Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου
«…Ποιητική αδεία, ας αναφερθούμε στο τέλος του ποιήματος του Έλιοτ (Κούφιοι άνθρωποι) : «Έτσι τελειώνει αυτός κόσμος, όχι με πάταγο αλλά μ’ έναν λυγμό».
Έχουμε την ελπίδα ότι αυτός ο κόσμος που χτίσαμε κοντά πέντε χρόνια εδώ μέσα, δεν θα τελειώσει έτσι, δεν θα τελειώσει με το λυγμό των θυμάτων. Και ότι η απόφαση σας, με τον πάταγό της, θα καλύψει αυτόν το λυγμό. Σας καλούμε, λοιπόν, να βγάλετε μια απόφαση που να αντιστοιχεί στη συντριπτική αποδεικτική διαδικασία που προηγήθηκε, μια απόφαση που να κάνει πάταγο, μια απόφαση που να μην επιτρέπει παρερμηνείες. Μαυτές τις σκέψεις, ζητούμε την καταδίκη της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή και των κατηγορουμένων κατά τα αποδιδόμενα σαυτούς στο παραπεμπτικό βούλευμα…»
Έτσι κατέληγε στην (τριήμερη) αγόρευση του στις 17 Ιανουαρίου 2020 ο εκ των συνηγόρων Πολιτικής Αγωγής των Αιγύπτιων αλιεργατών Θανάσης Καμπαγιάννης (βλ. Θ. Καμπαγιάννης, Με τις μέλισσες ή με τους λύκους, εκδ. Αντίποδες 2020).
Ήταν μια δίκη, η δίκη της Χρυσής Αυγής που ξεκίνησε στο Τριμελές Εφετείο Kακουργημάτων Αθηνών στις 20 Απριλίου 2015 , με 69 κατηγορούμενους, ανάμεσα τους ολόκληρη την ηγεσία της Χρυσής Αυγής που κατηγορήθηκε για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών συνεκδίκασε , στα πλαίσια αυτά, την ανθρωποκτονία του Παύλου Φύσσα, την απόπειρα ανθρωποκτονίας του Αιγύπτιου αλιεργάτη Αμπουζίντ Εμπάρακ, τις ανθρωποκτόνες επιθέσεις στους Αιγύπτιους αλιεργάτες ως και τις απόπειρες ανθρωποκτονιών κατά των κομμουνιστών συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ, στα πλαίσια της (γενικότερης) κατηγορίας της εγκληματικής οργάνωσης.
Η (πρωτόδικη) καταδικαστική απόφαση είναι γνωστή. Δικαίως κρίθηκε ως πολυσήμαντη και πρωτοποριακή και ακόμα πιο δίκαια αποτέλεσε νομολογιακό «προηγούμενο».
Αυτές τις μέρες άρχισε και συνεχίζεται, στο Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, σε δεύτερο βαθμό, η δίκη της Χρυσής Αυγής μετά την έφεση που άσκησαν τα καταδικασθέντα, ήδη, στελέχη και μέλη της.
Είναι μια ποινική δίκη με έντονο πολιτικό αποτύπωμα.
Κι όπως εύστοχα τόνισε ο εκ των συνηγόρων Πολιτικής Αγωγής των Αιγύπτιων αλιεργατών Κώστας Παπαδάκης «το ποινικό δίκαιο είναι δίκαιο πράξεων και όχι προθέσεων, είναι δίκαιο ευθύνης ατομικής και όχι συλλογικής, είναι δίκαιο ευθύνης πραγματικής και όχι αντικειμενικής, είναι δίκαιο ευθύνης ποινικής και όχι πολιτικής…» (βλ. Κ. Παπαδάκης, Το «άλλο» άκρο στο εδώλιο : Δικαιοσύνη ή ατιμωρησία ξανά; Εκδ. Τόπος 2020).
Είναι σίγουρο πως τα ερωτήματα αυτά θα τεθούν εκ νέου με έμφαση και στην δίκη του δεύτερου βαθμού που διεξάγεται τώρα. Όπως είναι εξίσου σίγουρο ότι οι καταδικασθέντες της Χρυσής Αυγής θα υπερασπίζονται και θα προτάσουν τον «πολιτικό» χαρακτήρα της δίκης. Εξάλλου οι ναζιστικού τύπου χειρονομίες του εκ των συνηγόρων τους Κωνσταντίνου Πλεύρη, οι προκλητικές δηλώσεις του καταδικασθέντος Ιωάννη Λαγού και οι αρχηγικές εμφανίσεις του αμετανόητου Ηλία Κασιδιάρη δίπλα στους οπαδούς του μέσα στην αίθουσα συνεδριάσεων του Εφετείου δεν αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία περί αυτού.
