση αγελαίων σκύλων οδηγεί στην εξάρτηση κάθε μέλους που δεν έχει διαμορφώσει πλήρως το ατομικό του στυλ και χαρακτήρα. Οπότε όταν αυτό καλείται να ανταποκριθεί μόνο του στα δύσκολα εγκαταλείπει την προσπάθεια μέσα από την «χτισμένη» ανασφάλεια.
Είναι επίσης λογικό αρκετοί κυνηγοί σήμερα να μην επιθυμούν οι σκύλοι τους να επιμένουν σε πολύωρες καταδιώξεις και εκτός κλοιού όταν εντός αυτού ή περιμετρικά γνωρίζουν σημεία με εναπομείναντα αγριογούρουνα. Αυτό όμως που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι ότι οι συνθήκες έρχονται και παρέρχονται αλλά οι αξίες πρέπει να παραμένουν αλώβητες.

Διαιώνιση των λαθών
Ως εκ τούτου, οι ανεπαρκείς αυτοί σκύλοι που υπό συνθήκες φαντάζουν ικανοί μπαίνουν στην αναπαραγωγική διαδικασία παράγοντας απογόνους με εξίσου ελλιπείς βασικές ιδιότητες. Και εκεί που για χρόνια είχαμε μια λανθασμένη «συνταγή» μέσα από το ασύμβατο χάος των γονιδίων μιγάδων σκύλων, προστέθηκε ένα ακόμη στοιχείο με αρνητικό πρόσημο που διαιωνίζεται μακροπρόθεσμα.
Ωστόσο η έλλειψη καλών σκύλων του μεγάλου θηράματος δεν αποτελεί μόνο εγχώρια παρατήρηση αλλά εντοπίζεται σε γενική κλίμακα. Όμως, στις υψηλά κυνοτεχνικές χώρες τα γνώριμα χαρακτηριστικά των γουρουνόσκυλων -με όποιες εκ φύσεως αποκλίσεις- διατηρούνται μέσα από την καθαροαμία των φυλών και τη συχνή διεξαγωγή των αγώνων υπό το φίλτρο των ατομικών ικανοτήτων.

«Στέγνωσαν» και οι πηγές στα ξένα
Συν τοις άλλοις, η εύρεση ενός καλού ιχνηλάτη σε όμορες χώρες είναι πλέον πολύ πιο δύσκολη. Αρχικά γιατί το βιοτικό επίπεδο (των γειτονικών χωρών) βελτιώθηκε και πλέον δεν βγάζουν στο παζάρι τα καλά τους σκυλιά πουλώντας τα όσο –όσο.
«Σπρώχνουν» τις μετριότητες και «ξεφορτώνονται» τα ακατάλληλα ξεγελώντας πολλές φορές τους δικούς μας. Άλλωστε ένα καλό σκυλί απαιτεί χρόνο για να «φτιαχτεί». Τόσα χρόνια και με τέτοιους ρυθμούς «κυνοειδούς αποστράγγισης» θα επέρχονταν μοιραίως η κυνοφιλική πενία. Και τσουβάλια με πατάτες να ήταν τα καλά σκυλιά με τέτοια ζήτηση θα είχαν σχολάσει.
Ακόμα και η Τουρκία που είναι μια μεγάλη χώρα και τα τελευταία χρόνια τροφοδοτούσε σκύλους σε Έλληνες κυνηγούς, έχει αλλάξει ρότα. Στράφηκε στο εμπορικό κομμάτι διαφορετικής μορφής με περισσότερα κέρδη μέσα από ταινίες και βίντεο.
Με λίγα λόγια, ένας Τούρκος προτιμά να κρατήσει έναν καλό σκύλο καταγράφοντας πλάνα σε βίντεο που του προσφέρουν εκατομμύρια προβολές στο Youtube, αποκομίζοντας έτσι περισσότερα κέρδη από το να τον πωλούσε για ένα κομμάτι ψωμί στον Έλληνα. Και καλά κάνουν φυσικά. Εμείς να δούμε πότε θα αφυπνισθούμε ώστε να λειτουργήσουμε αναλόγως.

Η λύση
Οι Έλληνες κυνηγοί πρέπει να αλλάζουν την πεπατημένη τόσο για την αγορά ενός ή περισσοτέρων «έτοιμων» σκύλων από τις όμορες βαλκανικές χώρες αλλά και τον τρόπο διεξαγωγής του κυνηγίου που επήλθε λόγω συνθηκών. Η στροφή επίσης στην καθαρόαιμη κυνοφιλία αποτελεί μονόδρομο ώστε να βγει κανείς από το κυνολογικό αυτό τέλμα.
Κάποιοι το έχουν ήδη αντιληφθεί, κάποιοι ίσως να θέλουν το χρόνο τους και κάποιοι δεν θα το καταλάβουν ποτέ.
(ΠΗΓΗ: kynigesia.gr)