ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ

Της  Χαρά Παπαβασιλείου

Ο δρόμος διέσχιζε τα σπίτια
Με τις πράσινες αυλές,
ανθρώπους γύρω απ’ το τραπέζι
ή σε εικόνες στο γυαλί προσηλωμένους.
Η τσίκνα προοιωνιζόταν
το βραδινό τσιμπούσι.

Στα δεξιά μου ο ιππόδρομος,
τα τυχερά παιχνίδια,
ο τζόγος.
Σ’ ένα δρομάκι, παιδούρια,
αμέριμνα έπαιζαν
τα δειλινά παιχνίδια,
δίπλα στην Πράσινη Γραμμή.

Στη στέγη ακατοίκητου σπιτιού
με τ’ όπλο επ’ ώμου ο φρουρός,
γυάλινο βλέμμα,
χείλη προέκταση της Πράσινης Γραμμής.

Έκανα μεταβολή.
Και πάλι σκόνταψα στην Πράσινη Γραμμή.
Το ίδιο σκηνικό: η στέγη, τ’ όπλο
χείλη ερμητικά κλειστά
υποταγμένα
στων Δυνατών την προσταγή.
Το κεφάλι μου βαρύ …

Βρέθηκα αντικριστά με μια γριούλα.
«Πού ’ναι το σπίτι σου, γιαγιά;»
«Δαμέ».
Μπήκαμε στην αυλή.
Στο βάθος η παράγκα.
«Τόσο κοντά και δε φοβάσαι;»
«Είντα πλιο να σκιάζομαι;
Ούλα μου τα κατέχουσι
που την από κει μερκά».
Μας βύθισε η σιωπή
στα σκοτεινά της μονοπάτια…

Αγνάντια, στην πλαγιά του Πενταδάχτυλου
η ημισέληνος με τ’ αστεράκι αντάμα.
Ο Ισαάκ μες στα συρματοπλέγματα
πρησμένο σώμα, παραδομένο
στο ουρλιαχτό των λύκων.
Ασκός από δάκρυα η ψυχή βαριά…
Ο Σολομός θεριό ανήμερο
ορμά πέρ’ απ’ το σύνορο.
Σκαρφαλώνει στον κοντό.
Το κόκκινο πανί τον ξετρελαίνει.
Ταύρος που μάχεται να το ξεσχίσει.
Ψυχρός ο εκτελεστής
από ψηλά τον σημαδεύει
κι ο Σολομός… στο στόμα το τσιγάρο.
Τέτοια ζωή την αψηφά
μπρος στ’ όνειρό του το μεγάλο.
Το σώμα του γλιστρά,
μα η ψυχή του αετόμορφη πετά
στου Πενταδάχτυλου τις κορυφές.
Χαμόγελα γλυκά του γνέφουν, μνήμες αξέχαστες:
Η Κύπρος μια ζεστή αγκαλιά.
Ένας ο ήλιος που φωτίζει τον κόσμο.
Στους καφενέδες γίνονται όλοι ένα,
χέρια που σμίγουν, αγκαλιές , φιλιά.
Κλαίει ο Χικμέτ και η Φατμέ,
το πρώτο της αγάπης σκίρτημα.
Οι αμανέδες σμίγουν με τις μαντινάδες,
αγκαλιάζοντας τους νυχτωμένους μαχαλάδες.
Το όνειρο και η αλήθεια περπατούν αντάμα.

Λαοί, δώστε τα χέρια στης αγάπης το φιλί.
Ξεχερσώστε την πράσινη χολή
που χάραξαν οι Άνομοι ανάμεσά σας…
Η αγάπη όλα τα μπορεί
και το όνειρο να γίνει αλήθεια…
Κύπρος 4-7-1997