Αν, ωστόσο, κρίνεται χρήσιμη η ανάδειξη κάποιων πτυχών αυτής της δίκης είναι γιατί αυτή σχετίζεται με το αθέατο διακύβευμα μιας δικαϊκής αξιολόγησης και κρίσης με έντονο το πολιτικό αποτύπωμα, αν αναλογιστούμε τις ιδιότητες των καταδικασθέντων και την δράση τους στα πλαίσια ενός νόμιμα λειτουργούντος ναζιστικού μορφώματος, του κόμματος της Χρυσής Αυγής.
Κι ήταν η δολοφονία του Παύλου Φύσσα αυτή που υποχρέωσε τους μηχανισμούς της δικαστικής εξουσίας να προχωρήσουν στην ποινική καταστολή της Χρυσής Αυγής που συμπεριληπτικά αφορούσε και την κλιμακούμενη εγκληματική βία της και την ανεξέλεγκτη, μέχρι τότε, δράση των ταγμάτων εφόδου της.
Ήταν ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Χαράλαμπος Βουρλιώτης αυτός που διενήργησε την κατεπείγουσα σχετική προανακριτική εξέταση, ως προς την ποινική αξιολόγηση της Χρυσής Αυγής στο σύνολό της, ως εγκληματικής οργάνωσης. Μια κομβική προκαταρκτική εξέταση που δρομολόγησε τις πρώτες συλλήψεις ηγετικών στελεχών της, έρευνες, κατασχέσεις κ.λ.π.
Ήταν οι δύο εφέτες ανακρίτριες, η Ιωάννα Κλάπα και η Μαρία Δημητροπούλου που διενήργησαν υποδειγματικά την ανάκριση μέσα σέναν ωκεανό πειστηρίων και με νωπό το αίμα των θυμάτων.
Ήταν ο, τότε, Αντιεισαγγελέας Εφετών Ισίδωρος Ντογιάκος που υπέβαλε τη σχετική παραπεμπτική πρόταση του στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών.
Ήταν οι Δικαστές που εξέδοσαν το υπ’ αριθμ. 215/2015 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο αποφάσισε την παραπομπή κατά πλειοψηφία (2-1) σύμφωνα με την πρόταση Ι. Ντογιάκου .
Ήταν η αυλαία στις 22 Οκτωβρίου 2020, όταν ολοκληρώθηκε μια πολυσήμαντη δίκη η διάρκεια της οποίας ξεπέρασε τα πέντε έτη (!!!).
Ήταν, τέλος, η ακόμα πιο πολυσήμαντη απόφαση που έλαβαν οι δικαστές εφέτες Μαρία Λεπενιώτη, Ανδρέας Ντόκος και Γεσθημανή Τσουλφόγλου. Ας μη ξεχνάμε τα ονόματά τους.
Αυτά, ωστόσο, είναι παρελθόν. Έγιναν «Ιστορία».
Τούτες τις μέρες το μόρφωμα της ναζιστικής Χρυσής Αυγής κάθεται ξανά στο εδώλιο , ως εξάλλου δικαιούται.
Τα θέματα που αναδείχτηκαν στην πρωτόδικη δίκη και απαντήθηκαν ηχηρά απ’ το Δικαστήριο θα ξανατεθούν με έμφαση, ήταν «πολιτική» η δίωξη των μελών της Χρυσής Αυγής ; Ήταν (και είναι) «πολιτική» η δίκη τους ;
Εκτιμώ αβίαστα πως όχι. Η δίκη της Χρυσής Αυγής είχε (και έχει) ασφαλώς πολιτικό αποτύπωμα αφού αφορά την δράση και λειτουργία ενός κόμματος και την ποινική μεταχείριση των μελών του, ωστόσο αυτό που κρίθηκε αφορά τις πράξεις που συνιστούν, κατ’ ιδίαν εκάστη απ’ αυτές, το corpous ενός εγκλήματος. Υπό αυτή την έννοια είναι εσφαλμένη η παραδοχή και ο ισχυρισμός των καταδικασθέντων πρωτοδίκως ότι η δίωξη τους ήταν «πολιτική».
Μια «πολιτική δίωξη», υπό όρους και προϋποθέσεις, έχει δυνάμει διακριτά χαρακτηριστικά. Στην Γαλλία και την Γερμανία τα ναζιστικά κόμματα έχουν τεθεί εκτός νόμου, στην Ελλάδα όχι.
Ο Άρειος Πάγος δεν απαγόρευσε την συμμετοχή της Χρυσής Αυγής στις εκλογές, ακόμα και μετά την δίωξή της. Και ορθώς δεν την απαγόρευσε αφού δεν έχει τη δικαιοδοσία να απαγορεύει ή να επιτρέπει οποιαδήποτε ιδεολογία ή πολιτική δράση. Η Αριστερά και οι αριστεροί της, το ΚΚΕ και οι κομμουνιστές πλήρωσαν ακριβά τον αποκλεισμό τους τεθέντες εκτός νόμου. Τα κόμματα ως φορείς ιδεών πρέπει να λειτουργούν ελεύθερα, απρόσκοπτα. Ο κοινωνικός, πρωτίστως, και εκλογικός στίβος θα αναδείξουν την απήχηση αυτών των ιδεών μέσα από την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών. Ορθώς, λοιπόν, η Χρυσή Αυγή συμμετείχε στις εκλογές αφού τα σύμβολα, οι ιδέες και οι ηγέτες τους δεν ήταν άγνωστα στους συμπατριώτες μας. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος υποψιασμένος ώστε να αποκωδικοποιήσει εύκολα τα συμφραζόμενα των συμβόλων και των ιδεών του ναζιστικού μορφώματος. Και μόνο η δημοκρατική αφύπνιση με τα αντανακλαστικά των ανήσυχων και σκεπτόμενων δημοκρατικών πολιτών μπορεί να θέσει φραγμούς στην δράση ή στην κοινοβουλευτική παρουσία αυτού του μορφώματος. Κανένα Δικαστήριο και κανένας νόμος. Είτε μας αρέσει , είτε όχι.
Η δίωξη, λοιπόν, της Χρυσής Αυγής ουδέποτε υπήρξε «πολιτική». Όπως και η δίκης της. Δικάστηκε και καταδικάστηκε ως εγκληματική οργάνωση και τα στελέχη της για την ένταξή τους και για την διεύθυνση αυτής, ενώ μέλη της δικάστηκαν και καταδικάστηκαν για συνέργεια στην ανθρωποκτονία του Παύλου Φύσσα, την απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά των Αιγύπτιων αλιεργατών, την απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά των συνδικαλιστών/μελών του ΠΑΜΕ.
Τα φονικά τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής (στο Πέραμα, στις λαϊκές αγορές, στο στέκι «Αντίπνοια» κ.λ.π) αποτέλεσαν τον ισχυρό βραχίονα της ναζιστικής ιδεολογίας. Όταν οι πρόσφυγες, οι μετανάστες, οι κομμουνιστές αλλά και εν γένει οι αριστεροί της πληθυντικής Αριστεράς στοχοποιούνται απ’ το ρατσιστικό και πολιτικό δηλητήριο της Χρυσής Αυγής η απάντηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι μόνο «πολιτική».
Ο Ποινικός νομοθέτης, αποδείχθηκε πως, διαθέτει ισχυρό οπλοστάσιο για να ταυτοποιήσει τα εγκλήματα του ναζιστικού μορφώματος. Έχει την διαύγεια και τον τρόπο να ξεχωρίσει την ιδεολογία από τις πράξεις στο όνομα αυτής. Έχει την ικανότητα να αποϊδεολογικοποιήσει το έγκλημα από τα συμφραζόμενα της τέλεσης του, αφού οι εγκληματικές πράξεις της Χρυσής Αυγής έχουν διαπραχθεί μέσα στο ιδεολογικό πλαίσιο της βίας που η ίδια είχε καθορίσει.
Μέσα σένα ζοφερό τοπίο, για την κοινωνία και τον κόσμο, μέσα απ’ την άγρια νύχτα, που δολοφονήθηκε ο γιός της Μάγδας και του Παναγιώτη Φύσσα, αναδύθηκε ένας «άλλος» κόσμος. Κι ένα ξέφωτο σαυτόν τον «άλλο» κόσμο στάθηκε η δίκη και καταδίκη της Χρυσής Αυγής, μια παρήγορη μνήμη σε ένα ανοικτό τραύμα.